Γιατρός που επιβίωσε από Covid, σε πρόσφατη συνέντευξη απέφυγε να ευχαριστήσει την κλινική και τους γιατρούς που πάλεψαν και τον έσωσαν.

Αντιθέτως, «λησμονώντας» όλα τα ιατρικά, ισχυρίστηκε πως μάλλον ο θεός τον έσωσε, αυτοπροσώπως, συνεπικουρούμενος από τις ξενοδοχειακές ανέσεις  της ιδιωτικής κλινικής στην οποία, αναρρώσας, κατέφυγε για  αποθεραπεία.

Με αντίστοιχη αγνωμοσύνη και μεγάλες δόσεις λήθης, δύο μεγαλο-δημοσιογράφοι –από τους πρώτους ασθενείς covid– με αφορμή τα ΣΔΙΤ, αρθρογραφούν κατασυκοφαντώντας το δημόσιο σύστημα υγείας που τους διέσωζε τη στιγμή που τα κερδοφόρα-«αξιοπρεπή» ιδιωτικά θεραπευτήρια κρατούσαν τις πόρτες τους ερμητικά κλειστές μην τυχόν και μπουκάρει ο ιός.

Επιχειρηματίες της υγείας, πολιτικοί, ιερείς και φαρισαίοι, χρειάστηκε επί covid να προσφύγουν σε αυτά τα ίδια νοσοκομεία που επί σειρά ετών κατασυκοφαντούσαν και έκαναν ό,τι περνάει από τα χέρια και τις πένες τους για να τα διαλύσουν.

Εξαιτίας του Covid, υπήρξε ένα μικρό «φωτεινό» διάστημα, κατά το οποίο, αισθανόμενοι, οι ίδιοι, πλησίον της απελπισίας, της αγωνίας και του θανάτου,  έκλιναν το γόνυ μπροστά στους «ήρωες υγειονομικούς», ίσως επειδή, επιτέλους, καταλάβαιναν πως ούτε η δόξα, ούτε το χρήμα, ούτε οι διασυνδέσεις, ούτε η εξουσία μπορεί να σε σώσει. Αντιθέτως, αυτό που θα μπορούσε να τους σώσει και τους έσωσε ήταν το περιφρονημένο, υποβαθμισμένο και κατασυκοφαντημένο δημόσιο σύστημα υγείας.

Εκείνο το φεγγάρι θα μπορούσε κανείς να τους συμπονέσει ως απελπισμένους, να συγκινηθεί μπροστά στο φόβο τους, να σταθεί, σχεδόν, με ευγνωμοσύνη απέναντι σε αυτήν τη δριμεία συνθήκη που σμπαραλιάζοντας τη ναρκισσιστική τους αυταρέσκεια απειλούσε να τους εξανθρωπίσει. Ξαφνικά διάβαζες το πώς περιέγραφε κάποιος από αυτούς τις στιγμές που έζησε μέσα στο ασθενοφόρο κι έλεγες, πως κάτι κατάλαβε για τους νόμους της αγοράς και την αξία των νομισμάτων – πλην  οβολού στον περαματάρη.

Όμως πριν αλέκτωρ και πριν καρπωθεί το ΕΣΥ την ηθική αξία που αποκόμισε τα τελευταία δύο χρόνια, ακριβώς δηλαδή τη στιγμή που αποδείχτηκε η τεράστια σημασία του δημόσιου χαρακτήρα της περίθαλψης και η ανάγκη της ενίσχυσής του, άρχισε η κατεδάφιση:

ΣΔΙΤ, ιδιώτες γιατροί, συμπράξεις, θατσερικά ευαγγέλια, κερδοφορία και αποκλεισμοί με τη διαδικασία του κατεπείγοντος.

Είναι πάντα τρομακτικός και άξιος απορίας ο τρόπος όσων πολεμούν με μένος το Δημόσιο. Ποιος και γιατί να επιθυμεί να μην απολαμβάνουν οι άνθρωποι τα δημόσια αγαθά; Ποιος και γιατί να μη θέλει τη χαρά, την ασφάλεια και την ευημερία των άλλων; Ποιος δεν αντέχει να έχει κατσίκα ο γείτονας; Ποιος ζηλεύει τους μετανάστες που προκόβουν; Ποιος θέλει να «έχει» και να δύναται μόνον αυτός; Ποιος προτιμά να απωθούνται και να πνίγονται οι πρόσφυγες; Ποιος μισεί τους φτωχούς και τους τσιγγάνους; Ποιος αηδιάζει με την «ασχήμια» και την «ανέχεια» όσων του «κλέβουν την απόλαυση» και γιατί;

Υπάρχει κάτι εκεί που υπερβαίνει την ιδεολογία, σαν την περίσσεια «δηλητήριου» που στάζει το οργισμένο μιράντο-πρετεντερικό ύφος: Η απόλαυση του μίσους.

Είναι το μίσος – πολύ ανθρώπινο και  αρχαιότερο από την αγάπη -που καταφέρνει και  αιχμαλωτίζει ο νεοφιλελευθερισμός ώστε να τολμά και να προτείνει, ανερυθρίαστα, τον αποκλεισμό και την καταστροφή στο όνομα του κέρδους.

Και είναι οι δυνάμεις του φθόνου, αυτής της τερατώδους πρόθεσης καταστροφής του Καλού που διαθέτει ο άλλος ή του Καλού που προορίζεται για τον άλλον και μερικές φορές ακόμα και του Καλού που προσφέρεται σε εμάς τους ίδιους (καθώς αποδεικνύει πως ο άλλος «έχει» και μπορεί και (μας) δίνει). Είναι μια δηλητηριώδης ορμή που ζητά να καταργήσει το δώρο και τη φιλοξενία. Που κάνει αδιανόητο το Δωρεάν, αγνώμονα τον ευεργεντηθέντα νάρκισσο και επιλήσμονα τον πανικοβλημένο δημοσιογράφο: Η απόλαυση της καταστροφικότητας, της αυτοκαταστροφικότητας και της βίας. Μια απόλαυση που, όπως διατυπώνει ο ιταλός ψυχαναλυτής Μάσιμο Ρεκακάλτι, δεν είναι συνδεδεμένη με την επιθυμία αλλά είναι μια απόλαυση χωρίς επιθυμία. Δεν έχει αντικείμενο, δεν  ικανοποιείται απλώς με την καταστροφή του άλλου, του  εχθρού, καθόσον ο εχθρός είναι η ίδια η ζωή, είναι η ζωή ως πλήγμα. Η απόλαυση του μίσους είναι μια απόλαυση του χαλασμού και της καταστροφής. Και το μίσος είναι πάντα φθόνος προς τη ζωή. Αυτό το μίσος είναι το καύσιμο του νεοφιλελευθερισμού.

Ευτυχώς που απέναντί του στέκονται και θα στέκονται πάντα όσοι μπορούν να αισθάνονται την αξία της ζωής τόσο ώστε να την επιθυμούν, τόσο ώστε να την προσφέρουν –αγωνιζόμενοι με πενιχρούς μισθούς και μέσα– ακόμα και σε όσους μάχονται με λύσσα εναντίον της…

Διαβάστε επίσης

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…