Πηγή: mundo.sputniknews.com (18.02.2022 ) | Μετάφραση Α.Λ.

 

Η ευθυγράμμιση των κυβερνήσεων της Κολομβίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξε σταθερή, σχεδόν χωρίς ρωγμές, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας τηs. Το νέο είναι ότι η Μπογκοτά γίνεται όχι μόνο σύμμαχος, αλλά και πιόνι στις γεωπολιτικές κινήσεις της Ουάσιγκτον, βασικός παίκτης της περιφερειακής στρατηγικής της.

Αφενός, η Κολομβία είναι η μόνη χώρα της Λατινικής Αμερικής που είναι συνδεδεμένο μέλος του ΝΑΤΟ. Αλλά, η υποταγή της έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που φαίνεται να ανταγωνίζεται εκείνη ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών στην υποστήριξη της πολιτικής των ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας, ιδίως της Ουκρανίας.

«Η επικύρωση της συμφωνίας της Κολομβίας με ΝΑΤΟ, στις 14 Φεβρουαρίου 2022, εδραιώνει τη χώρα ως όργανο στρατιωτικών επιθέσεων, υπό την καθοδήγηση και τη διοίκηση των αμερικανικών συμφερόντων», αναφέρει η ιστοσελίδα ColombiaInforma.

Απόδειξη αυτού είναι η επίσκεψη στις 7-8 Φεβρουαρίου της υφυπουργού Εξωτερικών για Πολιτικές Υποθέσεις, Βικτόρια Νούλαντ, η οποία συναντήθηκε στην Μπογκοτά με αξιωματούχους της κυβέρνησης, στο πλαίσιο του Διαλόγου Υψηλού Επιπέδου για τη Στρατηγική Ασφάλεια μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κολομβίας.

Η Νούλαντ διαβεβαίωσε σε ραδιοφωνική συνέντευξη ότι «η Βενεζουέλα κινητοποιεί στρατεύματα στα σύνορα με την Κολομβία, με την υποστήριξη και την τεχνική βοήθεια της Ρωσίας και του Ιράν». Η διπλωμάτης, η οποία διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο στην αλλαγή καθεστώτος στην Ουκρανία το 2014, συνδέει τη ρωσική παρουσία στη Βενεζουέλα με μια φαντασιακή επιρροή στις προεδρικές εκλογές του Μαΐου, στις οποίες θα μπορούσε να κερδίσει, για πρώτη φορά, μια προοδευτική δύναμη.

Λίγες ημέρες αργότερα, ο πρόεδρος της Κολομβίας, Ιβάν Ντούκε, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής περιοδείας του, μετά από συνάντηση με τον γραμματέα του ΝΑΤΟ, Τζινς Στόλτενμπεγκ, δήλωσε: «Υποστηρίζουμε σθεναρά την ακεραιότητα του ουκρανικού εδάφους και έχουμε επίσης δηλώσει ότι εάν υπάρξει οποιοδήποτε κίνηση κατά αυτής της εδαφικής ακεραιότητας, θα ενταχθούμε στη διεθνή κοινότητα σε όλες τις ενέργειες που θα λάβουν χώρα κάθε στιγμή».

Από την άποψη αυτή, ο αναλυτής Fernando Dorado έχει δίκιο να επισημαίνει ότι «τόσο ο πρόεδρος Ντούκε όσο και η αντιπρόεδρος Μάρτα Λουσία Ραμίρες καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες να συνδέσουν την κατάσταση που παρουσιάζεται μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ – Ευρωπαϊκής Ένωσης για το ζήτημα της Ουκρανίας με τη σύγκρουση στα σύνορα μεταξύ Βενεζουέλας και Κολομβίας».

Πράγματι, η αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών, σε συνέντευξή της στην εφημερίδα El Tiempo, ενώ ο Ντούκε ταξίδευε στην Ευρώπη, δήλωσε ότι η «κύρια ανησυχία» της κυβέρνησης είναι ότι τα όπλα που πουλάει η Ρωσία στη Βενεζουέλα θα μπορούσαν να πέσουν στα χέρια των ανταρτών που δρουν στα σύνορα και μπορούν να παρέμβουν στις εκλογές.

Η δυσκολία της Κολομβίας να απεγκλωβιστεί από την εξάρτησή της από τις ΗΠΑ θα γίνει πολύ ορατή, αν ο Γκουστάβο Πέτρο κερδίσει τις εκλογές. Αυτή η εξάρτηση έχει διάφορες αιτίες: ιστορικές, στρατιωτικές και οικονομικές και είναι αρκετά ισχυρές, ώστε να απαιτούν μια μακρά ιστορική διαδικασία για να ανατραπούν.

Από ιστορική άποψη, η κολομβιανή άρχουσα τάξη, που δημιουργήθηκε όπως όλες οι άλλες στην περιοχή κατά τη διάρκεια των αγώνων για την ανεξαρτησία, σχηματίστηκε γύρω από την ισχύ που βασίστηκε στην κατοχή της γης. Μια πανίσχυρη ολιγαρχία, που συγκροτήθηκε από τη συμμαχία γαιοκτημόνων, υψηλόβαθμων στρατιωτικών και της συντηρητικής Εκκλησίας, παραμένει αμετάβλητη μέχρι σήμερα και στηρίζει την ακροδεξιά του Αλβάρο Ουρίμπε.

