Υπάρχει ένας μύθος που συνοδεύει πολλούς θεραπευτές, γιατρούς και νοσοκόμους, πως, με το πέρασμα του χρόνου, γίνονται ασυγκίνητοι, ψυχροί και α(συ)ναίσθητοι τόσο όσο χρειάζεται για να αντέξουν το τραυματισμένο ή πάσχον σώμα, το ευάλωτο ή «παραβιασμένο» από σωλήνες, κολοστομίες και σωληνάκια σώμα, το τετμημένο και ασυνεχές, το «αλλιώτικο»,  το κοιμισμένο, το απολύτως φθαρμένο ή το άκαμπτο και ανοϊκό σώμα κάποιων γερόντων.

Και, βέβαια, στο βαθμό που ισχύει, δεν πρόκειται περί μύθου, αλλά για την προσπάθεια να ονοματισθεί ένα σύνολο από απολύτως προσωπικούς και αναγκαίους αμυντικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν στους θεραπευτές να «κάνουν τη δουλειά τους» (δηλαδή να έρχονται σε επαφή με το σώμα, τον πόνο και το θάνατο), αποφεύγοντας την επαφή με τα αφόρητα συναισθήματα, τα άγχη και τις αγωνίες που εκλύονται, όταν κανείς «κάνει μια τέτοια δουλειά».

Μαθαίνουν να «αντέχουν» λοιπόν, τις εκχυμώσεις, τα πυορροούντα έλκη, τις «δυσμορφίες», την ψυχική ή σωματική αποδιοργάνωση που μπορεί να συνοδεύει μια ασθένεια, σε πολλές περιπτώσεις «ανίατη», καταλαμβάνοντας, κατά τον τρόπο και τα κουράγια τους, την «ιδεώδη» (για τους ίδιους) απόσταση από τον ασθενή.

Εάν ισχύει πως, τελικά, αγαπάμε (τον εαυτό μας και τους άλλους) όπως έχουμε αγαπηθεί, μπορούμε να καταλάβουμε πολλά από την ψυχική βιογραφία των θεραπευτών, παρατηρώντας μόνον τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν τον ασθενή. Κάποιοι στέκονται (πολύ) μακριά, σαν για να παραμείνουν αλώβητοι και άτρωτοι από το επώδυνο του βίου και άλλοι πλησιάζουν καθησυχαστικά τόσο κοντά σαν «μητέρες» που φαντάζονται πως είναι καλύτερο – για τα «παιδιά»- ένα ψέμα από την «αβάσταχτη» αλήθεια. Ένα μικρό μόνο ποσοστό είναι εκείνο που μπορεί -εξαιτίας μιας «τυχερής» ψυχικής βιογραφίας ή μεγάλου (αναλυτικού) κόπου και στοχασμού -να καταλάβει μια επαρκώς καλή απόσταση: την απόσταση που υπαγορεύεται από την αγάπη.

Θυμάμαι πάντα τη ντροπαλή διακριτικότητα με την οποία εξέταζε ο Κ. στα Χανιά τις γιαγιάδες κάτω από τις νυχτικές τους, αποφεύγοντας να τις κοιτάξει εκεί όπου δεν ήθελαν να τις κοιτάξει, αλλά κοιτάζοντας τες στο πρόσωπο και στα ζωηρά τους μάτια.  Όμως, θυμάμαι και συναδέλφους που αποφεύγουν οποιαδήποτε επιζήμια για το Εγώ τους βλεμματική επαφή… Όπως σκέφτομαι και συναδέλφους που, ακόμα και όταν έρχονται σε επαφή  με ένα αίσθημα αδυναμίας ή και ανημπόριας  στο επίπεδο επιρροής τους στην εξέλιξη μιας νόσου, επιλέγουν να μείνουν εκεί, κοντά στον ασθενή τους τόσο όσο…

Δυστυχώς, δεν υπάρχει μάθημα στην Ιατρική για την πολιτική οικονομία των σημείων του σώματος, για το τι σημαίνει π.χ να κοκκινίζει από ντροπαλοσύνη κανείς ή τη σημασία που έχει η ένταση της φωνής, όταν πρέπει να πλησιάσεις έναν φοβισμένο ή έναν κλινήρη, πόσο πολιτικό πράγμα είναι, σε στιγμές, αυτή η συστολή, ή τι σημαίνει ακρωτηριασμός, αδυναμία, εξάρτηση, τρέμουλο ή ρυτίδες ή κόπρανα ή δυσοσμία ή γήρας, τι σημαίνει, δηλαδή, άνθρωπος.  Όπως και να ‘χει, το να αναλαμβάνεις τη «σωστή απόσταση» από τον ασθενή (και όχι από το αντι-κείμενο κλινήρες σώμα) είναι μια ατελεύτητη διαδικασία, ένα γίγνεσθαι που υπακούει, κυρίως, στη δική μας ψυχική εξέλιξη και στη δική μας ψυχική βιογραφία και είτε νομίζουμε πως φαίνεται είτε όχι, έχει πολλά, να μας πει.

