Πηγή: Russian Dissent [1] (3.6.2022) | Μετάφραση: Χάρης Γολέμης

Με την έγκριση από τη Γερουσία των ΗΠΑ του τελευταίου νόμου lend-lease (παροχή δανείων ή εκμίσθωση)[2] και με την Ουκρανία να πρόκειται να λάβει μια προσφορά-δώρο σύγχρονων δυτικών όπλων και οικονομικής βοήθειας, το ερώτημα ποιος θα κερδίσει τον πόλεμο μπορεί πλέον να θεωρηθεί ότι έχει απαντηθεί. Η σημερινή ρωσική κυβέρνηση δεν διαθέτει όχι μόνο τους υλικούς, αλλά ούτε και τους ανθρώπινους πόρους που είναι απαραίτητοι για μια παρατεταμένη σύγκρουση. Δεν έχει κανένα στόχο ή ιδεολογία στη βάση των οποίων θα μπορούσε να πείσει τους πολίτες της να πολεμήσουν. Η μαζική κινητοποίηση είναι αδύνατη, γιατί αναπόφευκτα θα προκαλούσε μαζικές διαμαρτυρίες, και σε κάθε περίπτωση ούτε η οικονομία ούτε η στρατιωτική υποδομή είναι προετοιμασμένες για τη διατήρηση ενός μαζικού στρατού.

Η επιθετική προπαγάνδα, με τη μορφή είτε αναφορών σε αγριότητες και των δύο πλευρών, είτε απειλών εναντίον όλου του κόσμου, μπορεί να δηλητηριάζει τις συνειδήσεις των παλιότερων γενιών, αλλά δεν λειτουργεί ως κίνητρο για τους ανθρώπους που πρέπει να αναγκαστούν να πολεμήσουν ή να συμβάλουν στην πολεμική προσπάθεια. Αντιθέτως, η δυσαρέσκεια, ακόμη και η αντίσταση, αυξάνεται (όπως αποδεικνύεται από τους επανειλημμένους εμπρησμούς γραφείων στρατολόγησης και κατάταξης). Η αμυντική βιομηχανία, η οποία βρίσκεται σε παρακμή εδώ και δεκαετίες, δεν είναι σε θέση να αναπληρώσει την απώλεια εξοπλισμού και οι κυρώσεις δημιουργούν επιπλέον εμπόδια στην παραγωγή σημαντικών εξαρτημάτων, χωρίς τα οποία είναι αδύνατη η κατασκευή σύγχρονων όπλων. Βέβαια, περιστασιακά η βιομηχανία βρίσκει τρόπους να παρακάμπτει τις κυρώσεις, αλλά η παραγωγή παραμένει εξαιρετικά δαπανηρή και, το κυριότερο, υποφέρει από εφοδιαστική αστάθεια.

Καθώς η εικόνα της επικείμενης στρατιωτικής ήττας γίνεται όλο και πιο σαφής, πρέπει να τεθεί το ερώτημα της κλίμακας και των συνεπειών αυτής της αποτυχίας. Και όχι μόνο για τη Ρωσία, αλλά και για την Ουκρανία.

Η αυξανόμενη υστερία του Κρεμλίνου δείχνει ότι και αυτό αναγνωρίζει πως επίκειται καταστροφή και, το σημαντικότερο, ότι η εγχώρια ελίτ δεν έχει καμία πιθανότητα να διατηρήσει τη θέση της στη μεταπολεμική Ρωσία. Είναι ακόμα αβέβαιο πώς θα διαμορφωθεί η κατάσταση στο εγγύς μέλλον. Η φιλελεύθερη αντιπολίτευση ελπίζει ειλικρινά ότι, με την τιμωρία των υποκινητών του πολέμου και την καταπολέμηση της διαφθοράς, μπορεί να δημιουργηθούν οι δυνατότητες μεταρρύθμισης της οικονομίας στη βάση της ελεύθερης αγοράς. Όμως, οι φιλοδοξίες μετά τις κυρώσεις πρέπει να είναι πολύ περισσότερες, όπως αυστηρή κατανομή και αναδιανομή των πόρων, συγκέντρωση των δυνάμεων και των μέσων σε τομείς που πρέπει να ενισχυθούν κατά προτεραιότητα για την εξασφάλιση της ανάπτυξης, και μέτρα για την αποκατάσταση του κράτους πρόνοιας, χωρίς το οποίο η κοινωνία δεν θα μπορέσει να επιβιώσει μετά από την κρίση. Οι πόλεμοι συμβάλλουν πάντα στην αναδιάρθρωση της οικονομίας. Όμως, θα χρειαστεί, όπως και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, να καταφύγουμε σε ρύθμιση, κεντρικό σχεδιασμό και εθνικοποιήσεις, προκειμένου να αποτρέψουμε την κατάρρευση και την καταστροφή. Απ’ αυτήν την άποψη, η εμπειρία του εικοστού αιώνα παραμένει επίκαιρη, και όχι μόνο για τη Ρωσία. Και πρέπει να σημειωθεί ότι, με τη λήψη μέτρων δήμευσης των περιουσιών των ρώσων ολιγαρχών, η δημοκρατική Δύση έχει ήδη δημιουργήσει ένα θαυμάσιο προηγούμενο, το οποίο θα επιτρέψει την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που εκκρεμούσαν πολύ πριν από τον πόλεμο.

