Aπ’όλα τα τσιτάτα που επαναλαμβάνονται στην αυγή μεγάλων ιστορικών γεγονότων, ίσως το πιο εκλαϊκευμένο και απόκρυφο είναι αυτό για την ιστορία “που επαναλαμβάνεται πρώτα ως τραγωδία και έπειτα ως φάρσα”.

Στη ρήση του Μαρξ διάβαζα πάντα μια ενοχλητική υπόνοια ότι η φάρσα είναι κατώτερη της τραγωδίας, ότι δηλαδή παίζεται μόνο όταν η πολιτική έχει πλέον ευτελιστεί από την πάροδο του χρόνου.

Είναι εύκολο να ξεγελαστεί κανείς στο να νομίσει ότι η φάρσα είναι ευτελές θεατρικό είδος. Η φάρσα ξεκινά με ένα μικρό ψεματάκι, όπως για παράδειγμα “το ΝΑΤΟ δε θα επεκταθεί προς Ανατολάς”, το οποίο ψεματάκι ακολουθεί μια σειρά από μεγαλύτερα ψέματα που θέτουν σε κίνηση το λεγόμενο snowball effect, όρος χρήσιμος τόσο στην θεατρική πλοκή όσο και στην πολεμική στρατηγική. Η “χιονόμπαλα” των ψεμάτων και των υπεκφυγών κατρακυλά σταθερά και διογκώνεται μέχρι που στην τρίτη πράξη του έργου όταν “η Ουκρανία μπορεί να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ”, γίνεται χιονοστιβάδα που σαρώνει τα πάντα και τους πάντες στη σκηνή, με αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί η αλήθεια.

Η φόρμα αυτή μοιάζει απλή μέχρι να προσπαθήσεις να την παίξεις σε πραγματικό χρόνο και να διαπιστώσεις πόσο εύκολο είναι να ξεχαρβαλώσει. Είκοσι χρόνια μετά την έναρξη του «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας» για παράδειγμα, η αλήθεια για τα εγκλήματα της Δύσης είναι γνωστή, αλλά οι ψεύτες συνεχίζουν να παπαγαλίζουν, ψύχραιμα και βαρετά. Ο χρόνος δεν τους έχει κάνει να σκάσουν απ ‘τον πανικό. Δεν ξέρω τι έχει πει ο Αισχύλος για το χρόνο, αλλά δεν μπορεί να ήταν πιο καίριο απ’ τη ρήση του βασιλιά της φάρσας Ζωρζ Φεντώ ότι “αν ήξερες τί εμφάνιση θα είχε η γυναίκα σου είκοσι χρόνια αργότερα, δε θα την είχες παντρευτεί είκοσι χρόνια νωρίτερα”. Το αστείο εδώ είναι φυσικά ότι ο γαμπρός ξέρει πως η νύφη θα γεράσει.

Ήξεραν όλοι ας πούμε ότι οι Ταλιμπάν δεν θα μετανάστευαν, ήξεραν ότι το Ιράκ δεν είχε όπλα μαζικής καταστροφής. Ήξεραν ότι αυτοί οι πόλεμοι δεν κερδίζονταν, ότι ο γάμος του κράτους και των μιντιακών παπαγάλων ήταν εικονικός. Τώρα που το Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν βγάζει ανακοίνωση για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας και οι πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή δολοφονούνται καθημερινά στα σύνορα της Ευρώπης, κανείς απ’ όσους βομβάρδισαν τις χώρες τους δεν παραδέχεται καν ότι είναι παντρεμένος. Η Κοντολίσα Ράις γνέφει καταφατικά σε δημοσιογράφο που καταλογίζει στη Ρωσία εγκλήματα πολέμου για την παράνομη εισβολή της σε ανεξάρτητο κράτος. Ο Τόνι Μπλερ δήλωσε προχτές ότι στις μεγάλες αποφάσεις πρέπει να ακολουθεί κανείς το ένστικτό του. Ο Μπους ζωγραφίζει σκυλάκια. Όλα αυτά μας θυμίζουν ότι η φάρσα δεν είναι για γέλια.

