Ο ιδρυτής του ακροδεξιού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, Χοσέ Αντόνιο Καστ, μιλάει στον Τύπο, στο Σαντιάγο στις 7 Μαΐου 2023, για τη νίκη των υποψηφίων του στις εκλογές για το Συνταγματικό Συμβούλιο. (Javier Torres / AFP μέσω Getty Images)

Marcelo Casals*, 11.5.23, Πηγή: jacobinlat.com

 

Η νίκη της ακροδεξιάς στις εκλογές για το Συνταγματικό Συμβούλιο θα μπορούσε να αποτελέσει την ταφόπλακα για ένα προοδευτικό σύνταγμα στη Χιλή. Είναι επίσης ένα ισχυρό κάλεσμα αφύπνισης για την Αριστερά.

Η ακροδεξιά της Χιλής κέρδισε μια σημαντική νίκη στις εκλογές της Κυριακής 7ης Μαΐου για το πρόσφατα ανασυγκροτημένο Συνταγματικό Συμβούλιο, σβήνοντας ουσιαστικά κάθε ελπίδα για ένα νέο προοδευτικό σύνταγμα στη Χιλή.

Τα αποτελέσματα των εκλογών για το μετονομασμένο «Συνταγματικό Συμβούλιο» θα ήταν αδιανόητα μόλις πριν από λίγα χρόνια. Τώρα, στη δεύτερη προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα σύνταγμα, το συντακτικό όργανο εξακολουθεί να έχει τη λαϊκή εντολή να αντικαταστήσει τη Magna Carta που επιβλήθηκε από τη δικτατορία του Αουγκούστο Πινοσέτ το 1980. Ωστόσο, το σαφώς δεξιό συμβούλιο, αντανακλά μια ριζική αλλαγή στη χιλιανή πολιτική σε σύγκριση με τον Οκτώβριο του 2019, όταν η χώρα έζησε μια έκρηξη διαμαρτυριών κατά της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης του Σεμπαστιάν Πινιέρα.

Το νεοσύστατο Συμβούλιο θα έχει 51 έδρες, από τις οποίες, σύμφωνα με τα αποτελέσματα, τις 23 θα καταλάβουν εκπρόσωποι του ακροδεξιού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, 11 η παραδοσιακή Δεξιά και μόνο 16 η Αριστερά (συν 1 εκπρόσωπος των ιθαγενών). Εν ολίγοις, τα αποτελέσματα της Κυριακής ήταν μια εκλογική καταστροφή ιστορικών διαστάσεων για τη χιλιανή Αριστερά – το μόνο συγκρίσιμο προηγούμενο ήταν η απόρριψη του σχεδίου Συντάγματος στο εθνικό δημοψήφισμα του 2022.

Η νίκη της ακροδεξιάς είναι ακόμη πιο παράδοξη αν λάβουμε υπόψη την ιστορική της πίστη στη δικτατορία και την «κληρονομιά» της. Πράγματι, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, επικεφαλής του οποίου είναι ο πρόσφατα υποψήφιος για την προεδρία Χοσέ Αντόνιο Καστ, αντιτάχθηκε πάντοτε δυναμικά σε οποιαδήποτε αλλαγή του ισχύοντος Συντάγματος.

Όπως και να έχει, η ακροδεξιά κρατάει τώρα όλα τα χαρτιά στα χέρια της και η έγκριση του Συντάγματος εξαρτάται από τις ψήφους της. Και κάτι ακόμη πιο αποθαρρυντικό, το συνταγματικό σχέδιο συντάσσεται από μια τεχνοκρατική «Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων» η οποία έχει διοριστεί από ένα Εθνικό Κογκρέσο που ελέγχεται από τη Δεξιά.