Το πιο σημαντικό ερώτημα είναι αν, στο πλαίσιο μιας δραστήριας, σοσιαλιστικής οικονομικής οργάνωσης, η πολιτική διαδικασία μπορεί να αποκτήσει δημοκρατικό χαρακτήρα. Δεν είναι τόσο δύσκολο να καταργηθούν οι κατασταλτικοί νόμοι του πρόσφατου παρελθόντος ή να διεξαχθούν ελεύθερες εκλογές. Είναι, όμως, πολύ πιο δύσκολο να βάλεις όλο αυτό το σύστημα σε λειτουργία. Σε ποιο βαθμό η ίδια η κοινωνία θέλει τη δημοκρατική συμμετοχή; Σε ποιο βαθμό είναι έτοιμη να αναλάβει την ευθύνη για την επίλυση των δικών της προβλημάτων; Ο απλός ρώσος πολίτης είναι επιθετικά απαθής, απολίτικος και απροετοίμαστος να ασχοληθεί με κάτι άλλο εκτός από τον στενό κύκλο των καθημερινών οικογενειακών και επαγγελματικών του θεμάτων. Όμως, ακριβώς από αυτή τη δυνατότητα εξαρτάται ένας πραγματικός και όχι μόνο τυπικός εκδημοκρατισμός. Χωρίς την αυτο-οργάνωση των απελευθερωμένων από τη γραφειοκρατία και το ολιγαρχικό κεφάλαιο επαγγελματικών κοινοτήτων, οποιοδήποτε πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της κρίσης πολύ σύντομα θα αποτελματωθεί και θα αιωρείται σε ένα κοινωνικό κενό.

Ακόμη και αν υπάρξει αλλαγή ηγεσίας στο εγγύς μέλλον –είτε για πολιτικούς είτε για ιατρικούς λόγους–, οι κυρίαρχοι κύκλοι θα προσπαθήσουν αναγκαστικά να διατηρήσουν έναν πουτινισμό χωρίς τον Πούτιν, που θα είναι ακόμα πιο απρόθυμος να συμφωνήσει σε βαθύτερες αλλαγές. Ο πραγματικός εκδημοκρατισμός θα είναι πολύ δύσκολος, επίπονος και δραματικός. Παρά ταύτα, αυτή η διαδικασία, ακόμα και αν είναι επώδυνη και αργή, θα δημιουργούσε ευκαιρίες για την αναβίωση της κοινωνίας των πολιτών, τη διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής τάξης και την υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης. Αν συμβεί αυτό, τότε η Ρωσία, όχι για πρώτη φορά στην ιστορία της, θα έχει καταφέρει να μετατρέψει μια στρατιωτική ήττα σε καταλύτη για κοινωνική πρόοδο και δημοκρατική αλλαγή.

Και τι περιμένει την Ουκρανία σε περίπτωση νίκης της; Από την αρχή του πολέμου, η χώρα είχε κατακερματιστεί από ένα πλήθος αντιφάσεων. Αρκεί να παρακολουθήσει κανείς τη διάσημη τηλεοπτική σειρά «Ο υπηρέτης του λαού», με πρωταγωνιστή τον τότε ηθοποιό Βολοντίμιρ Ζελένσκι, για να καταλάβει τη σοβαρότητα των συγκρούσεων μεταξύ των διαφόρων περιοχών της χώρας, μεταξύ των κατώτερων και των ανώτερων τάξεων της κοινωνίας, και να δει πόσο μεγάλη ήταν η επιρροή των ολιγαρχών και πόσο αδύναμο το κράτος δικαίου. Και μολονότι η ακρίβεια αυτής της κριτικής ήταν εκείνη που εξασφάλισε τη νίκη του Ζελένσκι στις εκλογές, η διοίκησή του δεν μπόρεσε να επιλύσει τα συσσωρευμένα προβλήματα σε κοινωνικό, πολιτιστικό και πολιτικό επίπεδο. Ο ουκρανός ποιητής Ολεξάντρ Καμπάνοφ, εκφράζοντας την ελπίδα του για μια σύντομη νίκη της χώρας του, καυτηρίασε ταυτόχρονα την προπολεμική πολιτιστική πολιτική για τους «ηλίθιους γλωσσοκτόνους νόμους και την επιθυμία να ουκρανοποιηθούν οι πάντες όσο το δυνατόν περισσότερο, σύμφωνα με το ένα ή το άλλο περιφερειακό μοντέλο».

