Του Benjamin Fogel*
Πηγή jacobin.com ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ, Τεύχος 48 Χειμώνας 2023
Ο διεθνισμός παραμένει ως μια κραυγή συσπείρωσης, αλλά τι θα σήμαινε να υπερβούμε τα συνθήματα;
Γεννημένος στην Αίγυπτο σε μια εβραϊκή οικογένεια από το Ανατολικό Λονδίνο, με τα παιδικά του χρόνια μεταξύ Βερολίνου και Βιέννης, η ζωή του Έρικ Χόμπσμπαουμ (Eric Hobsbawm) ορίστηκε από τον διεθνισμό.
Εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα το 1931 σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και γνώρισε από πρώτο χέρι την άνοδο του ναζισμού, που οδήγησε την οικογένειά του να εγκατασταθεί στην Αγγλία, όπου θα περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Με μια ενηλικίωση που διαψεύδεται από τις μανίες του μεσοπολεμικού εθνικισμού, δεν ήταν ίσως έκπληξη το γεγονός ότι θα γινόταν ένας από τους κορυφαίους θεωρητικούς του.
Για τον Χόμπσμπαουμ, ο εθνικισμός που αναδύθηκε με την έλευση της μαζικής πολιτικής και του εκδημοκρατισμού στην Ευρώπη ήταν, εν μέρει, μια απάντηση στην άνοδο της εργατικής τάξης. Μέσα στις διαταραχές και τις αβεβαιότητες που προκάλεσε η καπιταλιστική ανάπτυξη, ο εθνικισμός αναπτύχθηκε ως πολιτικό πρόταγμα των μεσαίων τάξεων.
Ήταν, σύμφωνα με τον Χόμπσμπαουμ, μια πολιτική που βασιζόταν στην προθυμία των ανθρώπων να ταυτιστούν συναισθηματικά με το «έθνος» τους και να κινητοποιηθούν πολιτικά ως τέτοιο. Ο εθνικισμός δεν ήταν ένα οργανικό, προ υπάρχον συναίσθημα που διογκώθηκε από τις μάζες – δημιουργήθηκε μέσω του εκσυγχρονισμού και των τεχνολογιών του, όπως ο σιδηρόδρομος και το τυπογραφείο. Η επέκταση της δημόσιας εκπαίδευσης και η αύξηση του αλφαβητισμού κατέστησαν δυνατή τη διάδοση και την απόκτηση ισχύος των διαφόρων επινοημένων παραδόσεων του εθνικισμού.
Ο Χόμπσμπαουμ παρατήρησε με αηδία ότι οι ιστορικοί είναι για τον εθνικισμό ό,τι οι καλλιεργητές παπαρούνας για τους εθισμένους στην ηρωίνη: «Προμηθεύουμε την απαραίτητη πρώτη ύλη για την αγορά». Η παρακμή της δύναμης της οργανωμένης θρησκείας σήμαινε ότι η άρχουσα τάξη δεν μπορούσε πλέον να βασίζεται στην ήπια υποταγή των κατώτερων τάξεων στον κλήρο. Ωστόσο, ως μια μορφή πολιτικής θρησκείας, ο εθνικισμός ήταν ικανός να παρακινήσει την ίδια φρενίτιδα και πάθη που είχαν προκαλέσει προηγουμένως οι εκκλησίες.
Σοσιαλιστές όπως ο Χόμπσμπαουμ ήλπιζαν στην υπέρβαση του έθνους-κράτους, αλλά αυτές τις μέρες, καθώς γίνεται πιο δύσκολο να οραματιστούμε μια εναλλακτική στον καπιταλισμό, η πρόκληση τού να φανταστείς έναν κόσμο πέρα από τον εθνικισμό φαίνεται σχεδόν τρομακτική. Ακόμη και όταν οι δυνάμεις που οδήγησαν αρχικά στον εθνικισμό -εκβιομηχάνιση, εκδημοκρατισμός, μαζική πολιτική και άνοδος του προλεταριάτου- έχουν υποχωρήσει, η επιρροή του παραμένει τόσο δυνατή όσο ποτέ. Την τελευταία δεκαετία παρατηρήθηκε πτώση του βιοτικού επιπέδου στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, ενώ η όψιμες εκβιομηχανοποιημένες χώρες που ήλπιζαν να καλύψουν τη διαφορά, όπως η Νότια Αφρική και η Βραζιλία, έχουν εκφυλιστεί από βιομηχανικές μονάδες παραγωγής ισχύος σε εξαγωγείς πρώτων υλών. Σε αυτές τις χώρες, ο εθνικισμός έχει λάβει ανησυχητικές νέες μορφές που καθοδηγούνται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και χαρισματικές ηγεσίες στη θέση των μαζικών κομμάτων. Σε μια εποχή οικονομικής και οικολογικής καταστροφής, χωρίς αξιόπιστο όραμα που θα έδινε ώθηση στους πάντες, φαίνεται πιο ρεαλιστικό να βασίζεις την πολιτική σου γύρω από μια ταυτότητα —εθνοτική, φυλετική ή εθνική— και να επιδιώκεις να διατηρήσεις την πρόσβαση της ομάδας σου σε μια δεξαμενή πόρων που φθίνουν. Καθώς η πίτα συρρικνώνεται, κρατάς τη θέση σου αποκλείοντας τους άλλους.