Πώς έφτασε η Χιλή σε αυτό το σημείο;

Απο αποτυχία σε αποτυχία

Δυστυχώς, η ήττα έχει γίνει μια συνήθης τάση για τη χιλιανή Αριστερά τους τελευταίους μήνες. Η πρώτη αποτυχημένη απόπειρα σύνταξης ενός νέου συντάγματος από μια Συντακτική Συνέλευση στην οποία κυριαρχούσε η Αριστερά, ήταν η πρώτη δόση πραγματικότητας. Και το συνταγματικό δημοψήφισμα της 4ης Σεπτεμβρίου 2022 θα μείνει στη μνήμη ως μία από τις πιο σκληρές πρόσφατες εκλογικές ήττες που έχει υποστεί η Αριστερά. Εκείνη την ημέρα, εν μέσω ιστορικών ποσοστών συμμετοχής λόγω ενός νέου νόμου υποχρεωτικής ψηφοφορίας, η συντριπτική πλειοψηφία των Χιλιανών (61,82%) απέρριψε το προτεινόμενο προοδευτικό σύνταγμα που η Συνέλευση προετοίμαζε από τον Ιούλιο του 2021.

Μεταξύ των υποστηρικτών του «εγκρίνω», η αρχική αντίδραση ήταν σοκ και σύγχυση. Μέχρι σήμερα, εξακολουθούν να μην έχουν μια πειστική εξήγηση για μια εκλογική καταστροφή τέτοιου μεγέθους, καθώς το προτεινόμενο σύνταγμα έλαβε μόλις το 38,15% των ψήφων. Το ποσοστό αυτό, σε συνδυασμό με την ξαφνική εκλογική άνοδο της ακροδεξιάς στις πρόσφατες εκλογές για το Συμβούλιο, θα πρέπει να σημάνει συναγερμό.

Για πολλά ηγετικά στελέχη και διανοούμενους του προοδευτικού στρατοπέδου, ο λόγος της ήττας του 2022 έγκειται στην επικοινωνιακή εκστρατεία της Δεξιάς. Σύμφωνα με αυτή την αφήγηση, οι πολίτες εξαπατήθηκαν από μια «εκστρατεία τρόμου» και fake news που κατέκλυσαν τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και τα κοινωνικά δίκτυα. Το συνταγματικό εγχείρημα, υποστηρίζουν, εκτροχιάστηκε από την αδυναμία των πολιτών της Χιλής να κατανοήσουν τι σήμαινε ένα σπουδαίο φεμινιστικό, οικολογικό και ιθαγενικό σύνταγμα, αυτό που χρειαζόταν για να διορθώσει τα κακώς κείμενα ενός συντάγματος που σχεδιάστηκε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας του Πινοσέτ (1973-1990) και ουσιαστικά ισχύει από το 1990. Είναι πιθανό, τις επόμενες εβδομάδες οι ηγέτες της Αριστεράς να επαναλάβουν τα ίδια λόγια… αλλά αυτό θα ήταν μεγάλο λάθος.

Πέρα από κάποια αυτοκριτική για τις διαδικασίες της Συντακτικής Συνέλευσης, η χιλιανή Αριστερά δεν έχει κάνει ακόμα έναν πολιτικά παραγωγικό απολογισμό της ήττας της. Τώρα, με την αναπάντεχη νίκη της ακροδεξιάς στις εκλογές για το νέο συμβούλιο, είναι πιο επείγον από ποτέ να εντοπίσει με σαφήνεια ποιά ήταν τα λάθη.

Το ξέσπασμα της οργής

Ένα από τα δυσκολότερα πράγματα που πρέπει να χωνέψει κανείς σχετικά με τις ήττες του Σεπτεμβρίου 2022 και του Μαΐου 2023 είναι ότι, η τρέχουσα πολιτική φάση που άνοιξε με την εξέγερση του Οκτωβρίου 2019, θα έπρεπε να είναι εξαιρετικά ευνοϊκή για μια αντι-νεοφιλελεύθερη ατζέντα. Εκείνος ο μήνας του 2019 έγινε μάρτυρας μαζικών και αυθόρμητων κοινωνικών διαδηλώσεων, των μεγαλύτερων από τη δεκαετία του 1980. Εκατομμύρια πολίτες βγήκαν στους δρόμους αποφασισμένοι να αντιταχθούν στη συλλογική ταπείνωση στην οποία τους υπέβαλε η συντηρητική κυβέρνηση του δισεκατομμυριούχου Πινιέρα.

