Ο συρμός, οι συρμοί του τρένου είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την εργατική τάξη. Η τάξη μας περνάει κατά μέσο όρο μία με δύο ώρες την ημέρα σε κάποιο βαγόνι, πηγαίνοντας και επιστρέφοντας από το κάτεργο της μισθωτής σκλαβιάς. Αν και, ως έκφραση, η έννοια «του συρμού» είχε θετική χροιά, σήμαινε δηλαδή ότι κάτι ήταν η τελευταία λέξη της μόδας, εν τέλει κατέληξε με αρνητικό πρόσημο, να σημαίνει κάτι που μεταδίδεται μέσω του σιδηροδρόμου από το παρηκμασμένο κέντρο προς τα ήσυχα και γαλήνια προάστια. Τα βιβλία του συρμού λοιπόν δεν είναι ευτελή βιβλία, απεναντίας, είναι βιβλία που διαβάζουμε στριμωχτά σε κάποιο βαγόνι παίρνοντας έτσι πίσω λίγο από τον κλεμμένο ελεύθερο χρόνο μας.

***

Jack Kerouac, Πικ (μτφρ.: Γιάννης Λειβαδάς), εκδόσεις Απόπειρα 2008, σσ.: 138

[Κανένας δεν με αγάπησε όσο αγάπησα εγώ τον εαυτό μου, εκτός από τη μάνα μου κι η μάνα μου έχει πεθάνει. (Ο παππούς μου είναι τόσο γέρος που μπορεί να θυμηθεί πράγματα που έγιναν πριν εκατό χρόνια, αλλά να σου πει τι έγινε την περασμένη εβδομάδα ή χτες δεν ξέρει). Ο πατέρας μου έφυγε πριν από τόσο πολύ καιρό που κανένας δεν θυμάται ούτε τη φάτσα του. Ο αδερφός μου έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα έξω στην αυλή με το καινούριο του κοστούμι, έπαιρνε κείνον τον παλιό δρόμο κι έφευγε, και εγώ με τον παππού καθόμασταν απλώς στην κουνιστή πολυθρόνα στη βεράντα και μιλάγαμε, μα ο αδερφός μου δεν έδινε δυάρα και μια μέρα έφυγε και δεν ξαναγύρισε].

Ο Πικ είναι ένας μικρός αφροαμερικανός από την Βόρεια Καρολίνα που μεγαλώνει με τον παππού του και τον αδερφό του Σλιμ, μέχρι που ο τελευταίος το σκάει.

Μετά τον θάνατο του παππού, ο μικρούλης Πικ θα πάει να μείνει στο σπίτι της θείας του, όπου μόνο ευπρόσδεκτος δεν είναι. Φτώχεια, πείνα, δυστυχία. Πολλά στόματα, ακόμη πιο πολλά άδεια στομάχια, και γι’ αυτό το λόγο η κακία και οι προλήψεις βασιλεύουν.

Σαν από μηχανής αδερφός, ο Σλιμ για να πάρει μαζί του τον μικρό αδερφό του, πρώτα στην Νέα Υόρκη κι έπειτα στην Καλιφόρνια. Κι αυτό είναι όλο το τελευταίο βιβλίο του Κέρουακ. Ένα ταξίδι διαφυγής ανάμεσα στην σκληρή καθημερινότητα, ένας διάλογος με του Πικ με τον παππού που έχει πέθανει, και του Κέρουακ με την παλιά αμερικάνικη παράδοση, που κι αυτή έχει πεθάνει.

Το Πικ αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του Τζακ Κέρουακ, και στις σελίδες του υπάρχουν όλα αυτά που έκαναν τον Κέρουακ τον απόλυτο Μπιτ. Η ζωή του απόκληρου, του αόρατου για μια λευκή Αμερική, του αταίριαστου και ανεπρόκοπου για μια χρηματιστηριακή Αμερική. Μέσα από τους τοίχους του σπιτιού όπου ζούσε αποσυρμένος και αποκομμένος ο συγγραφέας, βάζει στην τελευταία του αυτή νουβέλα όλα τα αγαπημένα του στοιχεία. Σελίδες ποτισμένες με τζαζ ήχους, ο δρόμος όχι ως διαφυγή αλλά ως αυτοσκοπός, και το αγαπημένο του αμερικάνικο τοπίο από την Τάιμ Σκουέρ ως τους πορτοκαλεώνες της Καλιφόρνια.

Γραμμένο στην αργκό τον μαύρων, μία προφορική γλώσσα με περιορισμένο λεξιλόγιο και εκφραστικά μέσα, ο Κέρουακ καταφέρνει να φέρει εις πέρας ένα έργο πέρα από τα όρια της γλώσσας και ο Λειβαδάς καταφέρνει να το αποδώσει στα ελληνικά όσο πιο κοντά στην αισθητική του συγγραφέα γίνεται.

Στη δύση της ζωής του, ο Κέρουακ δε αντιστέκεται στον πειρασμό της ρομαντικής νοσταλγικότητας. Κάνει ένα ταξίδι ανάποδα και καταλήγει στα τρύπια παπουτσάκια του μικρού Πικ, θέλοντας εκεί μέσα να κρύψει την αυθεντική αθωότητα της καθαρής ματιάς. Το ταξίδι του τελειώνει εδώ και ούτε ο ίδιος ούτε ο Πικ ξέρουν τι θα συμβεί παρακάτω. Δεν έχει και σημασία αλώστε. Σημασία έχει ότι έφτασαν ως Εδώ, καταφέρνοντας  να σταλάξουν μέσα τους την ομορφιά αυτού του άσχημου κόσμου.

Διαβάστε επίσης

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…