Ίσως η πρώτη μου πολιτική εμπειρία είναι στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, όταν είχε πιάσει φωτιά το δάσος πάνω από το πατρικό μου -το πευκοδάσος που αποτελεί μια από τις πιο όμορφες αναμνήσεις των ωραίων παιδικών μου χρόνων. Το Δημοτικό Συμβούλιο συνεδρίαζε εκτάκτως λόγω της φωτιάς και η μαμά μου, που ήθελε να το παρακολουθήσει, με πήρε μαζί της. Ήταν η εποχή που η Νέα Δημοκρατία έπνεε τα λοίσθια, η ΠΑΣΟΚάρα ερχόταν με φόρα για να φέρει μια Ελλάδα Νέα, και οι προοδευτικοί ήταν απολύτως βέβαιοι ότι τις φωτιές τις έβαζαν οι χουντικοί και οι οικοπεδοφάγοι.
Το Δημοτικό Συμβούλιο συνεδρίαζε στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας, μιας και δεν υπήρχε κανονικό δημαρχιακό μέγαρο. Εννοείται ότι έβλεπες στο περίπου τι γινόταν λόγω του νέφους των τσιγάρων. Εννοείται επίσης ότι σύσσωμη η προοδευτική δημοτική πλειοψηφία τα έχωνε στην κυβέρνηση της Δεξιάς που τα ‘χε κάνει ρόιδο με τον πυρόσβεση. Το αποκορύφωμα της συνεδρίασης ήταν η τοποθέτηση της βουλεύτριας του ΠΑΣΟΚ που έμενε στο δήμο μας. Η μεσήλικη γυναίκα σε έξαλλη κατάσταση εξηγούσε πως έπαιρνε τον αρμόδιο υπουργό ξανά και ξανά, προκειμένου να στείλει πυροσβεστικά αεροπλάνα, αλλά αυτά καθυστερούσαν με αποτέλεσμα η φωτιά να γίνει ανεξέλεγκτη. “Τελικά τα ρημάδια τα αεροπλάνα ήρθαν στις έξι το απόγευμα”, κατέληξε έμπλεη οργής.
Οι γονείς μου ψήφιζαν το Εσωτερικό, αλλά και στο δικό μας σπίτι ήταν μεγάλη η ελπίδα για την Αλλαγή που αναπότρεπτα θα ερχόταν. Ελπίδα που πέρναγε και στα παιδιά, γιατί εκείνες τις εποχές στα σπίτια κουβέντιαζαν πολύ για την πολιτική. Φεύγοντας από το Δημοτικό Συμβούλιο, ένιωθα ένα μείγμα οργής για αυτήν την οπισθοδρομική Δεξιά, που καταδικάζει τη χώρα στην υπανάπτυξη, και πίστης ότι με το ΠΑΣΟΚ δεν θα καίγονταν πια τα δάση.
Σαράντα τρία χρόνια μετά
Έχουν περάσει σαράντα δύο χρόνια από εκεί τη φωτιά. Το ΠΑΣΟΚ ήρθε κι έφυγε πολλές φορές, ήρθε κι ο ΣΥΡΙΖΑ, και η Νέα Δημοκρατία έρχεται και ξανάρχεται. Αλλά οι φωτιές δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή. Μάλιστα με την πάροδο του χρόνου γίνονται πιο καταστρεπτικές. Όταν ήμουν μικρός, ήταν θέμα να καεί κανένα σπίτι. Τώρα σπανίως σε φωτιά να μην καούν κτίρια. Μετά το Μάτι, είμαστε ευχαριστημένοι αν δεν έχουμε νεκρούς.
Κάθε φορά όμως που έχουμε μεγάλη πυρκαγιά, ακούγεται ξανά η κραυγή “πού ‘ναι τα ρημάδια τα αεροπλάνα”. Τα εναέρια μέσα αποτελούν τον πυρήνα του συστήματος δασοπυρόσβεσης. Από την έγκαιρη και αποτελεσματική χρησιμοποίησή τους εξαρτάται η πορεία μιας πυρκαγιάς, ή αυτό τουλάχιστον νομίζουμε. Στα εναέρια μέσα εστιάζεται κατά κύριο λόγο η κριτική της εκάστοτε αντιπολίτευσης στην εκάστοτε κυβέρνηση – της αριστερής αντιπολίτευσης συμπεριλαμβανομένης.
Το δάσος
Ωστόσο, γίνεται όλο και πιο φανερό ότι η κριτική που δίνει αποκλειστικά βάρος στα εναέρια μέσα και τον συντονισμό της πυρόσβεσης, μπορεί να έχει στοιχεία ορθότητας, εντούτοις δεν φτάνει στην καρδιά του προβλήματος. Γιατί η καρδιά του προβλήματος (πέρα, εννοείται, από την κλιματική κρίση και τις ξηρασίες που αυτή προκαλεί) είναι το ίδιο το μοντέλο δασοπροστασίας. Ένα μοντέλο που έχει ως προτεραιότητα την καταστολή, με πρωταγωνιστή την Πυροσβεστική, και όχι την πρόληψη, με πρωταγωνιστή τη Δασική Υπηρεσία.
Πέρσι ο δασολόγος Πέτρος Κακούρος έγραφε στο Κόκκινο και το Μαύρο:
“Το κυρίαρχο μοντέλο της καταστολής που εφαρμόζεται από την Πυροσβεστική στη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών είναι όχι μόνο αναποτελεσματικό και πανάκριβο, αλλά και επικίνδυνο για τη φύση και τον άνθρωπο. […] οι μεγαπυρκαγιές είναι συνέπεια και της εγκατάλειψης της υπαίθρου από τους ανθρώπους που δούλευαν σε αυτήν -τους γεωργούς, τους κτηνοτρόφους, τους υλοτόμους, τους ρετσινάδες […] Η κεφαλαιώδης σημασία του ανθρώπινου παράγοντα στον έλεγχο των δασικών πυρκαγιών υποβαθμίζεται – ενίοτε και αποσιωπάται λόγω άγνοιας, εξού και επικρατεί η αντίληψη ότι η διαχείριση των δασικών πυρκαγιών είναι απλά θέμα τεχνικών μέσων καταστολής”
Εν ολίγοις, δεν χρειαζόμαστε τόσο τα ρημάδια τα αεροπλάνα, αλλά τους ανθρώπους που θα δουλέψουν στο δάσος, θα το καθαρίσουν και θα προλάβουν εγκαίρως τη φωτιά.