Μπορεί η απόφαση της κυβέρνησης να αυξήσει το εισιτήριο του μετρό στο Σαντιάγο να αποτέλεσε τη σπίθα για το ξέσπασμα, ωστόσο, μέσα σε λίγες ημέρες από τις έναρξη των διαδηλώσεων, έγινε σαφές ότι τα αιτήματα –πολλά και ποικίλα– είχαν όλα τη ρίζα τους στις διαρθρωτικές ανισότητες που γεννήθηκαν μέσα σε τριάντα χρόνια νεοφιλελευθερισμού.

Υπό αυτή την έννοια, η «κοινωνική εξέγερση» του 2019, ήταν το αποκορύφωμα ενός αυξανόμενου κύματος κινητοποιήσεων που ξεκίνησε τουλάχιστον από τις φοιτητικές διαδηλώσεις του 2011, στις οποίες εντάχθηκαν τα επόμενα χρόνια διάφορα κοινωνικά κινήματα: κατά του ιδιωτικοποιημένου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης της Χιλής, κατά του υπερβολικού διοικητικού συγκεντρωτισμού στην πρωτεύουσα της χώρας, κατά της περιβαλλοντικής λεηλασίας από τις πολυεθνικές (και εθνικές) εταιρείες, κατά των ελλείψεων του δημόσιου συστήματος υγείας και ενάντια στις πανταχού παρούσες έμφυλες ανισότητες τις οποίες πολέμησαν, μεταξύ άλλων, τα φεμινιστικά κινήματα και τα κινήματα νεολαίας.

Δεν είναι τυχαίο ότι όλη αυτή η δυσαρέσκεια διοχετεύτηκε στο αίτημα για ένα νέο σύνταγμα. Εν μέσω των διαμαρτυριών, ένα συντηρητικό κοινοβούλιο και μια συντηρητική κυβέρνηση, αναγκάστηκαν τελικά να αποδεχτούν τη χρεοκοπία του πολιτικού και οικονομικού τους μοντέλου και να ξεκινήσουν μια πρωτοφανή διαδικασία συνταγματικής αλλαγής, την οποία δεν μπόρεσε να σταματήσει ούτε η εμφάνιση της πανδημίας COVID-19 τον Μάρτιο του 2020.

Για κάποιο χρονικό διάστημα, η κατάσταση φαινόταν ακόμη ευνοϊκή για την Αριστερά. Τον Οκτώβριο του 2020, το δημοψήφισμα για την επικύρωση της έναρξης της συνταγματικής διαδικασίας αποφασίστηκε με αποδοχή 78,28%. Επιπλέον, η ψηφοφορία του Μαΐου 2021 για τη Συντακτική Συνέλευση εξέλεξε μια ετερογενή πλειοψηφία ανεξάρτητων μελών της Συνέλευσης: ιθαγενείς, φεμινίστριες και περιβαλλοντικούς ακτιβιστές, καθώς και διανοούμενους και αγωνιστές αριστερών και κεντροαριστερών κομμάτων. Η Δεξιά, από την άλλη πλευρά, απέτυχε να εκλέξει το ένα τρίτο των μελών της Συνέλευσης, το όριο που θα της επέτρεπε να ασκήσει βέτο.

Επιπλέον, ενώ η Συνέλευση συζητούσε τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2021, ο αριστερός και πρώην ηγέτης των φοιτητών Γκάμπριελ Μπόριτς, κέρδισε τις προεδρικές εκλογές. Αυτή η ακολουθία φάνηκε να συνεπάγεται το τέλος της πολιτικής ηγεμονίας των δύο μεγάλων μπλοκ, της κεντροαριστεράς και της Δεξιάς, που είχαν κυριαρχήσει κατά τη διάρκεια των τριών δεκαετιών της μεταδικτατορικής διακυβέρνησης.

