«Από το 1957 κι έπειτα, τυπώνει κάθε λογής παράνομα φυλλάδια για τις αντιπολιτευόμενες στο Κ.Κ.Γ. φράξιες. Σύντομα θα εργάζεται για την ομοσπονδία του αλγερινού F.L.N. στη Γαλλία. Γνωρίζει τον Μπουεναβεντούρα, που κυκλοφορεί με τ’ όνομα Κάρλος. Γνωρίζει τον ντ’ Αρσύ, ο οποίος είναι ήδη αλκοολικός. Αφήνει τη Γαλλία το 1962 και δουλεύει στο Αλγέρι, στο σχέδιο με τους παμπλικούς. Φεύγει από την Αλγερία μετά την πτώση του Μπεν Μπελλά. Μένει για λίγο στη Γουινέα. Τον ξαναβρίσκουμε στην Κούβα· δουλεύει υπό τον Ενρίκε Λίστερ. Ο Επωλάρ είναι τότε διεφθαρμένος».
Το «Νάδα» του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, σε μετάφραση Δάφνης Κιούση, από τις εκδόσεις Άγρα, δεν είναι το ωραιότερο βιβλίο του γιατί όλα είνα ωραιότατα. Ο Μανσέτ, αναμφίβολα ο επιφανέστερος εκπρόσωπος του νέου γαλλικού αστυνομικού μυθιστορήματος, βαθύτατα πολιτικοποιημένος και ριζοσπαστικός, εδώ φτιάχνει μια καταπληκτική ιστορία, με μοναδικούς χαρακτήρες, καταιγιστική πλοκή, απίθανους διαλόγους και τη γνωστή του πολύχρωμη γκρίζα μετα-68 ατμόσφαιρα. Οι ήρωές του, ο Επωλάρ, ο Μπουεναβεντούρα, ο Μεϊέρ, ο Τρεφέ, ο ντ’ Αρσί και η Κας, «δεν φοβούνται τίποτα, δεν ελπίζουν σε τίποτα, είναι ελεύθεροι»… Με λούμπεν οργάνωση και… αριστερίστικο ερασιτεχνισμό απάγουν μέσα από ένα αριστοκρατικό μπουρδέλο τον αμερικανό πρέσβη στο Παρίσι για λύτρα προς ενίσχυση του αγώνα, ενός αγώνα που το 1970 για τους ίδιους έχει λήξει και το ξέρουν. Και ξετυλίγεται το κουβάρι του ανθρωποκυνηγητού, των σκοπιμοτήτων της εξουσίας, του αδιέξοδου των απαγωγέων και της αναμενόμενης (ή μήπως και επιθυμητής;) κάθαρσης. Ένα μυθιστόρημα άγριο και τρυφερό, κυνικό και βαθυστόχαστο…