To 2011 ο Ντέιβιντ Γκρέμπερ έγραφε το βιβλίο Χρέος, τα 5.000 πρώτα χρόνια, γιατί το χρέος ήταν κεντρικό πολιτικό ζήτημα διεθνώς. Το ότι «τα χρέη πρέπει να εξοφλούνται», σημείωνε εκεί, είναι εξωφρενικά αυτονόητο – είναι όμως ένα ηθικό επιχείρημα: ούτε πολιτικό ούτε οικονομικό. Αν υπάρχουν νόμοι για την πτώχευση, εξηγούσε, είναι ακριβώς γιατί υπάρχει ο κίνδυνος ένα δάνειο να μην μπορεί να εξοφληθεί. «Φανταστείτε», κατέληγε ο Γκρέμπερ, «να υπήρχε ένας νόμος που να έλεγε ότι τα λεφτά [των τραπεζών] θα ήταν σε κάθε περίπτωση εγγυημένα, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε, ξέρω γω, ότι θα πουλούσα την κόρη μου σκλάβα ή θα αφαιρούσα κάποιο όργανό μου». Θα λέγαμε ένα τέτοιο χρέος βιώσιμο; Κι αν ακόμα το λέγαμε –αν δηλαδή κανείς έπαιρνε πράγματι μέτρα ανείπωτης κοινωνικής οδύνης, μόνο και μόνο για να εξοφλήσει το χρέος του–, το χρέος αυτό θα ήταν κοινωνικά βιώσιμο;

Το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν αποτελεί πια θέμα συζήτησης: από το 2012 ο κίνδυνος να μην εξοφληθεί πέρασε στα κράτη της Ευρωζώνης και, μετά την εφαρμογή τριών μνημονίων, από το 2018, θεωρείται πλέον βιώσιμο – έστω: υπό δρακόντεια, μνημονιοειδή επιτήρηση της δημοσιονομικής πολιτικής.

Κριτήρια βιωσιμότητας για τον πιστωτή και τον οφειλέτη

Αλλά με τι κριτήρια βιωσιμότητας θεωρείται το ελληνικό χρέος «βιώσιμο»; Το ΔΝΤ ορίζει το χρέος μιας χώρας ως βιώσιμο, όταν η κυβέρνηση είναι σε θέση να εξοφλήσει τις τωρινές και τις μελλοντικές δανειακές υποχρεώσεις της χωρίς έκτακτη χρηματοδότηση ή χωρίς να αθετήσει πληρωμές. Κοντολογίς: βιώσιμο είναι το χρέος που μπορείς να ξεπληρώνεις.

Επιτυγχάνοντας υπερ-πλεονάσματα, προκειμένου να εγγυηθεί τη χρηματοδότησή του, η Ελλάδα επιβεβαίωσε ότι είναι σε θέση να ξεπληρώσει το χρέος της και ότι μπορεί να συνεχίσει να ξαναχρεώνεται – επιστρέφοντας στις αγορές και εκδίδοντας 30ετές ομόλογο. Όμως, την περασμένη εβδομάδα (7 Φεβρουαρίου), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποιούσε ότι «οι ιδιαίτερα οι υπερχρεωμένες χώρες θα χρειαστεί να μειώσουν τα χρέη τους»: για την ακρίβεια, ότι «θα πρέπει να ανακοινωθούν τώρα αξιόπιστα σχέδια για να επιτευχθεί αυτό».

Για ποιον χτυπάει η καμπάνα;

Δύο μόλις εβδομάδες νωρίτερα, η Eurostat σημείωνε ότι η Ελλάδα είχε «με διαφορά το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο τρίτο τρίμηνο του 2021», που πάει να πει χρέος στο 200,7% του ΑΕΠ, έναντι  200% στο τρίτο τρίμηνο του 2020.