Το χιλιανό Θερμιδώρ

Γιατί λοιπόν θριάμβευσε η «απόρριψη» τον Σεπτέμβριο του 2022 και πώς η ακροδεξιά έγινε ξαφνικά η κινητήρια δύναμη της χιλιανής πολιτικής;

Κατ΄αρχήν, η πανδημία COVID και η επακόλουθη οικονομική κρίση άλλαξαν ριζικά το πολιτικό τοπίο, μεταβάλλοντας τις προτεραιότητες μεγάλου μέρους του πληθυσμού της Χιλής – συμπεριλαμβανομένων τμημάτων που συμμετείχαν πολύ δυναμικά στις κινητοποιήσεις τον Οκτώβριο του 2019. Το πνεύμα της «κοινωνικής εξέγερσης» ήταν βαθιά συνδεδεμένο με ένα ισχυρό αντικαθεστωτικό συναίσθημα, γεγονός που εκφράστηκε στο αρχικό δημοψήφισμα του 2020 και στην εκλογή ανεξάρτητων αντιπροσώπων για την Συντακτική Συνέλευση του 2021.

Οι προεδρικές εκλογές του 2022 αποτέλεσαν μια αρχική προειδοποίηση για μια σημαντική αλλαγή του λαϊκού αισθήματος, ιδίως καθώς ο ακροδεξιός υποψήφιος Καστ κέρδισε την πρώτη θέση στον πρώτο γύρο (αν και σε ένα πλαίσιο υψηλού εκλογικού κατακερματισμού). Οι βουλευτικές εκλογές δεν αποτέλεσαν επίσης καλό οιωνό για την Αριστερά: όχι μόνο η ακροδεξιά του Καστ και η παραδοσιακή Δεξιά ενισχύθηκαν, αλλά και το Κόμμα του Λαού, μια λαϊκιστική, δημαγωγική και καιροσκοπική ομάδα που, παρά τον έντονο αντικαθεστωτικό της λόγο, στην πράξη τοποθετήθηκε στα δεξιά του πολιτικού φάσματος.

Η πανδημία COVID αποκάλυψε τα θεμέλια του νεοφιλελευθερισμού της Χιλής: ελάχιστα κρατικά μέτρα στον τομέα της υγείας, χαμηλοί μισθοί, υψηλά ποσοστά χρεωμένων πολιτών, ρυθμίσεις που ευνοούσαν το κεφάλαιο εις βάρος της εργασίας. Και όλα οδήγησαν σε υψηλή ανεργία σε συνδυασμό με κάτι που οι Χιλιανοί δεν είχαν βιώσει εδώ και δεκαετίες: τον πληθωρισμό.

Ταυτόχρονα, ο αριθμός των μεταναστών χωρίς χαρτιά από τη Βενεζουέλα αυξήθηκε ραγδαία, σε μεγάλο βαθμό ως απάντηση στις δημόσιες προσκλήσεις που απηύθυνε η κυβέρνηση Πινιέρα. Η έλλειψη κρατικών υποδομών για την υποδοχή των μεταναστών και οι σκληρές συνθήκες κοινωνικής περιθωριοποίησης και συνωστισμού –σε συνδυασμό με την ακραία οικονομική δυσπραγία πολλών Χιλιανών– προκάλεσαν την αύξηση της εγκληματικότητας και της βίας σε επίπεδα πρωτόγνωρα για τα τοπικά δεδομένα.

Η ασφάλεια, η μετανάστευση και το κόστος ζωής έχουν πλέον καταστεί ζητήματα προτεραιότητας για τους περισσότερους πολίτες. Η δεξιά πολιτική αντιπολίτευση και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εκμεταλλεύτηκαν αυτή την κατάσταση για να επιτεθούν στην κυβέρνηση και, κυρίως, για να αποδομήσουν τη μνήμη της «κοινωνικής εξέγερσης»: δεν θεωρείται πλέον ως μια νόμιμη και γνήσια έκφραση της δυσαρέσκειας των πολιτών, αλλά ως εγκληματικά έκτροπα.

