Από τις αρχές Ιουνίου οι δασικές πυρκαγιές βρίσκονται σταθερά στο προσκήνιο λόγω των αλλεπάλληλων καταστροφών σε οικισμούς και πόλεις, της μεγάλης σχετικά έκτασης που έχει ήδη καεί αλλά και της φωτιάς στο Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς-Λευκίμμης-Σουφλίου, ενός από τα σημαντικότερα εθνικά πάρκα της χώρας και της Ευρώπης, κυρίως για την ιδιαίτερη πανίδα που φιλοξενεί. Η πυρκαγιά στη Δαδιά όπως και αυτή της Βόρειας Εύβοιας το 2021 έδειξαν πέραν πάσης αμφισβήτησης ότι το κυρίαρχο μοντέλο της καταστολής που εφαρμόζεται από την Πυροσβεστική στη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών είναι όχι μόνο αναποτελεσματικό και πανάκριβο, αλλά και επικίνδυνο για τη φύση και τον άνθρωπο. Ο αυτοθαυμασμός δε της πολιτικής ηγεσίας για την αποτροπή ανθρώπινων απωλειών σε ένα απανθρακωμένο τοπίο είναι φτηνή επικοινωνία. Γιατί μόνο κάποιος χωρίς ενσυναίσθηση μπορεί να μιλάει για επιτυχία σε ανθρώπους που έχουν χάσει τον οικείο και ζωτικό χώρο τους, ίσως τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας ή και την περιουσία τους.

Πυρκαγιές και μεσογειακά τοπία: μια μακρόχρονη συνύπαρξη

Οι δασικές πυρκαγιές και ευρύτερα οι πυρκαγιές υπαίθρου είναι αναπόσπαστο στοιχείο της οικολογίας των μεσογειακών τοπίων. Είναι τόσο βαθιά χαραγμένη η παρουσία τους στη φύση, που το σύνολο σχεδόν των ειδών που ζουν στην κλιματική ζώνη που χαρακτηρίζεται ως μεσογειακή, είναι περισσότερο ή λιγότερο προσαρμοσμένα στη φωτιά. Ο άνθρωπος της μεσογειακής υπαίθρου γνωρίζει τη φωτιά, τη χρησιμοποιεί ως εργαλείο, γνωρίζει τη δύναμή της και ξέρει πώς τιθασεύεται. Με αυτό το δεδομένο, γιατί τότε τις τελευταίες δεκαετίες οι δασικές πυρκαγιές και γενικότερα οι πυρκαγιές υπαίθρου εξελίσσονται όλο και πιο συχνά σε καταστροφές για τη φύση και τον άνθρωπο, ακόμα και με απώλειες ανθρώπινων ζωών;

Για να απαντήσει κανείς σε αυτό το ερώτημα τουλάχιστον για τη βόρεια και πιο αναπτυγμένη πλευρά της Μεσογείου, είναι απαραίτητο να ανατρέξει στη συνεξέλιξη των τοπίων και των γνωρισμάτων των κοινωνιών της περιοχής και της οικονομίας τους. Σταδιακά, τα τελευταία 60 χρόνια οι αγρο-κτηνοτροφικές κοινότητες του υψηλού βαθμού αυτάρκειας, που εξασφαλιζόταν μέσω των τοπίων μωσαϊκών αγρο-δασο-λιβαδικών συστημάτων και της οικογενειακής παραγωγής, διαλύονται ή μετασχηματίζονται, χάνοντας μεγάλο μέρος του παραγωγικού τους πληθυσμού. Στη γη χαμηλής παραγωγικότητας επανεγκαθίσταται η φυσική βλάστηση που εξελίσσεται σε δάση ή σε λιβάδια τα οποία βόσκονται εκτατικά. Στην περίπτωση της Ελλάδας, μειώνεται διαρκώς και η ενασχόληση με τη δασοπονία και την εκτατική κτηνοτροφία. Ο αριθμός των εργαζομένων στα δάση και την κτηνοτροφία (περιλαμβανομένων και των στελεχών της Δασικής Υπηρεσίας) μειώνεται για λόγους που σχετίζονται με την αγορά ξύλου, καθώς και την συνολικότερη εγκατάλειψη της φροντίδας για την ορεινή οικονομία. Η γη υψηλής παραγωγικότητας καλλιεργείται ιδιαίτερα εντατικά, αλλά ταυτόχρονα αστικοποιείται και γίνεται αφιλόξενη, χάνοντας τα όποια φυσικά της στοιχεία, όπως υγρότοπους, παραθαλάσσια δάση και αμμοθίνες.