Διεθνισμός
Η ιδέα του διεθνισμού εμφανίστηκε ταυτόχρονα με τον εθνικισμό, στα πρώτα χρόνια του εργατικού κινήματος. Οι σοσιαλιστές ηγέτες υποστήριξαν ότι οι εργατικές τάξεις του κόσμου είχαν ένα κοινό συμφέρον που θα τις ένωνε απέναντι στις διαιρέσεις του έθνους, της γλώσσας και της φυλής. Αυτό το όραμα ήταν που στήριξε τη συγκρότηση της Πρώτης και στη συνέχεια της Δεύτερης Διεθνούς. Μετά το 1914, τα όνειρα για διεθνή προλεταριακή ενότητα ξεθώριασαν στη λάσπη του Σομμ και του Βερντέν. Ωστόσο, τα γεγονότα στη Ρωσία πρόσφεραν νέα ελπίδα για όσους αναζητούσαν έναν καλύτερο κόσμο πέρα από το έθνος-κράτος. Οι Μπολσεβίκοι και οι σύντροφοί τους ήταν διεθνιστές στην πράξη, μιλούσαν άπταιστα πολλές γλώσσες και μπορούσαν να παρέμβουν σε συζητήσεις πολύ πέρα από την εθνική τους καταγωγή. Πολλοί κομμουνιστές αυτής της γενιάς επέλεξαν τη ζωή του επαγγελματία διεθνιστή, με μοναδικό τους σπίτι το επαναστατικό κίνημα, θυσιάζοντας την άνεση και την ασφάλεια για χάρη μιας χειραφετημένης ανθρωπότητας. Ακόμη και όταν αυτά τα όνειρα κατέληξαν σε τραγωδία, το παράδειγμά τους εξακολουθεί να λειτουργεί ως έμπνευση.
Η Ρωσική Επανάσταση οδήγησε στη δημιουργία της Κομμουνιστικής Διεθνούς ή Κομιντέρν, η οποία συγκέντρωσε επαναστάτες από κάθε μέρος του πλανήτη. Αλλά η ηγεσία της Κομιντέρν έδωσε πολύ συχνά προτεραιότητα στο εθνικό συμφέρον της Σοβιετικής Ένωσης έναντι των αγώνων του διεθνούς προλεταριάτου. Τούτου λεχθέντος, η δύναμη και το εύρος αυτού που ήταν ένα παγκόσμιο κίνημα τροφοδότησε ένα διεθνιστικό όραμα, ίσως πιο φανερό στον ρόλο που έπαιξαν οι κομμουνιστές στην αντίσταση στον φασισμό και, αργότερα, στους αγώνες για εθνική απελευθέρωση.
Πράγματι, ο διεθνισμός απέκτησε νέο νόημα με την υποστήριξη των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών σε ηρωικές μάχες ενάντια στην αποικιοκρατία από το Βιετνάμ μέχρι τη Γουινέα-Μπισάου. Ενώ οι ελπίδες της αποαποικιοποίησης μπορεί πολύ συχνά να βυθίστηκαν στις αποθαρρυντικές αποτυχίες του μετα-αποικιακού εθνικισμού, δεν πρέπει να απορρίψουμε τη δύναμη του οράματός του και τις θυσίες που έγιναν σε αυτούς τους αγώνες. Εκτός από την κομμουνιστική και σοσιαλιστική παράδοση, αυτή η εποχή είδε επίσης διάφορες προσπάθειες στο διεθνισμό του Τρίτου Κόσμου, όπως το Κίνημα των Αδεσμεύτων.