Η κυβέρνηση του Μπόριτς, που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει εσωτερικά προβλήματα στο υπουργικό του συμβούλιο, πασχίζει να προσαρμοστεί σε αυτές τις νέες συνθήκες. Ο Μπόριτς υποστήριξε νόμους που δίνουν στην αστυνομία νέες εξουσίες, παρά το κλίμα που επικρατεί στην Αριστερά –ιδιαίτερα μετά την αστυνομική βία κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων του 2019– η οποία ζητούσε μια εκ βάθρων μεταρρύθμιση των Carabineros, του κύριου αστυνομικού θεσμού της Χιλής. Μένει να δούμε πόσο αποτελεσματική θα είναι η προσπάθειά του να προσαρμοστεί και τι κόστος θα έχει όσον αφορά την εμπιστοσύνη της δικής του πολιτικής βάσης.

Το βέβαιο είναι ότι καμία από τις πολιτικές του Μπόριτς δεν έχει αποδώσει καρπούς γεινικά στο χιλιανό εκλογικό σώμα∙ η ακροδεξιά συνεχίζει να επωφελείται πολιτικά από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι χιλιανοί πολίτες. Στην πραγματικότητα, ο Καστ και οι Ρεπουμπλικάνοι του έχουν καταφέρει να μετατρέψουν την κοινωνική υποβάθμιση σε εκατομμύρια ψήφους, με τη γενναιόδωρη χρηματοδότηση των πιο αντιδραστικών τμημάτων του χιλιανού κεφαλαίου

Το συνταγματικό αδιέξοδο

Το συνταγματικό εγχείρημα κόλλησε για λόγους που υπερβαίνουν τις οικονομικές και κοινωνικές συγκυρίες. Μέχρι σήμερα, η Χιλιανή Αριστερά έχει αναφερθεί ελάχιστα σε ένα ιδιαίτερο ζήτημα: τα ιδεολογικά προβλήματα που επιβάρυναν τις προτάσεις της Συνέλευσης. Στο επίκεντρο αυτών των προτάσεων ήταν η ιδέα ενός «κοινωνικού κράτους» και [κράτους] «κοινωνικών δικαιωμάτων», συμπεριλαμβανομένων διατάξεων που να εγγυώνται την ισότητα των φύλων, το δικαίωμα σε ένα περιβάλλον χωρίς ρύπανση και μέτρα για την αναγνώριση, την αποκατάσταση και την αυτονομία των ιθαγενών πληθυσμών.

Όλα αυτά είναι εύλογα λάβαρα της χιλιανής Αριστεράς. Το να τα απορρίπτει κανείς ως καπρίτσια «ταυτοτικών πολιτικών» σημαίνει ότι δεν συμβαδίζει με τις αλλαγές που έχει υποστεί η χιλιανή Αριστερά τις τελευταίες δεκαετίες. Ωστόσο, πολλές από τις συζητήσεις στη Συντακτική Συνέλευση περιστράφηκαν γύρω από απλουστευτικές ερμηνείες της χιλιανής ιστορίας που δεν βοήθησαν και πολύ για να κερδίσουν τον γενικό πληθυσμό: το Κράτος και η Δημοκρατία, υποστήριξαν κάποιοι, είναι καταπιεστικές δομές που δημιουργήθηκαν από τις κυρίαρχες τάξεις και έχουν εγλωβίσει τις προγονικές ιθαγενικές ταυτότητες (που τώρα φαίνεται να είναι ελεύθερες να αναδυθούν σε όλη τους την καθαρότητα). Το έθνος, συνέχισαν, θα πρέπει να αποκτήσει «πλουραλιστικό» χαρακτήρα με μια σειρά από κοινότητες (ή «λαούς») που έχουν τις ρίζες τους σε «εδάφη», δημιουργώντας την εντύπωση ότι θέτουν έτσι υπό αμφισβήτηση τη συστατική ενότητα της ίδιας της χώρας.