Κινητήρια δύναμη αυτών των αλλαγών είναι συχνά ο μαζικός τουρισμός, ιδιαίτερα ο θερινός, που γίνεται (έως πρόσφατα τουλάχιστον), προσιτός στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας. Στην Ελλάδα οι θερινές διακοπές έχουν και την ιδιαίτερη μορφή της εποχιακής μετακίνησης στους γενέθλιους οικισμούς, συχνά σε χωριά στα ορεινά ή στην ενδοχώρα, τα οποία διατηρούν πλέον ελάχιστη παραγωγική σχέση με τον άλλοτε ζωτικό τους χώρο. Εξαπλώνεται επίσης το φαινόμενο της εξοχικής κατοικίας, όταν υπάρχει η δυνατότητα πολυήμερης μετακίνησης από την πόλη, και φυσικά η κατοικία στα προάστια, συχνά σε παλιά χωράφια ή σε βοσκοτόπια που δασώθηκαν και έγιναν (όπως έγιναν) οικόπεδα με θέα. Κοινό γνώρισμα όλων των παραπάνω περιπτώσεων είναι η άμεση γειτνίαση δάσους ή γενικά πυκνής φυσικής βλάστησης με τον κατοικημένο χώρο – γειτνίαση που συχνά αυξάνει και την αξία της γης.

Η επικράτηση της καταστολής των δασικών πυρκαγιών

Οι εποχικά μετακινούμενοι αστικοί πληθυσμοί, οι τουρίστες και οι νεόκοποι κάτοικοι των προαστίων απολαμβάνουν τα τοπία με την σχετικά υψηλή φυσικότητα, αλλά ταυτόχρονα έχουν ξεχάσει (κάποιοι νεότεροι δεν έμαθαν ποτέ) ότι αυτά τα τοπία είναι ευάλωτα στις πυρκαγιές. Όπως ευάλωτο γίνεται και οτιδήποτε φτιάχνει ο άνθρωπος δίπλα ή μέσα σε αυτά τα τοπία, νόμιμα ή παράνομα. Οι πυρκαγιές που εξαπλώνονται γρήγορα λόγω του συνεχούς της πυκνής βλάστησης, αποτελούν φαινόμενα που σε παλαιότερες εποχές ήταν ελεγχόμενα μέσω των τοπίων μωσαϊκών, αλλά και από τους έμπειρους κατοίκους. Αντίθετα, σήμερα η αντίδραση των «ανθρώπων της πόλης»απέναντι στις πυρκαγιές είναι να απαιτούν την πάση θυσία καταστολή τους, μιας και απειλούν τόσο την περιουσία τους όσο και την εικόνα του τοπίου γύρω τους. Η φωτιά για αυτούς είναι κάτι απρόσμενο, σχεδόν εξωτικό. Το αποτέλεσμα είναι οι δασικές πυρκαγιές να αντιμετωπίζονται ως φυσικές καταστροφές, ως οχλήσεις και απρόβλεπτες εξαιρέσεις στον κανόνα της φύσης, παρά το γεγονός ότι οι επιστήμονες με δεκάδες μελέτες δείχνουν ότι υπάρχουν μοτίβα εμφάνισης των πυρκαγιών και ότι οι επιπτώσεις τους μπορούν να μετριαστούν μόνο αν υπάρξει κατάλληλη διαχείριση των μεσογειακών τοπίων. Ότι, δηλαδή, οι μεγαπυρκαγιές είναι συνέπεια και της εγκατάλειψης της υπαίθρου από τους ανθρώπους που δούλευαν σε αυτήν -τους γεωργούς, τους κτηνοτρόφους, τους υλοτόμους, τους ρετσινάδες. Ότι τελικά οι πυρκαγιές είναι το αναπτυξιακό και παραγωγικό υπόδειγμα που δημιουργεί τις προϋποθέσεις εμφάνισής τους.

