Πηγή: Rebelion (02/04/2022) | Μετάφραση: Α. Λ.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν υπέγραψε στις 29 Μαρτίου τον Νόμο κατά του λιντσαρίσματος Έμετ Τιλ. Αυτό σηματοδοτεί το αποκορύφωμα περισσότερων από 100 ετών προσπαθειών και πρωτοβουλιών για να θεσμοθετηθεί το λιντσάρισμα ως ομοσπονδιακό έγκλημα.

Η Μισέλ Ντάστερ, δισέγγονη της Ίντα Β. Γουέλς, της θρυλικής ακτιβίστριας κατά του λιντσαρίσματος και πρωτοπόρου αφροαμερικανίδας δημοσιογράφου, δήλωσε κατά την τελετή υπογραφής: «Από τότε που η προγιαγιά μου επισκέφθηκε τον Λευκό Οίκο πριν από 124 χρόνια, έχουν γίνει περισσότερες από 200 προσπάθειες για τη θέσπιση αυτής της νομοθεσίας. Πριν από δεκαεπτά χρόνια, το 2005, ο αδελφός μου Ντον μίλησε σε μια συνέντευξη Τύπου που δόθηκε στη Γερουσία όπου ζητήθηκε συγγνώμη επειδή δεν είχαν καταφέρει να ψηφίσουν τονομοσχέδιο [κατά του λιντσαρίσματος]. Επιτέλους, είμαστε εδώ σήμερα, μετά από γενιές και γενιές, για να γίνουμε μάρτυρες αυτής της ιστορικής στιγμής».

Ο Έμετ Τιλ θα έπρεπε να είναι ζωντανός σήμερα. Γεννημένος στις 25 Ιουλίου 1941, θα ήταν 80 ετών. Ίσως να εξακολουθούσε να αστειεύεται και να γελάει όπως συνήθιζε να κάνει στα παιδικά του χρόνια. Η μητέρα του Έμετ, Μέιμι Τιλ-Μόμπλεϊ, έγραψε για τον γιο της: «Για τον Έμετ, η ζωή ήταν γέλιο και το γέλιο ήταν ζωογόνο. Υπήρχε τόση χαρά στον ανέμελο κόσμο του που ήθελε να τη μοιραστεί με όλους γύρω του». Οαφροαμερικανός Έμετ Τιλ δολοφονήθηκε άγρια στις 28 Αυγούστου 1955 όταν ήταν 14 ετών. Κατηγορήθηκε ότι σφύριξε στην Κάρολιν Μπράιαντ, μια λευκή γυναίκα. Τον έσυραν έξω από το σπίτι του θείου του στο Μάνι του Μισισιπή,όπου τον είχε στείλει η μητέρα του από το Σικάγο για να περάσει το καλοκαίρι. Αρκετές ημέρες αργότερα, το πτώμα του βρέθηκε στον πυθμένα του ποταμού Ταλαχάτσι, άγρια χτυπημένο, παραμορφωμένο και δεμένο με αγκαθωτό σύρμα στον ανεμιστήρα ενός εκκοκκιστηρίου βαμβακιού βάρους 34 κιλών.

Ο σερίφης της κομητείας Λεφλόρ του Μισισιπή προσπάθησε να επιβάλει την άμεση ταφή του Έμετ αλλά η μητέρα του παρενέβη και πλήρωσε σχεδόν τους μισθούς ενός έτους για να μεταφερθεί η σορός του γιου της πίσω στο Σικάγο. Εκεί, ο υπεύθυνος κηδειών αρνήθηκε να ανοίξει το κουτί για να δει η Μέιμι Τιλ-Μόμπλεϊ το πτώμα του παιδιού της. Εκείνη όμως απαίτησε: «Δώσε μου ένα σφυρί». Ο νεκροθάφτης υποχώρησε και επέτρεψε στη Μέιμι να δει τα ακρωτηριασμένα λείψανα του γιου της. Η δολοφονία είχε προκαλέσει εθνική κατακραυγή. Η Μέιμι Τιλ-Μόμπλεϊ επέμεινε να κηδευτεί ο Έμετ με ανοιχτό φέρετρο. «Ας δει ο κόσμος αυτό που είδα εγώ», είπε.

Περίπου 100.000 άνθρωποι παρακολούθησαν την κηδεία για να αποτίσουν φόρο τιμής στον αδικοχαμένο νεαρό. Το περιοδικό Jet έβαλε στο εξώφυλλό του μια φωτογραφία του Έμετ στο φέρετρο με το κεφάλι του πρησμένο και παραμορφωμένο από τη βία. Η εικόνα έκανε το γύρο του κόσμου και ανάγκασε τουςανθρώπους στις ΗΠΑ να γίνουν μάρτυρες της καταστροφικήςαγριότητας του ρατσισμού και της βιαιότητας του φανατισμού.