Αυτή η πλουραλιστική έννοια του κράτους και του έθνους έδωσε το έναυσμα για μια σειρά προτάσεων που άφησαν πικρή γεύση στο στόμα πολλών Χιλιανών: το αίτημα για ξεχωριστά τοπικά συστήματα δικαιοσύνης για τους ιθαγενείς λαούς ή την αντικατάσταση της Γερουσίας (μιας από τις παλαιότερες στον σύγχρονο κόσμο) με ένα σώμα περιφερειακής εκπροσώπησης.

Τα μέσα ενημέρωσης εστίασαν σε αυτές τις αμφιλεγόμενες πτυχές και ενίσχυσαν την προβολή μιας σειράς σκανδάλων γύρω από τη Συνέλευση με σαφή στόχο την απαξίωσή της και τη μεγιστοποίηση της ψήφου «απόρριψης» στο δημοψήφισμα εξόδου. Όμως το μέγεθος της ήττας βρίσκεται αλλού.

Πολλά μέλη της Συντακτικής Συνέλευσης συνέχισαν να συμπεριφέρονται σαν η χώρα να ζούσε σε μια διαρκή κατάσταση κοινωνικής αναταραχής. Πράγματι, ο ηχηρός αριθμός ψήφων που έλαβε στο δημοψήφισμα του 2020 είχε πείσει πολλούς ότι η έγκριση ήταν σχεδόν εγγυημένη και ότι το πραγματικό περιεχόμενο του συντάγματος ήταν σχεδόν δευτερεύον. Και ήταν αυτή η αισιοδοξία που αποθάρρυνε μια ευρύτερη συζήτηση για το πώς ένα σύνταγμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα νέο χιλιανό κράτος και μια νέα κοινωνία σύμφωνα με τις προσδοκίες του λαού και των εργαζόμενων τάξεων.

Το Κράτος, η Δημοκρατία της Χιλής, το έθνος και η δημοκρατία είναι χώροι αγώνα αρκετά γνωστοί για τη χιλιανή Αριστερά. Εξάλλου, ο «χιλιανός δρόμος προς το σοσιαλισμό» του Σαλβαδόρ Αλιέντε οικοδομήθηκε πάνω στην ιδέα ότι η δημοκρατία ήταν μια κατάκτηση των εργαζομένων, το έθνος μια κοινότητα μεταξύ ίσων και το Κράτος ένας θεσμικός μηχανισμός που θα μπορούσε να κατακτηθεί με την αλλαγή των ταξικών αντιλήψεών του υπέρ του σοσιαλισμού. Η παλιά Αριστερά ασχολούνταν πρώτα και κύρια με τις υλικές συνθήκες ύπαρξης και τις δομικές ανισότητες του εξαρτημένου καπιταλισμού.

Όχι ότι οι ανησυχίες αυτές εξαφανίστηκαν κατά τις συνταγματικές συζητήσεις. Όμως, οι απλουστευτικές και κάποιες φορές αβάσιμες επικρίσεις της ρεπουμπλικανικής ισονομίας, που είναι τόσο αγαπητές σε τόσα πολλά κοινωνικά κινήματα, έπαιξαν υπερβολικό ρόλο στις συζητήσεις για το κράτος. Χωρίς να χρειάζεται να απαρνηθεί τους φεμινιστικούς, τους ιθαγενικούς ή τους οικολογικούς αγώνες, η χιλιανή Αριστερά πρέπει να επανεξετάσει αυτά τα ζητήματα ως μέρος ενός συνολικού σχεδίου κοινωνικής αλλαγής που φιλοδοξεί να καταλάβει την εξουσία και να οικοδομήσει δεσμούς με τους λαϊκά και εργαζόμενα στρώματα.

