Demonstrators dressed in Guantanamo Bay prisoner uniforms march past Capitol Hill in Washington, DC, on January 9, 2020, during a rally on “No War with Iran.” (Photo by Brendan Smialowski / AFP) (Photo by BRENDAN SMIALOWSKI/AFP via Getty Images)

Μετάφραση: Κυριακή Κλοκίτη | Πηγή: Jacobin (30.1.2022)

Είκοσι χρόνια από την έναρξη λειτουργίας του, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να κρατούν φυλακισμένους, τους περισσότερους χωρίς κατηγορία, στον Κόλπο του Γκουαντάναμο. Η εγκατάσταση είναι ένα βδέλυγμα που πρέπει να κλείσει και η γη της να επιστραφεί στην Κούβα.

Είκοσι χρόνια έχουν περάσει από τότε που οι πρώτοι κρατούμενοι έφτασαν στον Κόλπο του Γκουαντάναμο. Το κέντρο κράτησης των ΗΠΑ βρίσκεται σε ναυτική βάση στην ανατολική Κούβα. Η κουβανική κυβέρνηση ζητά συνεχώς το κλείσιμό του και θεωρεί ότι το κέντρο κράτησης βρίσκεται σε κατεχόμενα εδάφη. Η φυλακή χτίστηκε σε ενενήντα έξι ώρες μετά τις τρομερές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 και έχει κρατήσει 780 κρατούμενους. Ήταν σαράντα εννέα διαφορετικών εθνικοτήτων, κυρίως Αφγανοί, Σαουδάραβες, πολίτες της Υεμένης και Πακιστανοί, ηλικίας από δεκατριών έως ογδόντα εννέα ετών όταν κρατήθηκαν. Το Γκουαντάναμο είναι ένα απόρθητο μέρος όπου τα βασανιστήρια και η ατιμωρησία ήταν —και πιθανώς εξακολουθούν να είναι— η ημερήσια διάταξη.

Το Γκουαντάναμο είναι μια επίδειξη των χειρότερων ενός κράτους, χειρότερων από αυτά που είναι ικανοί να κάνουν άνθρωποι σε συνανθρώπους τους. Σε αυτές τις δύο δεκαετίες, μόνο δώδεκα από τoυς κρατούμενους έχουν διωχθεί και μόνο μόνο δύο καταδικάστηκαν από στρατιωτική επιτροπή. Σήμερα, τριάντα εννέα άνθρωποι εξακολουθούν να βρίσκονται στη φυλακή, είκοσι επτά από αυτούς χωρίς κατηγορία. Οι είκοσι επτά στους οποίους δεν έχουν απαγγελθεί κατηγορίες όλο αυτό το διάστημα παραμένουν εκεί, διότι θεωρούνται κρατούμενοι πολέμου στη σύγκρουση με την Αλ Κάιντα, χωρίς να φαίνεται τέλος στην κατάστασή τους. Όπως υπενθύμισε πρόσφατα η εφημερίδα La Vanguardia, η δίκη των πέντε φερόμενων ως αρχηγών της 11ης Σεπτεμβρίου, συμπεριλαμβανομένης αυτής του φερόμενου ως ηγέτη, Khalid Shaykh Mohammed, δεν έχει ακόμη ξεκινήσει μετά από δέκα χρόνια προκαταρκτικών ακροάσεων.

Το 2002, από το δικαστήριο νούμερο 5 του Εθνικού Δικαστηρίου, εξέδωσα κατηγορητήριο κατά του Ισπανού πολίτη Hamed Abderrahaman Ahmed —ψευδώνυμο Hamido, φυλακισμένος στο Γκουαντάναμο— ως μέλος του ισπανικού πυρήνα της Αλ Κάιντα. Τον Δεκέμβριο του 2003 εξέδωσα ένταλμα σύλληψης. Το χρησιμοποίησα για να ζητήσω την έκδοσή του από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η απελευθέρωσή του επιτεύχθηκε τον Φεβρουάριο του 2004 με αντάλλαγμα τη δέσμευση της κυβέρνησης του Αθνάρ να τον κρατήσει στη φυλακή, ένα θέμα που ήταν σαφώς στη δικαιοδοσία μου βάσει της διαδικασίας που είχε ξεκινήσει. Στις 13 Φεβρουαρίου η Ιντερπόλ μου επιβεβαίωσε την παράδοσή του. Την ίδια μέρα έλαβα τηλεφώνημα από τον υπουργό Δικαιοσύνης, Χοσέ Μαρία Μιχαβίλα, που μου ζήτησε να τον διαβεβαιώσω ότι ο κρατούμενος δεν θα αφεθεί ελεύθερος, καθώς αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει τις εκλογές που επρόκειτο να διεξαχθούν στις 14 Μαρτίου. Απάντησα κατηγορηματικά ότι αυτό που μου έλεγε ήταν εκτός τόπου.