Μεταγενέστερες γενιές σοσιαλιστών πρόσφεραν την υποστήριξή τους σε υποθέσεις όπως η Επανάσταση των Σαντινίστας στη Νικαράγουα, και έπαιξαν ζωτικό ρόλο στο παγκόσμιο κίνημα που βοήθησε να γονατίσει το απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, έγινε δύσκολο ακόμη και να φανταστεί κανείς μια βιώσιμη εναλλακτική στον καπιταλισμό, πόσο μάλλον ένα πραγματικό κίνημα που θα μπορούσε να τον καταργήσει. Αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι ο διεθνισμός εξαφανίστηκε.
Γεγονότα όπως η εξέγερση των Ζαπατίστας στην Τσιάπας και η μάχη του Σιάτλ, προκάλεσαν μια νέα μορφή διεθνισμού που γιόρταζε τους διάφορους αγώνες των κοινοτήτων σε όλο τον κόσμο, που αργότερα συγκεκριμενοποιήθηκε στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ. Ωστόσο, αυτό το «κίνημα των κινημάτων» δεν είχε ένα γενικό στρατηγικό όραμα πέρα από την ελπίδα ότι οι διάφοροι αυτόνομοι αγώνες θα παρήγαγαν κάτι οργανικό.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, εκατομμύρια κινητοποιήθηκαν, σε μερικές από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις στην ιστορία, ενάντια στην εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ. Ωστόσο, λόγω έλλειψης πρόσβασης στην κρατική εξουσία και συχνά αποκομμένες από το εργατικό κίνημα, αυτές οι εκφράσεις αλληλεγγύης έτειναν να είναι περισσότερο συμβολικές παρά υλικές. Την ίδια περίοδο, ακόμη και όταν οι φιλελεύθεροι γιόρταζαν την παγκοσμιοποίηση και το ελεύθερο εμπόριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως πρότυπο κοσμοπολίτικου μεταεθνικισμού, ήταν σαφές ότι αυτή η μορφή διεθνικής ολοκλήρωσης έτεινε να επιτείνει τις ανισότητες μεταξύ κρατών και περιφερειών αντί να δημιουργήσει ένα καλύτερο μέλλον για όλoυς. Στη σημερινή εποχή, πολλοί από εκείνους τους φιλελεύθερους που αυτοχαρακτηρίζονται ως επαγγελματίες επικριτές του εθνικισμού γιορτάζουν μια μορφή διεθνισμού που βασίζεται στον αποκλεισμό χιλιάδων που πνίγονται στη Μεσόγειο Θάλασσα επιδιώκοντας μια καλύτερη ζωή. Δεν υπήρξε ευπρόσδεκτη υποδοχή για τους πρόσφυγες που φεύγουν από την καταστροφή των κοινωνιών τους μέσω «ανθρωπιστικών παρεμβάσεων» υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, της εξαναγκασμένης υπακοής σε μια καταστροφική, ιδιοτελή οικονομική ορθοδοξία ή της επιδείνωσης των επιπτώσεων της οικολογικής κρίσης.
O Διεθνισμός Σήμερα
Ο διεθνισμός παραμένει ως ιδανικό, αλλά τι θα σήμαινε να μετατραπεί αυτό σε κάτι συγκεκριμένο;
Σήμερα μπορεί να αποκαλούμε τους εαυτούς μας διεθνιστές, αλλά η πολιτική μας πραγματικότητα εξακολουθεί να καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την επιμονή του έθνους-κράτους. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας επαναστατικής εποχής στην οποία η κατάργησή του θα γίνει βιώσιμη πρόταση. Ενώ οι γιγάντιες χρηματοοικονομικές και κατασκευαστικές εταιρείες ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα, η δική μας πολιτική δραστηριότητα συχνά περιορίζεται στο καθήκον να κερδίσουμε μεταρρυθμίσεις σε εθνικό και όχι σε διεθνές επίπεδο.
Η διεθνής αλληλεγγύη, όπως εκφράζεται μέσω της διαμαρτυρίας, της λαϊκής εκπαίδευσης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να είναι αξιέπαινη, αλλά σπάνια προσφέρει αποτελεσματική βοήθεια σε όσους τη χρειάζονται. Αυτή η πολιτική σχολή βασίζεται τελικά στο να πείσει εκείνους που έχουν ήδη τη δύναμη να κάνουν κάτι, επί τη βάσει μιας ηθικής έκκλησης: «Δράστε τώρα, υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν!». Η αποτελεσματική αλληλεγγύη πρέπει να βασίζεται σε πραγματική δύναμη και πόρους.
