Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι απλώς η αντιλαϊκότερη και αυταρχικότερη κυβέρνηση μετά τη δικτατορία. Αποτελεί καθαυτή το πλέον επιθετικό κεφάλαιο στην οικονομικο-πολιτική εξουσία. Προφανώς, όλα τα αστικά κόμματα εκπροσωπούν τα καπιταλιστικά και ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, αλλά διαμεσολαβημένα και με διαφορετικές ταχύτητες και εμφάσεις. Όμως, τούτη η κυβέρνηση είναι η διευθύντρια του μετασχηματισμού της αστικής δημοκρατίας που γνωρίζουμε σε νεοφιλελεύθερο ολοκληρωτισμό. Εξ αυτού, εκτός από την καταστροφή στοιχειωδών κοινωνικών κατακτήσεων και προνοιακών υποδομών ή την ιδιωτικοποίηση της γης, του νερού και του αέρα, απογειώνει τη διαφθορά, τις υποκλοπές, τη χειραγώγηση των ΜΜΕ και την εργοδοτική τρομοκρατία, εξαλείφει απροκάλυπτα και τα τελευταία ίχνη «κράτους δικαίου», κλιμακώνει τον αιματηρό πόλεμο κατά των οικονομικών και πολιτικών προσφύγων στα χερσαία και τα θαλάσσια σύνορα της χώρας.
Σε ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό πεδίο συνιστά μια ακροδεξιά κυβέρνηση, η παραμονή της οποίας στην εξουσία θα σημάνει την ολοκλήρωση της καταστροφής που έχει ξεκινήσει με αρπακτικότητα πτωματοφάγου όρνεου από το 2019.
Τούτων δοθέντων, η απαλλαγή της κοινωνίας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη οφείλει να είναι πρώτιστος στόχος της Αριστεράς. Αφορά την επιβίωση και την αξιοπρέπεια εκατομμυρίων «κανονικών» ανθρώπων. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Με ένα μείγμα καιροσκοπισμού και «τριτοπεριοδισμού», το μεν ΚΚΕ εξομοιώνει τη ΝΔ με τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή επιθυμεί διακαώς μια αυτοδύναμη κυβέρνηση της πρώτης για να «έχει την ησυχία του», ενώ ένα σημαντικό τμήμα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς περιορίζεται στην, αυτοκαταστροφική πλέον, γενικόλογη αντικαπιταλιστική καταγγελιολογία.
Βεβαίως, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει την ήττα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά, κατά τη γνώμη μου, με λίγες ελπίδες, κυρίως με δική του ευθύνη. Τη «μνημονιακή» διακυβέρνησή του διαδέχθηκε η ψοφοδεής αντιπολίτευσή του, έχει χάσει το όποιο ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημά του ενώ το επιτελείο Τσίπρα, με μια αφόρητη μετάλλαξη, σαν να μην έχει σχέση με την πραγματικότητα, αναζητώντας το ανύπαρκτο Κέντρο αδυνατεί να συνδεθεί με τον αυθεντικό αντισυστημικό ριζοσπαστισμό, ιδίως το νεανικό, που έλαμψε στις μεγαλειώδεις διαδηλώσεις για το Έγκλημα των Τεμπών.
Ήδη από το 2020 κάποιες-οι σκεφτόμασταν ότι ο μόνος τρόπος για να φύγει η κυβέρνηση Μητσοτάκη από τα αριστερά ήταν το ενιαίο μέτωπο με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, το ΜΕΡΑ και την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, τόσο στο δρόμο, όπως έγινε στο Πολυτεχνείο του 2020, με κοινούς αγώνες κατά της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας, όσο και με ένα μίνιμουμ κυβερνητικό πρόγραμμα κοινωνικής σωτηρίας. Προφανώς, είχαμε επίγνωση του μη ρεαλιστικού χαρακτήρα της εν λόγω ιδέας, ωστόσο θεωρούσαμε ότι η υιοθέτησή της ακόμα και από ένα μικρό τμήμα του κινήματος θα μπορούσε να εντείνει τις πιέσεις στην ευρύτερη Αριστερά και, κυρίως, να ευνοήσει τους αγώνες της περιόδου.
Δυστυχώς, ούτε αυτό έγινε κατορθωτό, οπότε όχι μόνο δεν υπάρχει περίπτωση να πέσει η κυβέρνηση «από τα κάτω και τα αριστερά», αλλά υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να μη φύγει καν. Τίθεται, λοιπόν, αμείλικτα το ζήτημα της ψήφου, και μάλιστα άβολα καθώς δεν αναγνωρίζουμε τον κορμό των ιδεών και των επιδιώξεών μας σε κανέναν από τους σχηματισμούς που τη διεκδικούν.
Κλείνω με τρία συμπεράσματα:
Πρώτον, προτιμώ ως πολιτικό αντίπαλο μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ. Οπωσδήποτε θα σημάνει κάποια ύφεση στη νεοφιλελεύθερη επίθεση και την καταστολή. Επίσης, ο κόσμος του είναι πιο ευαίσθητος σε κινηματικές πιέσεις και μετατοπίσεις. Και βεβαίως, προτιμώ την αγωνιστική διεκδίκηση της υλοποίησης των δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ (π.χ., μισθολογικές αυξήσεις, συλλογικές συμβάσεις, επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ και των πέντε ιδιωτικοποιημένων Μουσείων, κατάργηση της πανεπιστημιακής αστυνομίας κ.λπ.) από την απεγνωσμένη άμυνα στις αλλεπάλληλες επιθέσεις μιας νέας κυβέρνησης Μητσοτάκη ή κάτι ανάλογου.
Δεύτερον, προκρίνω την υπερψήφιση του ΜΕΡΑ 25 – Συμμαχία για τη Ρήξη, παρά τις ριζικές φυσιογνωμικές και πολιτικο-οργανωτικές διαφορές μας, ως τη μόνη διακριτή αριστερή κοινοβουλευτική αντιπολίτευση.
Τρίτον, θεωρώ μείζονος σημασίας αμέσως μετά τις εκλογές την ανάληψη μιας μόνιμης πρωτοβουλίας για το συντονισμό των αγώνων και την κοινή ιδεολογικο-πολιτική αναζήτηση όσων συλλογικοτήτων και αγωνιστών-ριών διατίθενται ειλικρινά να αναμετρηθούμε με τα ποικίλα τέλματα και τον εντεινόμενο ζόφο.
Νίκος Γιαννόπουλος