Η απαίτηση για άμεση και πλήρη καταστολή των πυρκαγιών ενισχύεται και προωθείται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία δημιουργούν σκηνικό τρόμου για «λαίλαπες στα πύρινα μέτωπα» προκειμένου να αυξήσουν τα ακροατήριά τους. Ωστόσο, ελάχιστα ΜΜΕ μπαίνουν στην ουσία του θέματος και ερευνούν τις αιτίες των πυρκαγιών, ενώ ακούσια ή εκούσια προπαγανδίζουν τον σωτήριο ρόλο της αεροπυρόσβεσης. Η κεφαλαιώδης σημασία του ανθρώπινου παράγοντα στον έλεγχο των δασικών πυρκαγιών υποβαθμίζεται – ενίοτε και αποσιωπάται λόγω άγνοιας, εξού και επικρατεί η αντίληψη ότι η διαχείριση των δασικών πυρκαγιών είναι απλά θέμα τεχνικών μέσων καταστολής.

Από την επικοινωνία στην πολιτική

Οι αντιλήψεις αυτές για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών δεν περιορίζονται στο επικοινωνιακό επίπεδο, αλλά μετουσιώνονται σε πολιτικές, σε νομοθεσίες και σε προτεραιότητες χρηματοδότησης. Έτος-σταθμός για τη μετάβαση από την κακή επικοινωνία στη στρεβλή πολιτική για τα δάση είναι στην Ελλάδα το 1998, οπότε πέρα από κάθε επιστημονική και τεχνική λογικήαποκλείεται από την ευθύνη διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών ο φυσικός διαχειριστής των δασών, δηλαδή η Δασική Υπηρεσία. Για την ιστορία η απόφαση, που προετοιμαζόταν στους διαδρόμους διαφόρων υπηρεσιών από καιρό, υλοποιήθηκε αιφνιδιαστικά από τον τότε Υπουργό Γεωργίας Στέφανο Τζουμάκα (και σήμερα συνοδοιπόρο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ) και με τις ευλογίες του τότε πρωθυπουργού Κ. Σημίτη. Ενδεικτική της προχειρότητας της απόφασης είναι η αιτιολογική έκθεση μόλις δυο σελίδων, χωρίς καμία τεκμηρίωση. Ακόμα όμως και αυτή εκθέτει τους ιθύνοντες, αφού επικαλείται την ανάγκη η Δασική Υπηρεσία να αφεθεί απερίσπαστη να ασχοληθεί με τη διαχείριση των δασών, τη στιγμή που πολλές περιφερειακές μονάδες της Δασικής Υπηρεσίας χρηματοδοτούνταν ουσιαστικά μόνο για τη δασοπυρόσβεση. Όταν η αρμοδιότητα αυτή μεταφέρθηκε σε τρίτους, πολλά δασαρχεία έμειναν πράγματι απερίσπαστα, αφού χωρίς οχήματα δεν μπορούσαν να κάνουν καμία εξωτερική εργασία, περιλαμβανομένων των δράσεων συντήρησης των υποδομών για την αντιπυρική προστασία. Η αποτυχημένη αυτή επιλογή πήρε για πρώτη φορά τραγικές διαστάσεις το 2007 με την τραγωδία στην Ηλεία, ενώ και το Πυροσβεστικό Σώμα που ανέλαβε τη δασοπυρόσβεση, θρήνησε πολλούς μάχιμους πυροσβέστες. Ωστόσο οι πολιτικές και υπηρεσιακές ηγεσίες δεν έμαθαν τίποτα.