Δεδομένης της διαρκούς δύναμης του εθνικισμού, δεν μπορούμε απλώς να τον απορρίψουμε ως έναν άβολο περισπασμό. Αλλά πρέπει επίσης να αντισταθούμε στον πειρασμό να τον αγκαλιάσουμε για προφανές βραχυπρόθεσμο πολιτικό όφελος. Πρέπει να κατανοήσουμε αυτήν την έκκληση αν θέλουμε να τον αντιμετωπίσουμε, και υπάρχουν ευγενείς ιστορίες διεθνιστικού ακτιβισμού τις οποίες μπορούμε να αξιοποιήσουμε. Για τους σοσιαλιστές, τα διεθνιστικά ιδεώδη πηγάζουν από ένα βασικό σύνολο αρχών. Πρώτον είναι ένας θεμελιώδης ανθρωπισμός που πρέπει να στηρίζει όλη τη δουλειά μας — η ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια αξία, ανεξάρτητα από την εθνική τους καταγωγή. Αυτή δεν είναι μια μοναδικά σοσιαλιστική αρχή, αλλά είναι σίγουρα ένα ουσιαστικό συστατικό του σοσιαλισμού.
Δεύτερον, ο καπιταλισμός είναι ένα παγκόσμιο σύστημα που υποτάσσει τους πάντες στις επιταγές του, από τις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει εθνική διαφυγή. Η ύπαρξη της φτώχειας και της υπανάπτυξης σε μια περιοχή επιτρέπει στο κεφάλαιο να συμμετάσχει σε εκβιασμούς μέχρι τέλους, τραβώντας κάτω τους μισθούς και τις συνθήκες παντού, από τη μεταβιομηχανική προβληματική ζώνη στην Αμερική (Rust Belt) έως τις νέες ζώνες παραγωγής του Παγκόσμιου Νότου. Κανείς δεν γλυτώνει απ’ αυτή την πίεση.
Υπάρχει επίσης ένας τρίτος παράγοντας που γίνεται όλο και πιο οξύς: η κλιματική κρίση. Η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής από μια διεθνιστική προοπτική είναι ζωτικής σημασίας τόσο για ηθικούς όσο και για πρακτικούς λόγους. Τα πλούσια καπιταλιστικά κράτη που υπήρξαν οι χειρότεροι ρυπαίνοντες δεν πρέπει να αφεθούν να μεταφέρουν το βάρος στον υπόλοιπο κόσμο, ούτε μπορούν να κηρύξουν ένα μήνυμα αποανάπτυξης και το τέλος της ανάπτυξης, ενώ ο Παγκόσμιος Νότος παραμένει βυθισμένος στη φτώχεια. Σε κάθε περίπτωση, είναι ψευδαίσθηση να πιστεύει κανείς ότι οποιοδήποτε μέρος του κόσμου θα θωρακιστεί από τις συνέπειες της οικολογικής καταστροφής. Για άλλη μια φορά, κανείς δεν είναι ασφαλής μέχρι να είναι όλοι ασφαλείς.
Για να μετατρέψουμε τον διεθνισμό από ιδανικό σε πράξη, πρέπει να σχεδιάσουμε μια βιώσιμη εναλλακτική στον καπιταλισμό και στη συνέχεια να οικοδομήσουμε κινήματα ικανά να μετατρέψουν αυτό το όραμα σε πραγματικότητα. Καθώς ο κόσμος μας ολισθαίνει πιο κοντά στους κινδύνους μιας νέας εποχής των άκρων που οδηγείται από μορφές του εθνικισμού του εικοστού αιώνα για τον οποίο ο Χόμπσμπαουμ έχει γράψει τις μαρτυρίες του, αξίζει να θυμηθούμε τη διορατικότητά του ότι «ο ουτοπισμός είναι πιθανώς ένα απαραίτητο κοινωνικό εργαλείο για τη δημιουργία υπεράνθρωπων προσπαθειών χωρίς τις οποίες καμμιά μεγάλη επανάσταση δεν έχει επιτευχθεί».
* Ο Benjamin Fogel είναι ιστορικός και συντάκτης στο Africa Is a Country και στο Jacobin.