Πηγή: Andrey Rudakov/Bloomberg

Πηγή: Jacobin (18.8.2022) | Μετάφραση: Κυριακή Κλοκίτη

Ποιος φταίει για τον πόλεμο στην Ουκρανία; H Ρωσία, προφανώς. Αλλά ποια Ρωσία; Πολλοί δυτικοί και εγχώριοι φιλελεύθεροι επικριτές του καθεστώτος του Βλαντιμίρ Πούτιν συμφωνούν ότι η υποστήριξη του πολέμου προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τους «vatniki» ή  «vata», που θα μπορούσαν να περιγραφούν ως το σύγχρονο λουμπενπρολεταριάτο της Ρωσίας.

Τα πραγματικά vatniki ήταν τα πανταχού παρόντα τζάκετ με επένδυση που φορούσαν εργάτες, κρατούμενοι και φοιτητές σε όλη τη Σοβιετική Ένωση (το «vatnik» προέρχεται από το «vata» ή το βαμβάκι). Τα τελευταία χρόνια ο όρος έχει γίνει συντομογραφία για ένα συγκεκριμένο είδος ατόμου: άνω των πενήντα ετών, συχνά από αγροτική περιοχή, σχεδόν σίγουρα συνταξιούχος ή «buudgetnik» (απασχολούμενος από το κράτος, είτε ως δάσκαλος, είτε ως νοσοκόμος, είτε ως υπάλληλος χαμηλού επιπέδου), και νοσταλγός της σταθερότητας και της τάξης του σοβιετικού συστήματος.

Μετατρεπόμενοι σε καρικατούρα, από τη φιλελεύθερη διανόηση, σαν ζόμπι της προπαγάνδας, οι vatniki έχουν γίνει οι βασικοί αποδιοπομπαίοι τράγοι για την ιμπεριαλιστική περιπέτεια της κυβέρνησης στην Ουκρανία. Τα ειδησεογραφικά κείμενα σε ξένους ιστότοπους όπως το Ράδιο Liberty, ή σε εγχώρια φιλελεύθερα μέσα, όπως το Meduza, συνοδεύονται συχνά από σχόλια που απαξιώνουν τους Ρώσους της εργατικής τάξης.

«Παρατηρώ μια τάση», γράφει ένας σχολιαστής του Ράδιο Liberty κάτω από ένα πρόσφατο βίντεο συνεντεύξεων σχετικά με τη στάση των Μοσχοβιτών απέναντι στη λεγόμενη «ειδική στρατιωτική επιχείρηση». «Όσο πιο φτωχός είναι ένας άνθρωπος, τόσο λιγότερο διανοητικά ανεπτυγμένος είναι και κατά συνέπεια πιο ευάλωτος στην προπαγάνδα, πιο θυμωμένος με τον κόσμο. Η πολιτική του Πούτιν στοχεύει στην εξάλειψη της μεσαίας τάξης, εκείνων που είναι πιο μορφωμένοι, σκεπτόμενοι και λιγότερο επιρρεπείς στην προπαγάνδα».

Οι καθιερωμένες φωνές τείνουν να χρησιμοποιούν πιο κωδικοποιημένη ταξική γλώσσα: για παράδειγμα, ο εξόριστος κοινωνιολόγος Igor Eidman αναφέρεται στους υποστηρικτές του Πούτιν ως «επιθετικά ανεγκέφαλους» που «δεν κατοικούν στην πραγματικότητα αλλά μάλλον σε μια γελοιογραφία ενός πυρετώδους ονείρου που κατασκευάζεται από τη ρωσική τηλεοπτική προπαγάνδα».

Τέτοιες απόψεις έχουν γίνει συνηθισμένες, ιδιαίτερα στον απόηχο του πολέμου στην Ουκρανία. Ωστόσο αποκρύπτουν και εξαλείφουν τον ουσιαστικό ρόλο που έπαιξαν οι μεσαίες και ανώτερες μεσαίες τάξεις στην επικράτηση και τη διατήρηση του πουτινισμού.