Ο ρόλος της κλιματικής αλλαγής

Η κλιματική αλλαγή επιδρά τόσο στον αριθμό και την ένταση των δασικών πυρκαγιών όσο και στο είδος των επιπτώσεων τους. Επιμήκυνση της περιόδου με λιγότερη υγρασία και υψηλότερη θερμοκρασία ευνοεί την έναρξη περισσότερων πυρκαγιών από φυσικά αίτια και την ταχεία επέκταση των πυρκαγιών, ανεξάρτητα της αιτίας έναρξης.  Ταυτόχρονα, οι πυρκαγιές είναι πιο θερμές και αυτό εντείνει τις επιπτώσεις στη βλάστηση και τα δασικά εδάφη. Το δασικό έδαφος γίνεται πιο ευάλωτο στη διάβρωση και χάνει μέρος του αποθέματος σπόρων που είναι συσσωρευμένο στα ανώτερα λίγα εκατοστά του. Το απόθεμα αυτό είναι μια από τις προσαρμογές των οικοσυστημάτων που καίγονται σχετικά συχνά, ώστε να επανεγκαθίσταται φυσικά, γρήγορα και σε μεγάλη έκταση η χαμηλή ποώδης βλάστηση με την πρώτη υγρασία στο έδαφος. Αν και παραγνωρισμένη, η ποώδης βλάστηση θεωρείται κρίσιμη για την προστασία του εδάφους από τη διάβρωση, τη διατήρηση της πανίδας και σε ορισμένες περιπτώσεις και για την προστασία της φυσικής αναγέννησης των δέντρων. Φωτιές υψηλής έντασης μπορούν επίσης να επιβραδύνουν ουσιαστικά και την πρεμνοβλάστηση των πλατύφυλλων ειδών, μιας ακόμα προσαρμογής της βλάστησης των μεσογειακών οικοσυστημάτων για την ταχεία επανεγκατάστασή της μετά την πυρκαγιά. Αυτές οι αλλαγές, σε συνδυασμό με τις ολοένα επιδεινούμενες συνθήκες αύξησης και ανάπτυξης των δέντρων, καθιστούν τις δασικές πυρκαγιές επιταχυντές της αλλαγής της βλάστησης προς τύπους πιο ανθεκτικούς στις θερμότερες και ξηρότερες συνθήκες και σε αυξημένους κινδύνους εξαφάνισης ειδών.

Άμεση αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί φυσικά να γίνει, αφού ακόμα και τα πιο φιλόδοξα μέτρα θα αποδώσουν σε βάθος δεκαετιών. Αυτό όμως που μπορεί να γίνει είναι να προσαρμοστεί η διαχείριση των δασών και των δασικών τοπίων στις νέες συνθήκες, ώστε τα τοπία μας να γίνουν πιο ανθεκτικά στις αναπόφευκτες πυρκαγιές που θα ξεσπάνε. Πρόκειται για μια μακρά μάχη οπισθοφυλακών με σκοπό να κρατήσουμε τα είδη της χλωρίδας και της πανίδας σε βιώσιμους πληθυσμούς σε θέσεις καταφύγια, όσο πιο κοντά μπορούμε στην τωρινή τους εξάπλωση. Για τον λόγο αυτό η αποτροπή των μεγάλων πυρκαγιών θα πρέπει να είναι ένας από τους κύριους στόχους  προσαρμογής της διαχείρισης των δασών και της φυσικής βλάστησης γενικότερα. Κάτι που φυσικά δεν είναι θέμα αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών και γενικών πολιτικών για το κλίμα, αλλά συγκεκριμένων και στοχευμένων πολιτικών διαχείρισης των δασών, των λιβαδιών και γενικότερα των περιοχών με φυσική βλάστηση, ακόμα και μέσα στα αγροτικά τοπία.

