Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής τάξης και των ΛΟΑΤΚΙ στη Γαλλία, μας τον έμαθαν στην Ελλάδα οι εκδόσεις Αντίποδες (Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπλεγκέλ, Ιστορία της βίας, Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, Διάλογος για την τέχνη και την πολιτική). Ενόψει του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία, ο Λουί ανέβασε στην σελίδα του στο facebook ένα σημείωμα όπου εξηγεί γιατί, παρά την απέχθειά του για τον μακρονισμό, θα ψηφίσει Μακρόν, προκειμένου να εμποδίσει την άνοδο των φασιστών στην εξουσία.

Δεν έχω να πω πολλά παραπάνω για τις εκλογές της Κυριακής, μου φαίνεται ότι έχουν ειπωθεί όλα. Την Κυριακή θα πάω να ψηφίσω ενάντια στον φασισμό, δηλαδή θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά, κάποιον που πέρασε πέντε χρόνια ακρωτηριάζοντας διαδηλωτές, εξαφανίζοντας κρεβάτια νοσοκομείων εν μέσω πανδημίας σε όλο τον κόσμο, καταστρέφοντας συστήματα βοήθειας και αλληλεγγύης.

Σε αυτά τα πέντε χρόνια ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που φοβόμουν να πάω να διαδηλώσω. Μιλάω για έναν πραγματικό, σωματικό φόβο πριν από τις διαδηλώσεις, ένα συναίσθημα που δεν γνώριζα τόσο καλά ποτέ πριν από τον μακρονισμό, έναν φόβο ότι θα χάσω κανένα μάτι, θα σκίσω κανένα χέρι, φόβο ότι θα τραυματιστώ στο κεφάλι – έναν φόβο που, το ξέρουμε, άλλοι, όπως οι κάτοικοι των λαϊκών συνοικιών, τον γνώριζαν ήδη.

Πολιτικά, αυτά τα πέντε χρόνια ήταν άσχημα, εξαντλητικά, κάποιες φορές και απελπιστικά. Όμως, μπροστά στον φασισμό που εκπροσωπεί ο Εθνικός Συναγερμός, νομίζω πως πρέπει να παραμείνουμε απέναντι άνευ όρων. Λίγο ενδιαφέρει ποιος είναι στην άλλη πλευρά, νομίζω πως πρέπει να εμποδίσουμε τον φασισμό να έρθει στην εξουσία εντελώς άνευ όρων – και η εξασθένηση αυτής της απουσίας όρων κάποιες φορές με φόβισε τις τελευταίες μέρες, ακόμα κι αν φυσικά, όπως ήδη είπαν πολλοί, και βλέπω και καταλαβαίνω από πού προέρχεται. Γνωρίζω, όπως το τόνισε πριν από λίγες μέρες ο Ντιντιέ Εριμπόν, ότι την προκάλεσε η βία της πολιτικής του Εμανουέλ Μακρόν, και άρα πως, κατά κάποιον τρόπο, ψηφίζουμε αυτό που δημιούργησε την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, κι αυτό, προκειμένου να καταπολεμήσουμε την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε.

Είμαστε εγκλωβισμένοι.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Εμανουέλ Μακρόν και η κυβέρνησή του, ή μάλλον αυτό που ενσαρκώνουν, επέτρεψαν την άνοδο της Ακροδεξιάς στη Γαλλία.
Γνωρίζουμε ότι είναι η επισφάλεια, η καταστροφή των κοινωνικών βοηθημάτων, η αμφισβήτηση της εργατικής νομοθεσίας, η μόνιμη ταπείνωση της εργατικής και της μεσαίας τάξης, φαινόμενα που ξεκίνησαν με προηγούμενες κυβερνήσεις και επιταχύνθηκαν με την κυβέρνηση Μακρόν, φαινόμενα που προκαλούν πικρία, απόγνωση, θυμό και δυσαρέσκεια, που κάνουν τον φασισμό να δυναμώνει.

Βασικά αύριο διαλέγουμε αν θα ψηφίσουμε την αιτία ή τη συνέπεια του ίδιου ακριβώς φαινομένου. Είναι μια φρικτή λύση. Κι όμως, είναι πιο εύκολο να καταπολεμήσεις μιαν αιτία, παρά να καταπολεμήσεις μια συνέπεια, που, αυτή, κινδυνεύει να παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν η συνέπεια είναι ήδη εδώ, είναι ήδη πάρα πολύ αργά.

Ένας φίλος μού είπε πριν από λίγες μέρες «τόσοι άνθρωποι χάσανε μάτι με τον Μακρόν!»: με τον φασισμό θα χάσουμε και τα δύο μάτια. Μας ζητείται να επιλέξουμε ανάμεσα σε ένα χαστούκι και μια γροθιά. Είναι φρικτό, αλλά στην πολιτική μου φαίνεται ότι κερδίζουμε περισσότερες μάχες ρωτώντας τους εαυτούς μας τι μπορούμε να κάνουμε συγκεκριμένα, παρά εφευρίσκοντας για τον εαυτό μας μια δύναμη που δεν την έχουμε, προκειμένου να αντέξουμε την πραγματικότητα.

Η συγκεκριμένη δύναμη που έχουμε σήμερα είναι να εμποδίσουμε τον φασισμό με μια ψήφο, ακόμα κι αν αυτή η ψήφος μας αηδιάζει και μας καταθλίβει, μετά να κινητοποιηθούμε από το βράδυ του δεύτερου γύρου για να δημιουργήσουμε μια δυνατή Αριστερά, για να προετοιμάσουμε έναν τρίτο γύρο με τις βουλευτικές εκλογές, για να δημιουργήσουμε καινούρια κινήματα αντίστασης, πιο αντιπολιτευτικά και πιο ισχυρά.