Συγκλονιστική δήλωση

Αυτή επρόκειτο να είναι η πρώτη περίπτωση στον κόσμο απελευθέρωσης ανθρώπου από αυτή τη φυλακή. Επρόκειτο για κάποιον που του είχαν στερηθεί όλα τα δικαιώματά του και τα ανακτούσε, χωρίς να θίγονται οι κατηγορίες που θα μπορούσαν να του απαγγελθούν και οι οποίες προηγήθηκαν της αναχώρησής του από την Ισπανία στο Αφγανιστάν. Μόλις έφτασε, διέταξα να υποβληθεί σε ενδελεχή ιατρική εξέταση, αλλά πριν από αυτό, τον ρώτησα για την κράτηση και τη μεταχείρισή του στο Γκουαντάναμο.

Από τις σημειώσεις μου από εκείνη την εποχή:

Μου μίλησε για μεμονωμένα σιδερένια κελιά (κλωβούς) διαστάσεων 2×1,5μ. με όχι καθημερινή δεκαπεντάλεπτη έξοδο, σε μόνιμη σιωπή, με κουκούλα στο κεφάλι, χτυπήματα στο πρόσωπο, αλλεπάλληλες ανακρίσεις χωρίς δικηγόρο. Για περισσότερα από δύο χρόνια αυτό το άτομο έζησε σε μια κατάσταση χωρίς δικαιώματα. Συμφώνησα να τον εισαγάγω στο νοσοκομείο Gregorio Marañón παρά το γεγονός ότι οι ιατρικές εκθέσεις δεν είναι δυσμενείς.

Έχω βιώσει ένα μπερδεμένο συναίσθημα. Από τη μια πλευρά, η ικανοποίηση ότι μου παραδόθηκε ένας υποτιθέμενος τρομοκράτης, αλλά, από την άλλη, ένιωσα τη θλίψη, την ενόχληση, την αηδία και την ανησυχία που έφερε ο αποπροσανατολισμός που τον συνόδευε, η δοκιμασία που είχε να περάσει σε αυτό το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εξουσιοδότησα την οικογένεια να τον δει σε έναν ανοιχτό και άνετο χώρο (στο γραφείο του γραμματέα και όχι στα μπουντρούμια) σε περίπτωση που αυτή η εναλλακτική λύση θα μπορούσε να του φέρει πίσω όσα έζησε στο Γκουαντάναμο. Ο δικηγόρος Javier Nart ήταν πολύ επαγγελματίας και μου είπε ότι θα καταθέσει αγωγή αστικής ευθύνης κατά των Ηνωμένων Πολιτειών.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά του δικαστή

Το 2009 ξεκίνησα μια δικαστική υπόθεση για τη διερεύνηση των υπευθύνων για τα βασανιστήρια των κρατουμένων του Γκουαντάναμο. Ακολούθησαν αρκετές καταγγελίες και μηνύσεις. Σήμερα, όπως και εκείνη την ημέρα του 2004, με κυριεύουν ακόμη οι ιστορίες των θυμάτων. Η πρακτική των βασανιστηρίων έχει αποτελέσει πειρασμό και σταθερά σε όλη την Ιστορία. Πολλαπλές έρευνες το έχουν δείξει (δικτατορίες, Γκουαντάναμο, Άμπου Γκράιμπ, τρομοκρατία, φυλακές, ανακρίσεις). Είναι η ίδια η άρνηση του ανθρώπινου ορθολογισμού και η πιο χονδροειδής άρνηση του κράτους δικαίου.

Το Γκουαντάναμο είναι ένα απόρθητο μέρος όπου τα βασανιστήρια και η ατιμωρησία ήταν —και πιθανώς εξακολουθούν να είναι— η ημερήσια διάταξη.