Πολιτικές για την ανθεκτικότητα που αγνοούνται

Αν κρίσιμος στόχος της προσαρμογής των δασών και των δασικών τοπίων γενικότερα είναι η αύξηση της ανθεκτικότητας των τοπίων μας μέσω της αποτροπής των μεγάλων πυρκαγιών, εφαρμόζονται σήμερα πολιτικές που οδηγούν σε αυτό; Η απάντηση είναι αρνητική και επιβεβαιώνεται από τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα: την απουσία οργάνωσης της εκτατικής κτηνοτροφίας, της αδιαφορίας για την οικονομία του ξύλου και της απόλυτης αδιαφορίας για τα αγροδασικάσυστήματα. Τα παραδείγματα αυτά επιλέχθηκαν γιατί αφορούν σε τεράστιες εκτάσεις της χώρας, σχετίζονται με μια ταυτόχρονη στήριξη της οικονομίας της υπαίθρου και συγκράτησης νέων ανθρώπων εκτός των πόλεων,  μειώνουν την εξάρτηση από εισαγωγές προϊόντων και τις εφοδιαστικές αλυσίδες, δημιουργούν ισχυρές βάσεις για τη στήριξη ποιοτικού τουρισμού και τελικά δένουν τους ανθρώπους με τη γη τους. Ίσως το τελευταίο να είναι και εκείνο που κυρίως δεν επιθυμεί η ιδιαίτερα χυδαία έκφραση του νεοφιλελευθερισμού της τελευταίας δεκαετίας.  

Σε ό,τι αφορά την απουσία οργάνωσης της εκτατικής κτηνοτροφίας, εδώ και επτά χρόνια δεν εφαρμόζεται η νομοθεσία για τη διαχείριση των βοσκόμενων εκτάσεων (N. 4315/ΦΕΚ Α164, 2015) που θα έβαζε τάξη στη διαχείριση των λιβαδιών και κυρίως θα βοηθούσε την εκτατική κτηνοτροφία να αναπτυχθεί ορθολογικά. Ρύθμιση της βοσκής σημαίνει και έλεγχο της βλάστησης σε ζώνες επικίνδυνες για πυρκαγιές, σημαίνει επίσης και ελεγχόμενο αριθμό αιγών στη Δαδιά και σε άλλα ευάλωτα δάση. Έτσι στο δάσος διατηρείται χαμηλότερο ύψος υπόροφου και περισσότερα διάκενα, οπότε είναι λιγότερο ευάλωτο στις επικόρυφες πυρκαγιές. Αντίθετα, έχουν θεσμοθετηθεί και θεσμοθετούνται συνέχεια (π.χ ο νόμος 4964/ΦΕΚ Α 150 που ψηφίστηκε πρόσφατα) κάθε είδους διευκολύνσεις και χρηματοδοτήσεις για την κατάληψη λιβαδιών για την εγκατάσταση ΑΠΕ.

Αναφορικά με το παράδειγμα της αδιαφορίας για την οικονομία του ξύλου, αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά το ότι τα δάση της χώρας μπορούν να παράγουν ιδιαίτερα ποιοτική τεχνική ξυλεία, δεν υπάρχει στην Ελλάδα πολιτική ξύλου και πιστοποίησης της αειφορικής τους παραγωγής, σύμφωνα με ευρέως αποδεκτά διεθνή πρότυπα. Ούτε στηρίζεται η καθιερωμένη αειφορική διαχείριση των δασών, παρά τις πομφόλυγες του 1998 για «απερίσπαστη απασχόληση της Δασικής Υπηρεσία με το κυρίως αντικείμενό της». Αποτέλεσμα είναι πολύτιμη τεχνική ξυλεία να διατίθεται τελικά ωςκαυσόξυλα ή άλλες υποδεέστερες χρήσεις. Αυτό μειώνει τα έσοδα και τις θέσεις εργασίας δασεργατών και δεν επιτρέπει τη χρήση εγχώριας ξυλείας σε διάφορες κατασκευές ή την υποκατάσταση υλικών με υψηλό αποτύπωμα άνθρακα από το ξύλο. Σε συνδυασμό με την υποχρηματοδότηση της δασοπονίας, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην ασκείται κανονική αειφορική εκμετάλλευση των δασών, στην οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνεται και η διαχείριση της καύσιμης ύλης, η οποία συσσωρεύεται. Επιπρόσθετα, η κατάσταση αποτρέπει την παραμονή εξειδικευμένων δασεργατών στις παραδασόβιες κοινότητες, κάτι ιδιαίτερα κρίσιμο για την άμεση συνδρομή τους στον έλεγχο των δασικών πυρκαγιών.  