Οι συνήθεις εξηγήσεις που δίνουν οι προοδευτικοί τομείς για την ήττα τους (ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης, η έλλειψη κατανόησης εκ μέρους του λαού) μαρτυρούν έναν ανησυχητικό πατερναλισμό της μεσαίας τάξης προς τον λαό της Χιλής, ο οποίος, σύμφωνα με αυτούς, δεν είναι αρκετά εχέφρων για να καταλάβει τι είναι καλό για αυτόν. Επιπλέον, αυτή η αντίληψη εμποδίζει τον πολιτικό προβληματισμό και την κριτική που είναι τόσο αναγκαία για να βγούμε από το σημερινό πολιτικό τέλμα.

Πενήντα χρόνια μετά

Η συντακτική διαδικασία θα ολοκληρωθεί μέσα στο 2023 ως προϊόν της ήττας της Αριστεράς και της απότομης συντηρητικής στροφής της χιλιανής πολιτικής και κοινής γνώμης. Πρόκειται για μια διαδικασία περιορισμένης εμβέλειας που ελέγχεται πολύ προσεκτικά από τα κόμματα του κατεστημένου. Ενώ αναμένεται να αναλάβει τα ηνία το Συνταγματικό Συμβούλιο, στο οποίο κυριαρχεί η ακροδεξιά, μια «Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων» που έχει διοριστεί από το Κογκρέσο διαμορφώνει το περιεχόμενο του Συντάγματος σε απόσταση ασφαλείας από τη βούληση του λαού.

Προς το παρόν, η Αριστερά πρέπει να δράσει ως πραγματική δύναμη αντίστασης στη συντηρητική επίθεση και να αποφύγει οποιαδήποτε ριζοσπαστικοποίηση του νεοφιλελεύθερου χιλιανού κράτους που ήδη μετράει 30 χρόνια ζωής. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ακόμη και την οργάνωση μιας εκστρατείας απόρριψης για να αποτραπεί η έγκριση ενός Συντάγματος που υποστηρίζεται από τη Δεξιά. Ακόμα πιο σημαντικό, για να ανακάμψει από αυτά τα σκληρά εκλογικά πλήγματα, η Αριστερά πρέπει να ξεκινήσει μια διαδικασία ενδοσκόπησης σχετικά με τις ιδεολογικές της αδυναμίες, αντλώντας από την πλούσια ιστορία της.

Το 2023, στην 50ή επέτειο του πραξικοπήματος που έβαλε βίαια τέρμα στη δημοκρατική-σοσιαλιστική κυβέρνηση του Αλιέντε και της Λαϊκής Ενότητας, η Αριστερά καλά θα κάνει να θυμηθεί την υπομονή και το μακροπρόθεσμο όραμα που επέδειξε αυτός ο πολιτικός και κοινωνικός σχηματισμός, που οικοδομήθηκε εν μέσω προόδων και οπισθοδρομήσεων επί πολλές δεκαετίες. Οι εξισωτικές διαρθρωτικές αλλαγές δεν θα επιτευχθούν από μια ευτυχή συγκυρία ή από μια πεφωτισμένη πρωτοπορία νομοθετών. Θα είναι προϊόν της αργής συσσώρευσης δυνάμεων και της οικοδόμησης μιας ανθεκτικής ηγεμονίας που θα έχει τις ρίζες της στις επιδιώξεις, τις προσδοκίες και τα συμφέροντα των εργαζόμενων πλειοψηφιών της Χιλής.

 

*Marcelo Casals: Διδάκτωρ Λατινοαμερικανικής Ιστορίας από το Πανεπιστήμιο του Wisconsin-Madison και αναπληρωτής καθηγητής στο Universidad Finis Terrae (Χιλή). Το τελευταίο του βιβλίο είναι Contrarrevolución, colaboracionismo y protesta: la clase media chilena y la dictadura militar (FCE, 2023) (Αντεπανάσταση, δωσιλογισμός και διαμαρτυρία: η μεσαία τάξη της Χιλής και η στρατιωτική δικτατορία)

 

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…