Όπως ήταν φυσικό, οι αρχές των ΗΠΑ δεν συνεργάστηκαν ποτέ παρά μόνο για να εμποδίσουν την έρευνα, με την πολύτιμη συνεργασία ορισμένων ισπανών αξιωματούχων, όπως αποκαλύφθηκε το 2010 από το WikiLeaks. Δεν ξεχνάω εκείνα τα τηλεγραφήματα από την πρεσβεία των ΗΠΑ στη Μαδρίτη που μιλούσαν για «στρίψιμο του χεριού του Garzón» ή «υποψιαζόμαστε ότι ο Garzón θα πάρει όλη τη δημοσιότητα για την υπόθεση, εκτός και αν αναγκαστεί να την παρατήσει». Αυτή η δημοσίευση πιθανότατα έσωσε την υπόθεση και οδήγησε τους δικαστές του Εθνικού Δικαστηρίου να επιβεβαιώσουν τη δικαιοδοσία και να διατάξουν τη συνέχιση της έρευνας. Το ισπανικό Ανώτατο Δικαστήριο θα χαρακτηρίσει το Γκουαντάναμο κενό δικαίου, θεωρώντας ότι τα όποια στοιχεία που αποκτήθηκαν εκεί ήταν παράνομα.

Έκθεση της Γερουσίας των ΗΠΑ

Στις 9 Δεκεμβρίου 2014 μια έκθεση της Γερουσίας των ΗΠΑ κατέστησε σαφές ότι το Γκουαντάναμο ενσαρκώνει τη βαρβαρότητα ενός συστήματος που έχει χάσει κάθε ανθρωπιστική αναφορά και έχει ξεχάσει το κράτος δικαίου στους υπονόμους κρυφών κέντρων κράτησης, στις μυστικές φυλακές και σε κάθε χτύπημα ή ταπείνωση ανήμπορων ανθρώπων που στερούνται τα πιο στοιχειώδη δικαιώματά τους. Σε ένα άρθρο που δημοσίευσα λίγες μέρες αργότερα στον ιστότοπο του ιδρύματός μου, FIBGAR, περιέγραψα αυτό που σκέφτομαι σήμερα: ότι η αιτιολόγηση της ανάγκης εφαρμογής αυτών των μεθόδων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, εκτός από νομική παρέκκλιση, είναι ψευδής και υποστηρίζει για περισσότερα από δώδεκα χρόνια μια εξαπάτηση που μοιράστηκαν πολλές κυβερνήσεις και δικαστικά συστήματα, τα οποία παρέμειναν δυσοίωνα σιωπηλά. Και ότι η ντροπή επεκτείνεται σε όλες εκείνες τις χώρες των οποίων οι ηγέτες συναίνεσαν και συνεχίζουν να συναινούν στις παράνομες ενέργειες των αμερικανικών υπηρεσιών και σ’ εκείνους που τις βοηθούν ή τις ενθαρρύνουν.

Αλλά ακόμη περισσότερο, αυτή η απόφαση της Γερουσίας επιβεβαίωσε ότι τέτοιες εγκληματικές ενέργειες από τη CIA στο Γκουαντάναμο ήταν άχρηστες επειδή οι κρατούμενοι —που δεν είχαν δικαστεί— μπροστά σε αυτές τις μεθόδους, υπέγραψαν ψευδείς δηλώσεις που χρησίμευαν για να δικαιολογήσουν τους ανώτερους αξιωματούχους αυτής της υπηρεσίας πληροφοριών και τις αρχές των ΗΠΑ που χρησιμοποίησαν συστηματικά τα βασανιστήρια ως μέσο καταπολέμησης της τρομοκρατίας και ως κρατική πολιτική για να υποτάξουν άλλες χώρες.

Οικουμενική Δικαιοδοσία

Όσον αφορά την αμερικανική κυβέρνηση, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους παραδέχτηκε ότι οι Ταλιμπάν και οι αφγανοί κρατούμενοι θα έπρεπε να καλύπτονται από τη Σύμβαση της Γενεύης. Το 2006, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή η σύμβαση αφορά όλους τους κρατούμενους και ότι το σύστημα της στρατιωτικής επιτροπής παραβίασε το διεθνές δίκαιο. Πεντακόσιοι κρατούμενοι απελευθερώθηκαν. Άλλοι διακόσιοι επρόκειτο να αφεθούν ελεύθεροι κατά τη διάρκεια της θητείας του Μπαράκ Ομπάμα, αφού σχεδίαζε να κλείσει το κέντρο μέσα σε ένα χρόνο.