Μιλώντας για τα αγροδασικά και δασολιβαδικάσυστήματα, τα οποία είναι κρίσιμα παραδοσιακά συστήματα με μεγάλη οικονομική και οικολογική αξία και ανθεκτικά σε πυρκαγιές, αυτά αγνοούνται συστηματικά. Και αυτό συμβαίνει, ενώ υπάρχει πλούτος τέτοιων πρακτικών στην Ελλάδα, οι οποίες διεθνώς θεωρούνται κρίσιμες για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, διότι μεταξύ άλλων ενδυναμώνουν τη διατροφική ασφάλεια. Για παράδειγμα, η παραδοσιακή πρακτική της ενοικίασης των ελαιώνων σε μετακινούμενους κτηνοτρόφους είχε ως αποτέλεσμα τον έλεγχο της υποβλάστησης κάτω από τις ελιές και των θαμνώνων γύρω από τα χωράφια. Έτσι, ακόμη και σε περίπτωση πυρκαγιάς, οι δυνατότητες ταχείας εξάπλωσής της ήταν χαμηλότερες. Ακόμα κι όταν η πυρκαγιά περνούσε από μια έκταση δεν κατέστρεφε τα ελαιόδεντρα. Έτσι οι ελαιώνες επηρεάζονταν ελάχιστα και, πέραν της αποτροπής των κοινωνικο-οικονομικών επιπτώσεων, οι ελαιώνες συνέχιζαν να προστατεύουν το έδαφος από τη διάβρωση, συνέχιζαν να φιλοξενούν άγρια πανίδα, να δεσμεύουν άνθρακα και να δίνουν μερικά από τα πολυτιμότερα τρόφιμα. Οι πρακτικές αυτές όχι μόνο δεν στηρίζονται σήμερα στη χώρα μας, αλλά η προώθησή τους είναι από τις πρώτες που «κόβονται» από την κοινοτική χρηματοδότηση του αγροτικού τομέα, μόλις υπάρξει άλλη ανάγκη.

Πίσω στην επικαιρότητα και στη συζήτηση για το πόσο προετοιμασμένη είναι η Ελλάδα για τις δασικές πυρκαγιές, αυτές είναι πολιτικές ουσιαστικής πρόληψης. Η συντήρηση δρόμων και πυροσβεστικών κρουνών, η ενοικίαση μέσων πυρόσβεσης είναι μέτρα προληπτικής προετοιμασίας για την καταστολή μιας πυρκαγιάς. Απαραίτητα, αλλά συχνά όχι αρκετά, παρότι στο ίδιο πνεύμα που αναφέρθηκε εισαγωγικά έχουν φτάσει να ταυτίζονται με τα μέτρα πρόληψης. Σημαντικές είναι επίσης οι τεχνικές πλευρές της καταστολής, γιατί καθορίζουν πόσο θα αξιοποιηθεί ένα ήδη ευνοϊκό πεδίο για τον έλεγχο μιας πυρκαγιάς. Επαρκές και εκπαιδευμένο προσωπικό, άριστη γνώση του πεδίου και της οικολογίας του τόπου και της φωτιάς, τεχνικά μέσα, απλός και στιβαρός συντονισμός και άλλοι παράγοντες δημιουργούν προϋποθέσεις περιορισμού των επιπτώσεων. Πρέπει όμως ταυτόχρονα να αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου σχεδιασμού διαχείρισης των δασικών και αγροτικών τοπίων της χώρας για την αειφορία και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Δεν μπορούν να ασκούνται αποκομμένα από την αγροτική και δασική πολιτική, συχνά με όρους επικοινωνίας, ούτε να ανατίθεται σε φορείς άσχετους όπως το Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας.

Πέτρος Κακούρος

Δασολόγος-Περιβαλλοντολόγος  

1 σχόλιο

Comments are closed.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…