Κυνισμός

«Η ρωσική διανόηση κατηγορεί παραδοσιακά τις κατώτερες τάξεις για την υποτιθέμενη αφέλειά τους και την τάση να επηρεάζονται από την προπαγάνδα», λέει η Natalia Kalfics-Mamonova, από το Σουηδικό Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων, ειδική σε θέματα πολιτικής της βάσης στην πρώην Σοβιετική Ένωση. «Η πραγματική εικόνα, ωστόσο, είναι πιο περίπλοκη». Σε ένα αυταρχικό πλαίσιο, σημειώνει, είναι πιθανά αδύνατο να γνωρίζουμε την έκταση της λαϊκής υποστήριξης στον πόλεμο. Σύμφωνα με αυτήν, ακόμη και μεταξύ των καθεστωτικών και των μελών των υπηρεσιών ασφαλείας, «οι οικονομικοί λόγοι συχνά υπερισχύουν της ιδεολογίας και της σοβιετικής νοσταλγίας», όταν πρόκειται για την προθυμία των ανθρώπων να ανεχτούν τον πόλεμο και άλλες υπερβολές. Όσο γκροτέσκο κι αν έχει γίνει, ο πουτινισμός παραμένει ουσιαστικά ένα νεοφιλελεύθερο φαινόμενο.

Αυτό είναι ένα σημείο που αναφέρεται σε ένα πρόσφατο δοκίμιο του εξέχοντος κοινωνιολόγου και κριτικού του Πούτιν Γκριγκόρι Γιούντιν. Η κοινωνική τάξη που έχτισε ο Πούτιν στη Ρωσία, γράφει στην αντιπολιτευτική εφημερίδα Meduza, είναι μια «ριζοσπαστική εκδοχή του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, στον οποίο κυριαρχεί η απληστία, απόλυτη φιλοδοξία είναι η ατομική άνεση και ο κυνισμός, ενώ η ειρωνεία και ο μηδενισμός παρέχουν ένα θωπευτικό συναίσθημα εύκολης υπεροχής. «Ο ισχυρισμός του Γιουντίν έρχεται σε αντίθεση με ένα κεντρικό κυρίαρχο κύμα για τη Ρωσία του Πούτιν – ότι, ανεξάρτητα από τα προβλήματα ή τα πλεονεκτήματά του, το σημερινό σύστημα της Ρωσίας έχει έρθει σε ριζική ρήξη με τη μετασοβιετική Ρωσία που χτίστηκε τη δεκαετία του 1990 υπό τον Μπόρις Γέλτσιν.

Ανάλογα ποιον ρωτάς, εκείνα τα χρόνια ήταν είτε μια εποχή ατελούς αλλά ανθούσας δημοκρατίας είτε χάους, ταπείνωσης και υποβάθμισης. Ωστόσο, όπως υποστήριξε ο Τόνι Γουντ (Tony Wood), μέλος της συντακτικής επιτροπής της New Left Review, στο βιβλίο του Russia Without Putin, το 2018, «Το σύστημα που επικράτησε τη δεκαετία του 2000 δεν ήταν μια διαστροφή του γιελτσινισμού, αλλά η ωρίμανσή του». Εξακολουθεί να στηρίζεται στη δέσμευση στον καπιταλισμό εσωτερικά και στη μετα-ιμπεριαλιστική άρνηση στο εξωτερικό, με αχαλίνωτη ανισότητα, τα αποτελέσματα της οποίας εξουδετερώνονται από μια έκρηξη εμπορευμάτων και από τα κουρελιασμένα απομεινάρια του σοβιετικού κράτους πρόνοιας. Ο ποιητής και ακτιβιστής Κιρίλ Μεντβέντεφ (Kirill Medvedev) συμφωνεί. «Παρ’ όλη τη ρητορική του Πούτιν για τη Σοβιετική νοσταλγία, είναι ένας άνθρωπος της δεκαετίας του ’90, ο κληρονόμος του [ρώσου προέδρου Μπόρις] Γέλτσιν», μου είπε.

Και όπως οι ολιγάρχες της δεκαετίας του 1990 ήταν βαθιά μπλεγμένοι με το κράτος, έτσι και οι «siloviki» (πρώην μέλη των υπηρεσιών ασφάλειας και πτέρυγα της ρωσικής κυβέρνησης), που τους έχουν αντικαταστήσει ως διαιτητές της πολιτικής εξουσίας υπό τον Πούτιν, είναι ενσωματωμένοι στο καπιταλιστικό σύστημα. Παρ’ όλες τις επιφανειακές διαφορές τους, και οι δύο ομάδες μετέτρεψαν τον κρατικό μηχανισμό σε όργανο ατομικού πλουτισμού. Καθώς οι επιχειρηματικές και μαφιόζικες ομάδες τέθηκαν σταδιακά υπό τον έλεγχο των υπηρεσιών ασφαλείας, το κράτος απορρόφησε και εσωτερίκευσε την ιδεολογία τους που έχει γνώμονα το κέρδος και τους τρόπους λειτουργίας τους.