Ο Ντόναλντ Τραμπ ήρθε και σταμάτησε αυτή τη διαδικασία. Ο Τζο Μπάιντεν έγινε πρόεδρος με την υπόσχεση να το κλείσει. Μέχρι σήμερα έχει μεταφερθεί μόνο ένας κρατούμενος. Η θέση της κυβέρνησης Μπάιντεν είναι σαφής: το Γκουαντάναμο είναι «ηθική κηλίδα», όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Νεντ Πράις. Ωστόσο, ο Μπάιντεν αντιμετωπίζει τους Ρεπουμπλικάνους στη Γερουσία που απορρίπτουν κάθε πιθανότητα να κλείσει η φυλακή. Οι κρατούμενοι θεωρούνται επικίνδυνοι και απαγορεύεται η χρήση δημόσιων πόρων για τη μεταφορά τους σε οποιονδήποτε προορισμό ή για οποιεσδήποτε βελτιώσεις στις εγκαταστάσεις της φυλακής.

Στο Λονδίνο πραγματοποιούνται διαδηλώσεις γι’ αυτό που αποκαλούν «αιώνιους κρατούμενους». «Να απαγγείλετε κατηγορίες ή να τους αφήσετε ελεύθερους», απαιτούν οι διαδηλωτές. Το Γκουαντάναμο είναι ντροπή και παράδειγμα του τι μπορεί να κάνει μια χώρα –που υποδύεται ότι είναι με τα ανθρώπινα δικαιώματα– εναντίον των ανθρώπινων δικαιωμάτων, παραπλανώντας το παγκόσμιο μήνυμα για τη διασφάλισή τους.

Η οικουμενική δικαιοδοσία, το όργανο που μας επέτρεψε στην Ισπανία να πραγματοποιήσουμε αυτή την έρευνα και τις επακόλουθες δίκες, είχε εμφανιστεί ως εργαλείο ικανό να θέσει υπό έλεγχο τις συστηματικές και αυθαίρετες επιθέσεις από οποιοδήποτε καθεστώς, όσο ισχυρό και αν ήταν. Αλλά η πολιτική δεν αντέχει την πίεση και, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, οι δικαστές δεν αγωνίζονται όπως θα έπρεπε για την ανεξαρτησία τους. Ο Οργανικός Νόμος 1/2014 της 13ης Μαρτίου, που τροποποιεί τον Οργανικό Νόμο 6/1985 της 1ης Ιουλίου, για το δικαστικό σώμα, για την οικουμενική δικαιοσύνη, επί κυβέρνησης του Λαϊκού Κόμματος, έβαλε οριστικό τέλος σε μια πρώτη μεταρρύθμιση το 2009 υπό σοσιαλιστική κυβέρνηση, η οποία την περιόρισε. Εάν η Ισπανία ήταν παγκόσμιο σημείο αναφοράς, η ατιμωρησία θα ήταν περιορισμένη και η προστασία των ευάλωτων θα εδραιωνόταν.

Όσο για το Γκουαντάναμο, πάντα προσπαθούσα να βγάλω όσους μπορούσα από αυτό το εφιαλτικό μέρος. Αλλά όλα αυτά μου επιβεβαίωσαν, σήμερα και κατά τη διάρκεια αυτών των είκοσι ετών, ότι η υπεράσπιση των θυμάτων και οι εγγυήσεις του κράτους δικαίου πρέπει να διατηρούνται πάνω από οποιονδήποτε συμβιβασμό και ότι είναι κρίσιμο να καταγγείλουμε αυτούς που προσπαθούν να εμποδίσουν τον τρόπο άσκησης της ανεξάρτητης δικαιοσύνης — όσο ισχυροί και αν είναι.

Ο Μπαλτάσαρ Γκαρθόν (Baltasar Garzón) είναι ισπανός δικαστής, πρόεδρος της FIBGAR

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…