Αυτό το σύντομο σημείωμα για ένα σπουδαίο βιβλίο ξεκινάει με ένα ευχαριστώ. Ευχαριστώ προς το rednblack γενικώς, αλλά και την ιδέα του Δημοσθένη ειδικώς, να ξεκινήσουμε παρέα το «βιβλίο στο κομοδίνο». Κι αυτό όχι μόνο γιατί καταφέρνω να βρω το χρόνο μέσα στη καθημερινή τρέλα για να διαβάσω, που από μόνο του δεν είναι λίγο, αλλά και γιατί μου ξαναμπήκε το ερώτημα τι να διαβάσω και βρήκα μια ωραία αφορμή να γράφω για αυτά.
Την «επιστροφή στη Ρενς» ομολογώ δεν την ήξερα μέχρι που είδα πως ο Εντουαρντ Λουί έχει αφιερώσει το βιβλίο του «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπλεγκέλ» στον Εριμπόν. Μετά ήρθε το ποστ της φίλης Πόλα Καπόλα από τις εξαιρετικές εκδόσεις Νήσος, που πρότεινε το βιβλίο λίγο μετά τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των Γαλλικών εκλογών, αλλά και τα σχόλια ανθρώπων που εμπιστεύομαι κάτω από το ποστ της. Κάπως έτσι η απόφαση είχε ληφθεί για το επόμενο κομοδίνο και η επιλογή τουλάχιστον για εμένα ως αναγνώστη ήταν παραπάνω από επιτυχημένη.
Διαβάζοντας την «επιστροφή στην Ρενς» είναι μάλλον αναγκαστικό να κάνεις μαζί με τον Εριμπόν κι εσύ τις δικές σου επιστροφές στον τόπο, την τάξη, και τις διαχωριστικές γραμμές με τις οποίες συγκροτήθηκες. Αλλά έχεις πολλά παραπάνω να σκεφτείς, πέρα από τον δρόμο που εσύ ακολούθησες, διαβάζοντας το συγκεκριμένο βιβλίο, μιας και πρόκειται ταυτόχρονα για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και καλογραμμένο κοινωνιολογικό και πολιτικό δοκίμιο και σ’ αυτό προφανώς έχει συμβάλει και η μετάφραση του Γιάννη Στεφάνου.
Ο Εριμπόν με αφορμή το θάνατο του πατέρα του (στον οποίο δεν πήγε καν) κάνει μια αναδρομή στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, τον κόσμο των βιομηχανικών εργατών και των λαϊκών τάξεων από τον οποίο προήλθε και από τον οποίο απέδρασε ως γκέι για το Παρίσι μη έχοντας σχεδόν άλλη επιλογή.
«Κατά βάθος με είχαν σημαδέψει δύο κοινωνικές ετυμηγορίες: μία ταξική και μία σεξουαλική. Δεν ξεφεύγει ποτέ κανείς από τέτοιες καταδίκες»
Γιατί όμως ενώ υπήρχαν αυτά τα δύο «στίγματα» ο ίδιος ασχολήθηκε με το ένα, απωθώντας με τόση ένταση το άλλο αναρωτιέται και ξεκινάει ένα οδοιπορικό από την καταγωγή της οικογένειας του μέχρι το σήμερα.
«Τα κοινωνικά πεπρωμένα διαγράφονται από νωρίς! Όλα έχουν κριθεί εκ των προτέρων! Οι ετυμηγορίες εκδίδονται πριν ακόμα μπορέσουμε να της συνειδητοποιήσουμε. Οι τελεσίδικες αποφάσεις χαράσσονται βαθιά στο είναι μας τη στιγμή που γεννιόμαστε, οι θέσεις που θα καταλάβουμε ορίζονται και οριοθετούνται από όσα έχουν προηγηθεί πριν από μας: από το παρελθόν της οικογένειας και του περιβάλλοντος στο οποίο ερχόμαστε στον κόσμο.»