Δύο ύποπτοι συνελήφθησαν για την απαγωγή και τη δολοφονία του Έμετ Τιλ: ο Ρόι Μπράιαντ, ο σύζυγος της γυναίκας που ισχυρίστηκε ότι ο έφηβος της είχε σφυρίξει, και ο ετεροθαλής αδελφός του, Τζ. Μίλαμ. Από τότε που δηλώθηκε η εξαφάνιση του Έμετ, δύο θαρραλέοι ακτιβιστές από το τμήμα του Μισισιπή της Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Έγχρωμων Ατόμων(National Association for the Advancement of Colored PeopleNAACP), ο Μέντγκαρ Έβερς και ο Άμζι Μουρ, ασχολήθηκαν επίμονα με την υπόθεση, αρχικά προσπαθώντας να εντοπίσουν το εξαφανισμένο αγόρι και στη συνέχεια αναζητώντας αυτόπτεςμάρτυρες της δολοφονίας. Παρά τους αυτόπτες μάρτυρες που παρουσίασαν οι ακτιβιστές, ένα αμιγώς λευκό και μόνο από άνδρες σώμα ενόρκων, αθώωσε τους υπόπτους. Ένας ένορκος είπε ότι έλαβαν την απόφασή τους μέσα σε λίγα λεπτά αλλά περίμεναν μια ώρα πριν τη δημοσιοποιήσουν για να δώσουν την εντύπωση ότι είχαν πραγματικά σκεφτεί και σταθμίσει την υπόθεση. Λίγα χρόνια αργότερα, στις 12 Ιουνίου 1963, ο Μέντγκαρ Έβερς δολοφονήθηκε στην είσοδο του σπιτιού του.

Μετά την αθώωσή τους, ο Μπράιαντ και ο Μίλαμ πούλησαν την ιστορία τους στο περιοδικό Look για 4.000 δολάρια αντιστοιχούν σε περισσότερα από 40.000 δολάρια σήμερα περίπου το ίδιο ποσό που είχε πληρώσει η Μέιμι Τιλ-Μόμπλεϊγια να μεταφερθεί η σορός του γιου της στο σπίτι τους. Παρόλο που και οι δύο άνδρες ομολόγησαν στο περιοδικό ότι είχαν δολοφονήσει τον Έμετ, δεν ήταν δυνατόν να διωχθούν ποινικά,λόγω των συνταγματικών διατάξεων των ΗΠΑ περί προστασίας από «διπλή ποινική δίωξη». Αν υπήρχε τότε ομοσπονδιακός νόμος κατά του λιντσαρίσματος, οι Μπράιαντ και Μίλαμ θα μπορούσαν να είχαν παραπεμφθεί εκ νέου σε δίκη.

Η δολοφονία του Έμετ Τιλ έδωσε ώθηση στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα. Μήνες αργότερα, η Ρόζα Παρκς αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση της σε έναν λευκό άνδρα σε λεωφορείο στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα. Όταν ρωτήθηκε γιατί αρνήθηκε να πάει στο πίσω μέρος του λεωφορείου, η Παρκς είπε: «Σκέφτηκα τον Έμετ Τιλ και δεν μπορούσα να πάω πίσω».

Ο διάσημος αφροαμερικανός συνδικαλιστής και ακτιβιστής των πολιτικών δικαιωμάτων Α. Φιλίπ Ράντολφ επέλεξε την ημέρα της όγδοης επετείου του θανάτου του Έμετ Τιλ – στις 28Αυγούστου 1963 για να την πραγματοποίηση της Πορείαςστην Ουάσιγκτον, όπου ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ εκφώνησε την ιστορική ομιλία του «Έχω ένα όνειρο».

Το 2004, το FBI άνοιξε εκ νέου την υπόθεση του Έμετ Τιλ και πήρε συνεντεύξεις με επιζώντες αυτόπτες μάρτυρες, οδηγώντας στην ταυτοποίηση αρκετών άλλων υπόπτων που ζούσαν ακόμη εκείνη την εποχή. Το 2017, ο ιστορικός Τίμοθι Τάισον δημοσίευσε ένα βιβλίο σχετικά με την υπόθεση, το οποίο περιλάμβανε μια συνέντευξη που πήρε από την Κάρολιν Μπράιαντ το 2007. Στο βιβλίο, ο Τάισον αφηγείται ότι η Μπράιαντ ανακάλεσε μέρος της κατάθεσης που έδωσε στοδικαστήριο το 1955, στην οποία είχε ισχυριστεί ότι ο Τιλ την είχε αγγίξει και της είχε κάνει άσεμνα σχόλια, αποκάλυψη που θα μπορούσε να την οδηγήσει να κατηγορηθεί ότι είπε ψέματαστο FBI.

Ωστόσο, η Μπράιαντ διέψευσε τον ισχυρισμό του Τάισον και τον Δεκέμβριο του 2021 το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ έκλεισε επίσημα την υπόθεση του Έμετ Τιλ.

«Ο τρόπος για να διορθώσεις τα λάθη είναι να στρέψεις πάνω τους το φως της αλήθειας», έγραψε η Ίντα Β. Γουέλς. Ενώ οι δολοφόνοι του Έμετ Τιλ έμειναν ατιμώρητοι, η σύντομη ζωή του νεαρού αγοριού και ο ακούραστος ακτιβισμός της μητέρας του, Μέιμι Τιλ-Μόμπλεϊ, χάραξαν το δρόμο προς τα εμπρός για όλους μας ώστε να αποκηρύξουμε οριστικά τη ρατσιστική τρομοκρατία.

(Αρχική δημοσίευση: Democracy Now 

Amy Goodman είναι διευθύντρια του Democracy Now!, μιας διεθνούς ενημερωτικής εκπομπής που μεταδίδεται καθημερινά σε περισσότερους από 800 ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς στα αγγλικά και περισσότερους από 450 στα ισπανικά.

* Ο Denis Moynihan είναι συγγραφέας και αρθρογράφος, και συνεργάζεται με το Democracy Now! από το 2000.

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…