Ας το θυμίσουμε, γιατί μοιάζει προϊστορία: το μακρινό 2010, η Ελλάδα έμπαινε στο πρώτο μνημόνιο με χρέος που θεωρούνταν ιλιγγιώδες, ενώ βρισκόταν στο 125% του ΑΕΠ. Από το Βήμα της Κυριακής, λοιπόν, ο Γιάννης Δραγασάκης προειδοποιεί κι αυτός: «είμαστε στην πορτοκαλί ζώνη: ένα νέο μνημόνιο δεν μπορεί να αποκλειστεί» (13.2022).

Βιώσιμα ελλείμματα

Μα –θα πει κανείς–, η Ελλάδα δεν έχει σήμερα τα ίδια ελλείμματα με τότε: το 2010, το έλλειμμά της ήταν στο 10,5% του ΑΕΠ, ενώ σήμερα το ΔΝΤ προβλέπει έλλειμμα μόλις 1.3% (στο 2022) και επιστροφή στα πλεονάσματα –χαράς ευαγγέλια!– το 2023 (0.2%), το 2024 (0.6%) και το 2025 (1%) (βλ. Fiscal Monitor, Οκτώβριος 2021). Γιατί καταστροφολογεί πάλι η αντιπολίτευση;

Τι δίνουμε κάθε χρόνο στο χρέος και γιατί είναι πολύ

Το πρόβλημα με το χρέος δεν είναι τα χειρότερα που (μπορεί να) έρχονται για την αποπληρωμή του, αλλά τα πολύ κακά, που είναι ήδη εδώ. Το 2010, η «σοφία» των νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων ήταν ότι χρέος και έλλειμμα οφείλονταν στις υπερβολικές δαπάνες.  Σύμφωνα με τους πιο πρόσφατους υπολογισμούς του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) (30.9.2021), η Ελλάδα δαπάνησε και πρόκειται να δαπανήσει για την αποπληρωμή του χρέους της:

  • 40,814 δισ. ευρώ για το 2021
  • 13,586 δισ. ευρώ για το 2022
  • 11,491 δισ. ευρώ για το 2023
  • 9,434 δισ. ευρώ για το 2024
  • 9,293 δισ. ευρώ για το 2025
  • 13,113 δισ. ευρώ για το 2026
  • 7,991 δισ. ευρώ για το 2027

Τα ποσά αυτά είναι ούτως ή άλλως εξωφρενικά – και, σε απόλυτους αριθμούς, απολύτως πιο εύγλωττα, απ’ ό,τι αν μιλάγαμε για το ελληνικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε μια χώρα με διαρκώς συρρικνούμενο ΑΕΠ, επενδυτικά κενά και αποδεδειγμένα εύθραυστη οικονομική μεγέθυνση, λόγω υπερ-εξάρτησης από τον τουρισμό.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τον ΟΔΔΗΧ, το 2021 η Ελλάδα θα πλήρωνε για το χρέος της σχεδόν 41 δισ. ευρώ, ποσό τρεις φορές σχεδόν πάνω από το έλλειμμά της (14,872  δισ.ευρώ) και αρκετά κοντά στα 54.878 εκατ. ευρώ, που το ελληνικό Δημόσιο κατέγραφε ως καθαρά έσοδα, με βάση τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2021). Δεν συζητάμε καθόλου πώς προκύπτουν τα έσοδα αυτά, από ποιο μείγμα φόρων και δαπανών. Δεν θίγουμε, λόγου χάρη, ότι στον προϋπολογισμό του 2022, όπου προβλέπονται έσοδα από αυξήσεις φόρων ύψους 3,5 δισ., οι περισσότερες από τις αυξήσεις αυτές –2,3 δισ. ευρώ– αφορούν έμμεσους φόρους, δηλαδή λαϊκή κατανάλωση – όχι ακίνητη περιουσία, κέρδη επιχειρήσεων ή μερίσματα μετόχων.

Κομισιόν

Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και την περσινή «καμπάνα» της Κομισιόν (βλ. Debt Sustainability Monitor), ότι «οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου (GFNs) αναμένεται να κυμανθούν πάνω από το 15% του ΑΕΠ για τα επόμενα 20 χρόνια, πριν μειωθούν στο 13% περίπου του ΑΕΠ έως το 2060», έχουμε μια πληρέστερη εικόνα για το πρόβλημα: το χρέος αφαιρεί εισόδημα τώρα και αχρηστεύει την παραγωγή πλούτου μετά, για τις επόμενες αρκετές δεκαετίες. Παρόλα αυτά, θεωρείται βιώσιμο.