Υπήρξαν δύο στιγμές, στην πρόσφατη ιστορία, που ήταν πιθανή μια αλλαγή, αλλά και στις δύο περιπτώσεις ανακόπηκε βίαια από την εξουσία των μεγαλογαιοκτημόνων. Το 1948 δολοφονήθηκε ο ηγέτης των Φιλελευθέρων, Χόρχε Ελιέσερ Γκαϊτάν, πρώην δήμαρχος της Μπογκοτά και υπερασπιστής των λαϊκών αιτημάτων, όπως εκείνα των εξεγερμένων που σφαγιάστηκαν στις φυτείες μπανάνας το 1928. Η δολοφονία του απέτρεψε τον σχεδόν βέβαιο εκλογικό του θρίαμβο στις προεδρικές εκλογές του 1949.

Η δεύτερη ήταν η αποτυχημένη μεταρρύθμιση γης στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Το 1972, πολιτικοί και επιχειρηματίες υπέγραψαν αυτό που έγινε γνωστό ως Σύμφωνο Chicoral, μια μεγάλη συμφωνία μεταξύ των κυρίαρχων τάξεων και της πολιτικής εξουσίας για την οριστική διάλυση οποιασδήποτε αγροτικής μεταρρυθμιστικής προοπτικής.

Ο πρόεδρος Carlos Lleras Restrepo (1966-1970) σκόπευε να προωθήσει μια δειλή αγροτική μεταρρύθμιση, στο πλαίσιο της Συμμαχίας για την Πρόοδο, προκειμένου να αποδυναμώσει την κοινωνική υποστήριξη προς τα αντάρτικα κινήματα. Σε συντονισμό με την πολιτική των ΗΠΑ, ο Lleras Restrepo,προσπάθησε να κάνει αλλαγές και να προωθήσει την οργάνωση της αγροτιάς, υπό κρατικό έλεγχο, μέσω της ANUC (AsociaciónNacional de Usuarios Campesinos).

Αυτό, για τις κυρίαρχες ελίτ, ξεπερνούσε τα όρια. Όπως ακριβώς οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες υπό την ηγεσία του Γκαϊτάν εξουδετερώθηκαν με τη δολοφονία του (που αποτέλεσε την εκκίνηση ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου, που προκάλεσε 300.000 θανάτους), έτσι και η αποτυχία της αγροτικής μεταρρύθμισης του Lleras Restrepo, που εγκαταλείφθηκε από τον διάδοχό του Misael Pastrana, σήμανε τη στρατιωτικοποίηση ολόκληρων περιοχών για να ανακόψει τις αγροτικές διεκδικήσεις.

Η στρατιωτική σχέση της Κολομβίας με τις ΗΠΑ εδραιώθηκε με το Σχέδιο Κολομβία. Εφαρμόστηκε από το 2001, προωθήθηκε από τους προέδρους Μπιλ Κλίντον και Αντρές Παστράνα και οδήγησε έναν άνευ προηγουμένου εκσυγχρονισμό και επαγγελματισμό των ενόπλων δυνάμεων.

Σύμφωνα με τη Le Figaro, «μεταξύ 2001 και 2016 οι Ηνωμένες Πολιτείες επένδυσαν 10 δισεκατομμύρια δολάρια στην Κολομβία σε στρατιωτική βοήθεια – αποτελεί τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ, μετά από αυτόν που χορηγείται στο Ισραήλ».

Η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Μπογκοτά έγινε η μεγαλύτερη στον κόσμο εκείνη την εποχή, απασχολώντας 4.500 άτομα. Εκτιμάται ότι, μέσα σε δεκαπέντε χρόνια, εκπαιδεύτηκαν 100.000 Κολομβιανοί στρατιώτες, καθιστώντας τον στρατό ξηράς της χώρας, τον μεγαλύτερο της Νότιας Αμερικής.

Ένα από τα αποτελέσματα του Σχεδίου Κολομβία είναι οι οκτώ αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις στη χώρα, από όπου είναι δυνατόν να παρενοχλούν οποιονδήποτε γείτονα, όπως η Βενεζουέλα.

Τέλος, το εξωτερικό εμπόριο της Κολομβίας διαφέρει από εκείνο των γειτόνων της και της υπόλοιπης Νότιας Αμερικής. Παρά την αύξηση του εμπορίου με την Κίνα, ο κύριος εταίρος της εξακολουθεί να είναι οι ΗΠΑ. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 2021 οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ ήταν τρεις φορές υψηλότερες από εκείνες προς την Κίνα.

Οι εισαγωγές είναι κάπως πιο ισορροπημένες, αλλά σε γενικές γραμμές, όπως εκτιμά μελέτη που δημοσιεύθηκε στη Nueva Sociedad, η Κίνα στο σύνολό της είναι «παγιδευμένη στην εξωτερική πολιτική της Κολομβίας». Παρά την αύξηση του διμερούς εμπορίου, «η Κίνα πρέπει ακόμη να διανύσει πολύ δρόμο για να αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τον κύριο εμπορικό εταίρο».

Συνοψίζοντας, η Κολομβία αποτελεί μια σταθερή βάση για την εξωτερική και στρατιωτική πολιτική των ΗΠΑ. Ήταν ο κύριος ανασταλτικός παράγοντας για πρωτοβουλίες όπως η Τράπεζα του Νότου (Banco del Sur) και η Ένωση Χωρών της Νότιας Αμερικής (Unión de Naciones Suramericanas – Unasur) και καλείται να αποτελέσει την πλατφόρμα για την αποσταθεροποίηση της Βενεζουέλας, αν δεν το αποτρέψει η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές του ερχόμενου Μαΐου.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…