Πολλές από τις πιο θορυβώδεις φωνές κατά του Πούτιν στη Ρωσία υποστήριξαν τα νεοφιλελεύθερα στηρίγματα του καθεστώτος του, ακόμη και όταν έγινε εμφανής η κατασταλτική και εκμεταλλευτική φύση του. Η Νατάσα Σιντέγιεβα, ιδιοκτήτρια του αντιπολιτευόμενου ραδιοτηλεοπτικού σταθμού TV Rain (Dozhd), μετέφερε τον σταθμό στη Λετονία, αφού τον έκλεισαν μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Όμως, όπως παραδέχεται στο πρόσφατο ντοκιμαντέρ F@ck this Job, ήταν ενθουσιώδης υποστηρίκτρια του πρώην πρωθυπουργού Ντμίτρι Μεντβέντεφ κατά την τετραετή θητεία του ως πρόεδρου placeholder από το 2008–12. Άλλοι πρόσφατοι πολιτικοί μετανάστες, όπως ο Anatoly Chubais, πρώην ειδικός απεσταλμένος του Κρεμλίνου στους διεθνείς οργανισμούς, και ο πρώην πρωθυπουργός Μιχαήλ Κασιάνοφ, ήταν οι λεγόμενοι συστημικοί φιλελεύθεροι (μεταρρυθμιστές αξιωματούχοι ενσωματωμένοι στο σύστημα εξουσίας του Πούτιν), οι οποίοι υποστήριξαν πολλές από τις πρώτες οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Πούτιν.  .

Κοιμισμένες μάζες

Πράγματι, η συκοφαντία των ταπεινών vatniki κρύβει το γεγονός ότι, την πρώτη δεκαετία στην εξουσία, ο Πούτιν βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην υποστήριξη των φιλόδοξων μεσαίων τάξεων. Αυτό ήταν τελικά το αρχικό κοινό του Dozhd (ανεξάρτητο κανάλι τηλεόρασης): μορφωμένοι αστοί που λαχταρούσαν τον δυτικό τρόπο ζωής και τα καταναλωτικά αγαθά, αλλά παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό απολίτικοι μέχρι την πρώτη από τις μαζικές διαδηλώσεις της μεσαίας τάξης κατά της κυβέρνησης το 2011. Και μόνο όταν σταμάτησε η οικονομία να έχει τη δυνατότητα να προσφέρει υψηλό βιοτικό επίπεδο και ο Πούτιν στράφηκε αποφασιστικά προς μια πολιτική κοινωνικά συντηρητικού λαϊκισμού στο εσωτερικό και σοβιετικού αλυτρωτισμού στο εξωτερικό –που σημαδεύτηκε από την εισβολή στην Κριμαία το 2014–, αυτή η κοινωνική ομάδα τελικά τον εγκατέλειψε.

Σύμφωνα με τον Μεντβέντεφ, «η ιδέα ότι οι εύποροι είναι κατά του πολέμου και οι φτωχοί και οι αμόρφωτοι είναι υπέρ του πολέμου δεν επιβεβαιώνεται από την πραγματικότητα». Πιστεύει ότι η υποστήριξη στον πόλεμο μεταξύ των φτωχότερων και των ανθρώπων της εργατικής τάξης είναι στην πραγματικότητα χαμηλότερη από ό,τι μεταξύ των μεσαίων τάξεων. «Όσοι έχουν πολύ λίγα, αναζητούν σταθερότητα, γιατί φοβούνται να χάσουν τα λίγα που έχουν», λέει ο Μεντβέντεφ. «Οποιοδήποτε σοκ μπορεί να είναι θανατηφόρο και ο πόλεμος θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα».

Πράγματι, ήταν οι vatniki που αμφισβήτησαν σημαντικά τον πουτινισμό, ειδικά στην πρώιμη, πιο ανοιχτά νεοφιλελεύθερη εκδοχή του. Το 2005, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις προγραμματισμένες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης των δωρεάν συγκοινωνιών για τους ηλικιωμένους, αφού οι διαμαρτυρίες των συνταξιούχων έφεραν τη χώρα σε αδιέξοδο. Μια δεκαετία αργότερα, οι φορτηγατζήδες εξεγέρθηκαν ενάντια σε μια διεφθαρμένη εγκατάσταση διοδίων αυτοκινητοδρόμων.