***

Δεν ξέρω αν «τα χειρότερα έρχονται» – αν μια νέα κρίση χρέους είναι κοντά: σε κάθε περίπτωση, δεν προτίθεμαι να υποδυθώ τον βλοσυρό οικονομολόγο ή την Κασσάνδρα. Νομίζω, όμως, ότι πρέπει να μας απασχολήσει μια ριζική μεταστροφή των πνευμάτων: στα τέλη του ’90, το χρέος κινητοποιούσε εκατοντάδες χιλιάδες ενάντια στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα. Το «μακρινό» 2011, περίπου 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι συμμετείχαν στις διαδηλώσεις των πλατειών στην Ελλάδα, κολλώντας αφίσες και αυτοκόλλητα «Δεν Χρωστάμε, Δεν Πουλάμε, Δεν Πληρώνουμε». Στις 12 Φλεβάρη του 2012, η Αθήνα καιγόταν για να μην περάσει το δεύτερο μνημόνιο –το διαβόητο PSI–, γιατί η ανάμειξη ιδιωτών στη διαχείριση το χρέους «κούρευε» μεν χρέος, ισοπεδώνοντας όμως μισθούς, συλλογικές συμβάσεις, ασφαλιστικά ταμεία, δαπάνες υγείας και στέγασης, και δημόσιες υπηρεσίες. Ό,τι λέμε σήμερα για το χρέος, δεν αφορά μια χώρα μακροχρόνιας ευημερίας, αλλά μακροχρόνιας οδύνης.

Μέχρι τότε, όλοι μιλούσαν για την «κατασκευή του υπερχρεωμένου ανθρώπου», τη «βιοπολιτική του χρέους» και την ανάγκη ενός διεθνούς λογιστικού ελέγχου: δεν ήταν μόνο η αλήστου εθνικής μνήμης Κωνσταντοπούλου. Ήταν και άνθρωποι εγνωσμένου κύρους και ειδημοσύνης, όπως ο Σταύρος Τομπάζος, ο Ερίκ Τουσαίν, ο Μισέλ Ισσόν, που τεκμηρίωναν πειστικά ότι το ελληνικό χρέος οφειλόταν σε ιλιγγιώδεις δαπάνες για αποπληρωμή χρεών, τεράστιες αμυντικές δαπάνες και λιλιπούτειες εργοδοτικές εισφορές. Αντί να διαγραφεί, το χρέος ξεπληρώθηκε «έγκαιρα και στο ακέραιο»: έκτοτε, η υπερχρέωση συνεχίζει να προεξοφλεί τη μελλοντική παραγωγή, χωρίς  κανείς να ενοχλείται γι’ αυτή την υποθήκευση μέλλοντος. Αλλά και επί του παρόντος, μια χώρα που χρωστά δύο φορές το ΑΕΠ της, μειώνοντας επιπλέον τη φορολογία των πλουσίων της, είναι απλά αδύνατο να στηρίξει το σύστημα υγείας της, να αγοράσει εκχιονιστικά, να οργανώσει τη δασοπροστασία της, να στηρίξει την κοινωνική κατοικία ή να υποδεχτεί τους πρόσφυγες με ανθρωπιά, χωρίς να τους αναθέσει σε ΜΚΟ και φιλανθρωπικά ιδρύματα – ή να τους θαλασσοπνίξει. Η δε Αριστερά, σε μια χώρα κινούμενη μεταξύ φοροασυλίας, υπερχρέωσης και μνημονιακής ή μνημονιοειδούς δημοσιονομικής επιτήρησης, μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να είναι μια καλών προθέσεων Κεντροαριστερά: μεγαλύτερες φιλοδοξίες τις απαγορεύουν τα αλλεργικά στους φόρους «μεσαία στρώματα», το Σύμφωνο Σταθερότητας και το «βιώσιμο» χρέος.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…