Τα πολιτικά κινήματα άμεσης δράσης αυτών των τελευταίων χρόνων, όπως το Utopia 56, που μοιράζει σκηνές σε μετανάστες, ή το Animal Liberation, που ελευθερώνει ζώα από σφαγεία, μου φαίνονται κινήματα που ξεπέρασαν την αντίθεση ανάμεσα στον συγκεκριμένο ρεαλισμό και τα επαναστατικά οράματα: οι ομάδες αυτές δρουν αμέσως, τώρα, στο μέτρο που τους είναι δυνατό να το κάνουν, για να παραγάγουν συγκεκριμένα και άμεσα αποτελέσματα, κι αυτό με σκοπό να δημιουργήσουν νέες νοοτροπίες, νέους ορίζοντες, νέες υποκειμενικότητες, που, ελπίζουμε, στο μέλλον θα δημιουργήσουν επαναστατικές επιπτώσεις. Μπορούμε, ίσως, να εμπνευστούμε από αυτή την ιδέα για να πούμε στους εαυτούς μας ότι μια μικρή στρατηγική ψήφος την Κυριακή δεν βρίσκεται σε αντίθεση με μια ριζοσπαστική προσέγγιση μεσοπρόθεσμη και πιο μακροπρόθεσμη (λέω απλά να εμπνευστούμε, καθώς εδώ δεν μιλάω στο όνομα αυτών των κινημάτων και φαντάζομαι ότι πολλοί δεν θα συμφωνούσαν με αυτό που λέω).

Θυμάμαι ότι, το 2002, όταν το Εθνικό Μέτωπο μπήκε στο δεύτερο γύρο, έκλαψα. Ήμουν 10 χρονών και η δασκάλα στο σχολείο μας είχε πει ότι η κοινωνία του Εθνικού Μετώπου θα ήταν μια κοινωνία χωρίς δυνατότητα διαμαρτυρίας, χωρίς πολιτισμό, χωρίς τίποτα. Είχα πιστέψει αυτό που μας είχε πει –και είχα δίκιο να το πιστεύω— και είχα πανικοβληθεί, δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω – ακόμα και οι υποψήφιοι του τηλε-ριάλιτι που βλέπαμε στο σπίτι έκλαιγαν, ο φόβος ήταν πραγματικά μεγάλος.

Όταν ο Εθνικός Συναγερμός μπήκε στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, πριν από μερικές μέρες, δεν έκλαψα, δεν είδα κανέναν στην τηλεόραση να κλαίει. Πού πήγαν τα δάκρυά μας; Η άκρα Δεξιά είναι σύστημα που δεν λειτουργεί μόνο με μια ιδεολογία,, αλλά και με έναν μηχανισμό που εκτείνεται πέρα από την ιδεολογία της και που έγκειται στο να κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι είναι όλο και λιγότερο απίθανη – αφού όλα είναι λιγότερο απίθανα, στο είναι και στο λόγο της, και ότι η ίδια μπορεί να πείσει για το αντίθετο μόνο με μόνιμο έργο. Αύριο θα πάω να ψηφίσω για να αντισταθώ στο έργο αυτό που πάει να ολοκληρωθεί – καθώς μέσα μου, όπως πολλοί άλλοι, πήρα αυτό που συνέβη στις 10 Απριλίου ως δεδομένο σχεδόν αυτονόητο, κανονικό.

Πολύ συχνά, όταν η βία πέφτει πάνω μας, μας ωθεί να παρατείνουμε τη βία, ασύνειδα, σαν ένα είδος ηλεκτρικού ρεύματος. Είναι αυτό που ο Πιερ Μπουρντιέ ονόμαζε αρχή της διαιώνισης της βίας: κάποιος που έχει υποστεί καταπίεση, έχει ισχυρές στατιστικές πιθανότητες να αναπαραγάγει τη βία σε άλλους ή σε άλλα επίπεδα, σε άλλες περιστάσεις.

Είναι η κυβέρνηση του Εμανουέλ Μακρόν, και νωρίτερα αυτές των Σαρκοζί και Ολάντ, που επέτρεψαν αυτά τα τελευταία χρόνια στον Εθνικό Συναγερμό να εγκατασταθεί [στην πολιτική ζωή] με εξίσου διαρκή τρόπο. Θα πάω να ψηφίσω, ακόμα κι αν, στο πλαίσιο αυτό, αυτή η χειρονομία είναι επώδυνη, προκειμένου να μην παρατείνω άθελά μου την κανονικοποίηση της άκρας Δεξιάς και άρα, βασικά για να μη γίνω με το σώμα μου ένα μέσο υλοποίησης της σύγχρονης πολιτικής λογικής της ανόδου της βίας. Παραδόξως, θα πάω να ψηφίσω ενάντια στη φασίστρια υποψήφιο και στο όνομα του αγώνα ενάντια στον μακρονισμό και σε αυτό που δημιουργεί.

Και θα κάνω την κίνηση αυτή ως μια μικρή, συγκεκριμένη στρατηγική, για να συγκεντρωθώ μετά στη πραγματική πολιτική, την Αριστερά, τον αγώνα, τα κοινωνικά κινήματα, την καλλιτεχνική δημιουργία.

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…