Ο κοινωνικός ελιτισμός ήταν αναπόσπαστο μέρος του ρωσικού φιλελευθερισμού από την έναρξή του. Ο πρωτοπόρος φιλελεύθερος φιλόσοφος του δέκατου ένατου αιώνα, Πιοτρ Τσαντάγιεφ, από τους πρώτος που ισχυρίστηκαν ότι η Ρωσία έμεινε απελπιστικά πίσω από τον δυτικό πολιτισμό και μπορούσε να λυτρωθεί μόνο μέσω μιας καθαρής ρήξης με το παρελθόν της, ήταν πεπεισμένος ότι μόνο μια μικροσκοπική ελίτ –η διανόηση– ήταν ικανή να αφυπνίσει και να διαχειριστεί τις κοιμισμένες μάζες. «Μια μικρή μειοψηφία σκέφτεται, οι υπόλοιποι απλά νιώθουν», έγραψε ο Τσαντάγιεφ στα Φιλοσοφικά του Γράμματα.

Η αντίληψη του Τσαντάγεφ για τις μάζες –ανορθολογική, χονδροειδής και μη πειστική– επιβίωσε μετά τις έντονες συζητήσεις ανάμεσα σε δυτικοποιημένους-σλαβόφιλους του 19ου αιώνα όσο και μετά το σοβιετικό σύστημα, που δήθεν δόξαζε τον απλό άνθρωπο, ακόμη και όταν απέκρυπτε την πραγματική πολιτική δράση της εργατικής τάξης. Η θεραπεία-σοκ της δεκαετίας του 1990, η οποία έφερε αμύθητο πλούτο σε ένα μάτσο ολιγάρχες και την εξαθλίωση για μεγάλο μέρος της χώρας, μετέτρεψε αυτή την παμπάλαια αντίληψη σε ένα είδος καθαρού κοινωνικού δαρβινισμού.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία νομιμοποίησε περαιτέρω τη ρητορική του ταξικού μίσους, που συχνά αναπτύσσουν οι Ουκρανοί στο Διαδίκτυο κατά των εισβολέων. Από το 2014, τα ρωσικά στρατεύματα εισβολής χαρακτηρίζονται συχνά ως φτωχά, καθυστερημένα και βίαια. Μια έρευνα του 2015 για την αντιρωσική ρητορική μίσους στα ουκρανικά μέσα ενημέρωσης, που διεξήγαγε η Εθνική Ένωση Δημοσιογράφων της Ουκρανίας, διαπίστωσε ότι ο όρος «vatnik» ήταν ο πιο συχνά χρησιμοποιούμενος όρος για την κατάχρηση.

Από πολλές απόψεις, ο λόγος γύρω από τους βατνίκι μοιάζει με την αναφορά της Χίλαρι Κλίντον για τους «αξιοθρήνητους». Στη συνέχεια, οι Αμερικανοί ψηφοφόροι της εργατικής τάξης κατηγορήθηκαν από πολλούς του φιλελεύθερου κατεστημένου για τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, παρά την υποστήριξη του τελευταίου από δισεκατομμυριούχους και διευθύνοντες συμβούλους. Πράγματι, το εισόδημα του μέσου ψηφοφόρου του Τραμπ ήταν υψηλότερο από αυτό της Κλίντον. Σήμερα, οι Ρώσοι σύντροφοί τους στοχοποιούνται για έναν πόλεμο που διεξάγεται από έναν άνθρωπο του οποίου το καθεστώς εξακολουθεί να συντηρείται από ολιγάρχες. Στην πραγματικότητα, ο πόλεμος στην Ουκρανία μαίνεται ενάντια στους φτωχούς, και όχι μόνο στη Ρωσία. Όπως σημείωσε στο Newsweek η Αμερικανίδα πολιτιστική σχολιαστής Αντζι Σπικς σε μια σπάνια στιγμή ειλικρίνειας, λίγο μετά το ξέσπασμα του πολέμου, η εργατική τάξη των ΗΠΑ τώρα «καλείται να υποφέρει για να τιμωρήσει τον Πούτιν» με την αύξηση των τιμών του πετρελαίου και των τροφίμων, λόγω των κυρώσεων κατά της Ρωσίας.

Καθώς ο πόλεμος παρατείνεται, φέρνοντας μαζί του αυξανόμενο κοινωνικό και οικονομικό κόστος, είναι δύσκολο να αποφύγουμε να κουνήσουμε το δάχτυλο. Ωστόσο, «είναι σημαντικό να μην συνεχίσουμε να ρίχνουμε τις ευθύνες ανάμεσα στον  Πούτιν, ή σε διαφορετικά είδη Ρώσων ή στη Δύση», λέει ο Μεντβέντεφ. «Υπάρχει αρκετή ευθύνη για όλους. Αυτό που είναι σημαντικό είναι να εστιάσουμε στο μέλλον και να βρούμε τρόπους συλλογικής αντίστασης».

Ο Vadim Nikitin γράφει για τη μετασοβιετική πολιτική και ερευνά το οικονομικό έγκλημα στην πρώην ΕΣΣΔ.

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…