Ο Μαρξ δυστυχώς δεν μας είπε αν η ιστορία έχει και τρίτη επανάληψη αλλά σχεδόν ελπίζει κανείς να επιβιώσει η ανθρωπότητα μόνο και μόνο για να δούμε πως θα τελειώσει αυτό το έργο. Η ιστορία ίσως επαναλάβει τις σκηνές της Σαϊγκόν και της Καμπούλ, με Ρώσους αυτή τη φορά να τρέχουν να προλάβουν αεροπλάνα σε αεροδιάδρομο του Κιέβου. Ή ίσως να δώσει ένα λιγότερο κολακευτικό ρόλο στον ηθοποιό Ζελένσκι. Ίσως οι Αμερικανοί ξαναπιούν βότκα σε εστιατόρια που σήμερα βγάζουν απ’ το μενού τους Ρωσικά προϊόντα, όπως κάποτε στην καφετέρια του Κογκρέσου σερβίρονταν τηγανιτές “πατάτες ελευθερίας” αντί για “γαλλικές” ως ένδειξη περιφρόνησης στην άρνηση της Γαλλίας να συναινέσει στην απάτη του Ιράκ.

Αν έγραφα εγώ την τελευταία πράξη αυτής της φάρσας θα έβαζα την πρόεδρο Μισέλ Ομπάμα να υπογράφει συμφωνία αποπυρηνικοποίησης με τον Πούτιν και μετά εκείνος να της πασάρει μια καραμέλα μέντας, όπως είχε κάνει ο Μπους στην κηδεία του μπαμπά του.

Στη φάρσα αυτή δεν θα έδειχνα την εξουσία να καταρρέει υπό το βάρος των ενοχών της. Σε αντίθεση με την τραγωδία, πιστεύω πως η φάρσα δεν πρέπει να αφήνει να αχνοφαίνεται ούτε μια ηλιαχτίδα ελπίδας. Η φάρσα πρέπει να είναι αμείλικτη, κυρίως με το κοινό. Εξάλλου όταν γελάμε με τον επίπονο αγώνα του ψεύτη, συμπάσχουμε, και έτσι γινόμαστε συνένοχοι του ψέματος, πράγμα που δεν συμβαίνει όταν κλαίμε.

Δυο μήνες μετά την 11η Σεπτεμβρίου και μερικές βδομάδες μετά την εισβολή στο Αφγανιστάν, είχα την τύχη να παρακολουθήσω σε θέατρο του Broadway στη Νέα Υόρκη τη θεϊκή φάρσα Noises Off, του Βρετανού Michael Frayn. Στην πρώτη πράξη, η πρόβα μιας βλακώδους φάρσας (“ενός έργου εντός του έργου”) ξεδίπλωνε τις ποταπές έριδες του θιάσου. Στη δεύτερη πράξη, το σκηνικό γύρισε πάνω στον άξονά του για να έρθουν στο προσκήνιο τα “παρασκήνια” της παράστασης. Εκεί, στην τρίτη πράξη, σκάει η χιονοστιβάδα και οι ηθοποιοί μαλλιοτραβιούνται αλλά πνίγουν τις φωνές τους και τρέχουν πίσω απ’ το σκηνικό για να πουν τις στηλιτευμένες ατάκες τους σε ένα φανταστικό κοινό. Έτσι και στην επικαιρότητα του σήμερα, απ’ τη μια υπάρχει ένα κοινό που γελάει, αλλά απ’ την άλλη μεριά υπάρχει ένα κοινό που παίρνει την παράσταση στα σοβαρά.

Εγώ γελούσα ακόμα όταν βγήκα απ’ το θέατρο τότε και παρά το ότι η χώρα στην οποία βρισκόμουν ήταν ήδη σε πόλεμο. Η Νέα Υόρκη δεν παρέδωσε ποτέ την κανονικότητά της σε κατακτητές, αλλά ίσως γι’ αυτό τόσοι άνθρωποι ακόμα εκεί, αλλά και στο Λονδίνο, το Παρίσι, τις Βρυξέλλες, την Αθήνα, γελάμε, νομίζοντας ότι η χιονοστιβάδα δεν θα μας καταπλακώσει ποτέ.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…