Φυσικά, πολλοί στη σημερινή Ουκρανία βλέπουν τις στρατιωτικές συγκρούσεις ως μια ευκαιρία να αλλάξουν τη χώρα, να ενώσουν το έθνος, να διορθώσουν τα περιφερειακά, εθνικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά και γλωσσικά ρήγματα και να ξεπεράσουν τη διαφθορά και την αυθαιρεσία των ολιγαρχών. Στην ίδια την πρώτη γραμμή του μετώπου βρίσκονται οι ρωσόφωνοι πολίτες της νοτιοανατολικής Ουκρανίας, που για πολλά χρόνια θεωρούνταν Ουκρανοί δεύτερης κατηγορίας, οι οποίοι σήμερα έχουν τη μέγιστη συνεισφορά στην υπεράσπιση του κράτους. Είναι αυτοί που αποτελούν τον κύριο όγκο των Εδαφικών Αμυντικών Δυνάμεων, και επίσης ένα σημαντικό μέρος του στρατού που μάχεται στην πρώτη γραμμή. Ελπίδα υπάρχει και στις νυχτερινές ομιλίες του πολιτικού και στρατιωτικού Ολέκσι Αρέστοβιτς, ο οποίος έχει ήδη γίνει αστέρας του διαδικτύου τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Ρωσία, λόγω της ήρεμης, ειλικρινούς ανάλυσης και της ιπποτικής του στάσης απέναντι στον εχθρό. Αλλά δεν σκέφτονται όλοι οι ουκρανοί πολιτικοί με τον ίδιο τρόπο. Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι έχουν ήδη εκτοξευθεί απειλές εναντίον του ίδιου του Αρέστοβιτς, όχι μόνο από τους προπαγανδιστές του ρωσικού κράτους αλλά και από συμπατριώτες του που εμφορούνται από περισσότερο  εθνικιστικές αντιλήψεις, είναι φανερό ότι η μάχη έχει ήδη αρχίσει στην ουκρανική κοινωνία για τη μορφή του κράτους μετά τον πόλεμο.

Πρέπει να σημειωθεί ότι, το 2014, η δυσαρέσκεια για την πολιτική του Κιέβου στο Ντονμπάς και την Κριμαία δεν ήταν σε καμία περίπτωση αποτέλεσμα μόνο της «ρωσικής προπαγάνδας», αλλά οφειλόταν και σε μια πολιτική δύο δεκαετιών που δεν λάμβανε υπόψη τα συμφέροντα των περιοχών αυτών. Και σήμερα, πάνω στο κύμα των στρατιωτικών επιτυχιών, όλο και περισσότεροι ουκρανοί πολιτικοί ζητούν την επιστροφή αυτών των εδαφών (συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας) με τη βία χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους, για άλλη μια φορά, τη γνώμη των ανθρώπων που ζουν εκεί. Αυτό μας κάνει να πιστεύουμε ότι η τραγωδία που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας δεν έχει φτάσει ακόμη στο σημείο που θα μπορούσε να εμπνεύσει μεταρρυθμίσεις τόσο στην κοινωνία όσο και στο κράτος. Σε αυτή την περίπτωση, η Ουκρανία κινδυνεύει να κερδίσει τον πόλεμο αλλά να χάσει την ειρήνη.

Ριζικές δημοκρατικές αλλαγές χρειάζονται όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και στην Ουκρανία. Είναι πολύ πιθανόν μετά το τέλος του πολέμου οι δύο χώρες να πρέπει να βαδίσουμε μαζί αυτό το μονοπάτι, όσο απίθανο και αν φαίνεται αυτό τώρα, μέσα στο σημερινό σκηνικό εχθρότητας και αιματοχυσίας.

_____________________________

Σημειώσεις

[1] Σ.τ.Μ: Ο συγγραφέας του άρθρου, Μπόρις Καγκαρλίτσκι, είναι ρώσος μαρξιστής κοινωνιολόγος. Από το 2021 οι ρωσικές αρχές τον έχουν επίσημα χαρακτηρίσει ως «ξένο πράκτορα».

[2] Ο νόμος εξουσιοδοτεί την κυβέρνηση, μέχρι το οικονομικό έτος 2023, να δανείσει ή να εκμισθώσει (και όχι να πουλήσει) στρατιωτικό εξοπλισμό στην Ουκρανία και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης με ευνοϊκούς όρους. Η πρακτική lend-lease χρησιμοποιήθηκε κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Αμερική παρείχε με αυτόν τον τρόπο στρατιωτικές προμήθειες στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Κίνα, τη Σοβιετική Ένωση και άλλους συμμάχους της, ως τρόπος ενίσχυσης της δικής της άμυνας.

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…