Και ακόμα και αν αυτό δεν ισχύει για τον ίδιο, περιγράφει με φοβερή λεπτομέρεια τις μάχες που ο ίδιος αναγκάστηκε να δώσει για να απομακρυνθεί από το «πεπρωμένο» του.
Ο Εριμπόν αναλύει με οξυδέρκεια τους ταξικούς διαχωρισμούς ενός συστήματος που δεν σ’ αφήνει να φύγεις και στέκεται ιδιαίτερα στη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος.
«Είμαι αναγκασμένος να δω το σχολικό σύστημα όπως ακριβώς λειτουργεί ως αδυσώπητη μηχανή που μπορεί να μην έχει προγραμματιστεί για να πετύχει αυτό το σκοπό, αλλά, αν μη τι άλλο, επιφέρει αυτό το αντικειμενικό αποτέλεσμα: αποκλείει τα παιδιά των λαϊκών τάξεων, διαιωνίζει και νομιμοποιεί την ταξική κυριαρχία, την προτιμησιακή πρόσβαση στα επαγγέλματα και τις κοινωνικές θέσεις. Μαίνεται ένας πόλεμος κατά τον κυριαρχούμενων και το σχολείο είναι ένα από τα πεδία μάχης. Οι εκπαιδευτικοί κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν! Δεν μπορούν όμως να κάνουμε και πολλά…»
Ενώ για την προσπάθεια του ένταξης σε ένα νέο κόσμο σημειώνει:
«Το ενδιαφέρον για την τέχνη μαθαίνεται ͘ εγώ το έμαθα. Ήταν μέρος της σχεδόν πλήρους συνεκπαίδευσης του εαυτού μου, που ήταν απαραίτητη για να εισέλθω σ’ έναν άλλο κόσμο, σε μιαν άλλη κοινωνική τάξη – και να πάρω αποφάσεις από τον κόσμο και την τάξη απ’ όπου καταγόμουν” αναφέρει κάπου για αυτή τη διαδικασία.
Αλλά ίσως ακόμα πιο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που η μάχη ενάντια στο μέλλον που προετοίμαζαν για αυτόν εξελίχθηκε ως μια διαδικασία αποξένωσης από τον ίδιο τον κόσμο των λαϊκών τάξεων και των βιομηχανικών εργατών στο γαλλικό βορρά, πράγμα που κατάφερε όχι αποκηρύσσοντας, αλλά εντασσόμενος στην Αριστερά!
«Ο μαρξισμός των νεανικών μου χρόνων [υπήρξε αφοσιωμένος τροτσκιστής], λοιπόν, αποτέλεσε για μένα φορέα κοινωνικής αποταύτισης: Εξυμνούσα την εργατική τάξη για να απομακρυνθώ περισσότερο από τους πραγματικούς εργάτες.»
Αφού προσπάθησα να σας δώσω κάποια λίγα μόνο στοιχεία της εξαιρετικής δοκιμιακής γραφής του συγγραφέα θα μπω στο κυρίως θέμα αυτού του σημειώματος, όπως περιγράφεται και στον τίτλο, για το πώς από το κοινωνικό περιβάλλον των παιδικών του χρόνων, αναμφισβήτητα προσδεδεμένο με το «Κόμμα», το ΚΚΓ, έφτασε να ψηφίζει το Εθνικό Μέτωπο, όπως διερωτάται και ο ίδιος.
«Πώς ήρθαν έτσι τα πράγματα και για την οικογένεια αυτή έγινε δυνατό -κάποτε, μάλιστα, σχεδόν φυσικό- να ψηφίζει Δεξιά ή Ακροδεξιά […] τι έγινε λοιπόν και άρχισαν να ψηφίζουν Εθνικό Μέτωπο;».
