Πηγή: Parallaxi

Τα καντινέλια είναι ένα είδος γερακιού στις Κυκλάδες, που ζευγαρώνει την ώρα που στρέφεται στον αέρα – για να μη σταματήσει να πετάει. Στις 9.30 το βράδυ της Παρασκευής, όταν βγήκαν στη σκηνή οι Kadinelia, ο κόσμος έφτανε ως εκεί που μπορούσες να δεις – κι όσο προχωρούσε η βραδιά, όταν πια στη σκηνή βγήκε ο «κοινοτάρχης» και η παρέα του (ο Μυστακίδης, ο Λίταινας, ο Πιστιόλης), ο κόσμος είχε ξεχάσει για λίγο τη φοβέρα αυτών των μηνών: είχε άρχισε να πεταρίζει.

Γι’ αυτό είχε ετοιμαστεί η γιορτή, γι’ αυτό είχαν έρθει στην πανεπιστημιούπολη ο Θανάσης και η παρέα. Και γι’ αυτό, από το μεσημέρι της Παρασκευής, στην πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ, στο φόντο των συλλήψεων, ετοιμαζόταν μια γιορτή, από αυτές που δεν χρειάζεται να πληρώσεις για να μπεις: μεγάλη εξέδρα, βαριά ηχητικά, φώτα, μπαρ για χιλιάδες ανθρώπους, φροντίδα για την καθαριότητα, αφίσες. Υποδειγματική διοργάνωση. Ήδη από την ώρα της προετοιμασίας, οι ειδικοί της βίας με τις πράσινες στολές περικύκλωναν, κάπως βαριεστημένα, το κυλικείο δίπλα στο κτίριο διοίκησης. Αλλά στις 9.30 κανείς δεν νοιαζόταν γι’ αυτούς, και λίγο μετά τις 12 σκεφτόμουν ότι η πανεπιστημιούπολη φροντισμένη, φωτισμένη, την ώρα της γιορτής, είναι στ’ αλήθεια όμορφη το βράδυ: δεν την θυμόμουν έτσι.

Προσπάθησα να βρεθώ μπροστά από τη σκηνή, αλλά ήταν αδύνατο. Από την πίσω μεριά μπορούσες να βλέπεις λίγο καλύτερα, αλλά μου φαινόταν παράταιρο, και γύρισα να βρω την παρέα. Κάποια στιγμή έφυγαν από δίπλα δύο ανήσυχοι, κι άρχισαν να τρέχουν προς την πλευρά της Θετικών Επιστημών. Λίγα λεπτά μετά, οι ένστολοι μπάχαλοι άρχισαν να πετούν κρότου-λάμψης και δακρυγόνα, ενώ «επεισόδια» δεν μπορούσες να δεις πουθενά. Προσπαθήσαμε να μείνουμε στο σημείο όπου βρισκόμασταν: αφενός για να μην κινδυνέψουμε να ποδοπατηθούμε, αφετέρου γιατί οι διοργανωτές είχαν ετοιμάσει μια γιορτή, και τίποτα δεν δικαιολογούσε τη διάλυσή της – ο μόνος που θα μπορούσε να την επιδιώκει, γιατί η γιορτή τον έκρυβε και τον έπνιγε, ήταν η αστυνομία. Σταθήκαμε. Κι εκείνη την ώρα ο Γιάννης Λίταινας άρχισε να τραγουδάει την ιστορία του καβαλάρη που ένα φίδι του δάγκωσε το άλογο πούχε μες την καρδιά του – ώσπου ένας βιολιτζής του το ξαναζωντάνεψε με τον τρόπο του. Εκεί που το τραγούδι λέει «Σύντροφε πού ξανοίγεσαι, πού χάνεσαι και φεύγεις; Ας δώσουμε όρκο, με καιρούς να σε βρω ή να με βρεις», εκεί πολλοί φωνάξαμε λίγο δυνατότερα, και σκεφτήκαμε ότι πρέπει να μείνουμε. Αυξάνοντας τη δόση του χημικού, οι ένστολοι μπάχαλοι το έκαναν αδύνατο. Το επόμενο ήταν να φύγουμε προσεκτικά, να μη χτυπήσει κανείς, να μην ποδοπατηθεί. Να χτυπήσει κάποιος ή να έχουμε νεκρό, ήταν το πιο εύκολο πράγμα: κάπου δίπλα ήταν ένα κορίτσι σε αναπηρικό αμαξίδιο, παραπέρα ένα μωρό σε καρότσι, πιο κεί άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που θα μπορούσαν να μείνουν στον τόπο από την ένταση, ανάμεσά μας νέα παιδιά που δεν είχαν ξαναμυρίσει δακρυγόνο, κάποιοι γράψαν για κρίσεις πανικού.