Από την άλλη, όπως αναφέρει και ο ψυχαναλυτής Γ. Σταθόπουλος, υπάρχουν οι άρρωστοι και υπάρχουν και οι ασθενείς. «Οι άρρωστοι είναι όντα μοναχικά, ναρκισσιστικά, στο βαθμό που όλες οι επενδύσεις έχουν αποσυρθεί από τον εξωτερικό κόσμο και επενδύουν στο ίδιο το Εγώ». Είναι αυτοί που αποκαλούνται «δύσκολοι άρρωστοι», ίσως επιθετικοί και μη συνεργάσιμοι, κλεισμένοι στη ναρκισσιστική τους παντοδυναμία και πολύ θυμωμένοι ή αδιέξοδα λυπημένοι από την αρρώστια που τους την κλόνισε. Αντίθετα, «ο ασθενής προϋποθέτει την εμπειρία μιας σχέσης. Είναι ασθενής στα μάτια ενός άλλου, είναι ο ασθενής κάποιου άλλου. Με άλλα λόγια, η ανάληψη της ταυτότητας του ασθενούς φαίνεται να προϋποθέτει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μια μερική έστω έξοδο από τη ναρκισσιστική παντοδυναμία και την υπέρβαση, ως έναν βαθμό, του συνδρόμου της ψυχικής αυτάρκειας»…  Άρρωστοι εξαιρετικά αγενείς και επιθετικοί προς τους θεραπευτές, ακριβώς επειδή χρειάζονται και απολαμβάνουν τη φροντίδα (αυτοί οι αυτάρκεις!) και ασθενείς που άλλοτε αφήνονται στα χέρια μας σαν να αφήνονται στα χέρια του Θεού ή μιας παντοδύναμης μητέρας. Κι εδώ ας επαναληφθεί: ένα μικρό μόνο ποσοστό είναι εκείνο που μπορεί -εξαιτίας μιας «τυχερής» ψυχικής βιογραφίας ή μεγάλου (αναλυτικού) κόπου και στοχασμού- να καταλάβει μια επαρκώς καλή απόσταση: την απόσταση που υπαγορεύεται από την εμπιστοσύνη.

Σε ένα χώρο αφόρητων διεγέρσεων πάνω σε ζητήματα ζωής και θανάτου και «ευνουχισμού», όπως τα νοσοκομεία, καιρό και διάθεση να έχουμε, ώστε να παρατηρούμε, να επεξεργαζόμαστε και να αντέχουμε αυτά που κάθε στιγμή συμβαίνουν: από την ικανοποίηση στη ματαίωση, από την ελπίδα στην απελπισία, από το «Θεός» στο άνθρωπος ένα οχτάωρο δρόμος για αρρώστους, ασθενείς και θεραπευτές.

Άλλωστε, η διάσημη φράση που συνδέει το γιατρό και το Θεό σε καθεστώς υποκατάστασης ή αμοιβαίου αποκλεισμού και εκφέρεται άλλοτε σαν ελπίδα και άλλοτε σαν παραδοχή, είναι μια φράση παγίδα:

«Ε, τι να σου κάνει και ο γιατρός, δεν είναι και Θεός» (ή «Ε, τι να κάνω; Δεν είμαι και Θεός!»). Όταν, λοιπόν, σώζει, είναι και αισθάνεται (σαν) Θεός και, όταν δεν τα καταφέρνει,  κλυδωνίζεται που καταλαβαίνει (αυτός αλλά και οι άλλοι) πως δεν ήταν, τελικά, Θεός.

Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά, δικαιούμαστε, εντός Σαρακοστής, να θέσουμε ξανά και ηχηρά, και μέσα στα νοσοκομεία το ερώτημα: «Τ’ είναι θεός, τι μη θεός και τι το ανάμεσό τους;» και να αναρωτηθούμε, ίσως, τι μπορούμε, πολιτικά, στην πραγματικότητα να κάνουμε γι’ αυτό το ανάμεσα…

Διαβάστε επίσης

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…