Και εξηγεί πως ήταν η Αριστερά που άλλαξε πριν αλλάξει ο κόσμος, καθώς:
«Με έναν ύποπτο ενθουσιασμό, η Αριστερά άρχισε να τίθεται υπό την επιρροή νεοσυντηρητικών διανοούμενων οι οποίοι με το πρόσχημα της ανανέωσης της αριστερής σκέψης βάλθηκαν να διαγράψουν καθετί αριστερό από την αριστερά. Επήλθε ουσιαστικά μια γενική και μεγάλη μεταμόρφωση του ήθους και των διανοητικών αναφορών της. Δε γινόταν πλέον λόγος για εκμετάλλευση και αντίσταση αλλά για αναγκαίο εκσυγχρονισμό και κοινωνική επανίδρυση. Δε γινόταν πλέον λόγος για ταξικές σχέσεις αλλά για συνύπαρξη. Δε γινόταν πλέον λόγος για κοινωνικό πεπρωμένο αλλά για ατομική ευθύνη, η έννοια της κυριαρχίας και ιδέα μιας δομικής αντίθεσης ανάμεσα σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους εξαφανίστηκε από το πολιτικό τοπίο της επίσημης αριστεράς.»
Και προσθέτει:
«Από τη στιγμή που η αριστερά διέλυσε την πολιτική κινητοποίηση ως ορίζοντα αυτοαντίληψης, η ομάδα ανασυγκροτείται γύρω από μια άλλη αρχή, αυτή τη φορά «εθνική»: την κατάφαση του εαυτού ως νόμιμου «ενοίκου» ενός τόπου -τον οποίο νιώθει ότι χάνει, ή από τον οποίο νιώθει ότι εκδιώκεται (η γειτονιά στη νέα διαχωριστική γραμμή αντικαθιστά τον χώρο εργασίας στον προσδιορισμό του εαυτού και της σχέσης με τους άλλους).
Και ενώ κάνει πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις μιας και ακόμα όταν το κομμουνιστικό κόμμα είχε υψηλά ποσοστά και πάλι ένα πολύ σημαντικό μέρος των εργατών ψήφιζε δεξιά, φαίνεται να καταλήγει λέγοντας πως:
«όταν η Αριστερά αποδεικνύεται ανίκανη να οργανωθεί ως χώρος και χωνευτήρι όπου διαμορφώνονται τα νέα ερωτήματα και επενδύονται οι επιθυμίες και οι δυνάμεις, τότε θα τις αναδεχθεί και θα τις προσελκύσει η Δεξιά και η Ακροδεξιά.
Ιδού λοιπόν, το καθήκον των κοινωνικών κινημάτων και των κριτικών διανοουμένων: να διαμορφώσουν θεωρητικά πλαίσια και πολιτικούς τρόπους πρόσληψης της πραγματικότητας που θα επιτρέπουν όχι την εξάλειψη -αυτό είναι αδύνατον- αλλά την κατά το δυνατόν αδρανοποίηση των αρνητικών παθών που επενεργούν στο κοινωνικό σώμα, ιδίως στις λαϊκές τάξεις• που θα προσφέρουν άλλες προοπτικές και θα σκιαγραφούν ένα μέλλον για αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί, και πάλι «Αριστερά».
Ο Εριμπόν είναι συναρπαστικός αφηγητής, γι’ αυτό επέλεξα να παραθέσω κάποια εκτεταμένα αποσπάσματα παρά να μιλήσω περισσότερο εγώ όπως συνήθως σε αυτά τα σημειώματα. Και πάλι νιώθω ότι δεν έχω πει πολλά για το βιβλίο, μιας κι στέκομαι σε λίγα μόνο σημεία, υποτιμώντας ίσως κομβικά στοιχεία της επιστροφής στη Ρενς λόγω του βάρους που θεώρησα ότι έπρεπε να δώσω σχετικά με τις γαλλικές προεδρικές εκλογές. Σε κάθε περίπτωση είμαι σίγουρος πως θα επιστρέψω ξανά σε αυτό το βιβλίο για μια δεύτερη ανάγνωση και δεν είναι πολλά τα βιβλία για τα οποία μπορείς να το πεις αυτό.