Στην Εθνικής Αμύνης, στο ύψος της Φιλοσοφικής, ήταν αδύνατο να δεις μπροστά σου για ώρα. Βρεθήκαμε στην Καμάρα με χιλιάδες ανθρώπους που έβριζαν τους μπάτσους, και δεν ήταν μόνο πιτσιρικάδες. Μια δασκάλα μας έλεγε ότι δεν μπορεί να ξαναγυρίσει τη Δευτέρα στη δουλειά μετά απ’ αυτό. Σκεφτήκαμε να ξαναγυρίσουμε στο χώρο της συναυλίας – γιατί ο Θανάσης και η παρέα ξαναβγήκαν, χωρίς ηχολήπτες. Επικράτησε η επιλογή της Καμάρας, γιατί αυτό που είχε γίνει δεν μπορούσε να κλειστεί στην πανεπιστημιούπολη, δεν γινόταν να κρυφτεί, έπρεπε να το μάθει ο κόσμος. Έπρεπε να ξαναναπνεύσουμε, να φροντίσουμε τους δικούς μας, να τηλεφωνήσουμε για να δούμε ότι είναι καλά.

Λίγες ώρες πριν ξεκινήσει η συναυλία, κάποιοι έγραψαν στο φέισμπουκ ότι θα ήταν «ιστορική». Διαβάζοντάς το, σκέφτηκα ότι η κυβέρνηση το καταλάβαινε και γι’ αυτό ήταν πιθανό ότι θα προσπαθούσε να τη διαλύσει. Επειδή πρέπει να παίρνουμε στα σοβαρά όσα λέμε, και τις λογικές συνέπειες που προκύπτουν από αυτά –αλλιώς ας μη λέμε τίποτα–, επειδή λέμε συχνά ότι ο Μητσοτάκης μοιάζει πια όλο και περισσότερο στον Ερντογάν, το μυαλό μου πάει όλο και πιο συχνά στο πώς διέλυσαν, το εκεί καθεστώς και οι παρακρατικοί του, τις γιορτές της αντιπολίτευσης, για να φοβάται ο κόσμος όταν μαζεύεται κόσμος. Να τρομάζει στη γιορτή – να μην πετάει, σαν τα καντινέλια.

Χτες το βράδυ στην πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ δεν έγινε τίποτα που να δικαιολογεί επίθεση της αστυνομίας, απ’ την οποία υπήρξε σοβαρός κίνδυνος να υπάρχει νεκρός. Το ρίσκο που πήραν οι μπάτσοι μας μεταφέρει σε ένα εκκρεμές, ανάμεσα στο ’67 και τον Δεκέμβρη του 2008. Όσες κι αν είναι οι αδυναμίες μας, όσο προσεκτικά κι αν πρέπει να μετράμε τα λόγια μας, να μη λέμε παραπάνω απ’ όσα χρειάζεται ή μπορούμε, η ζωή δεν μπορεί να είναι ίδια μετά το χτεσινό.

Η αφίσα της συναυλίας, που πρέπει να την κρατήσουμε.

 

 

 

1 σχόλιο

Comments are closed.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…