Ένας λαμπρός ριζοσπάστης ρεπόρτερ με μυθιστορηματική ματιά και μνήμη ιστορικού
Πηγή: Viento Sur (26.10.2022) | Μετάφραση: Α.Λ. | Αρχική πηγή: The Nation
Ο Μάικ Ντέιβις, συγγραφέας και ακτιβιστής, γενναίος ριζοσπάστης και οικογενειάρχης, πέθανε στις 25 Οκτωβρίου μετά από μακρά μάχη με τον καρκίνο του οισοφάγου – ήταν 76 ετών. Είναι περισσότερο γνωστός για το βιβλίο City of Quartz, που έγραψε το 1990 για το Λος Άντζελες. Ο Μάρσαλ Μπέρμαν (Marshall Berman), σε βιβλιοκριτική για το The Nation, έγραψε ότι συνδύαζε «τον ριζοσπάστη πολίτη που θέλει να κατανοήσει την ολότητα της ζωής της πόλης του και τον αντάρτη πόλης που λαχταρά να δει όλο το καταραμένο πράγμα να ανατινάζεται».
Και όντως, δύο χρόνια μετά τη δημοσίευση του βιβλίου, εκτοξεύθηκε. Όταν ξέσπασαν οι ταραχές του Ρόντνεϊ Κινγκ στο Λος Άντζελες το 1992, φοβισμένοι λευκοί άνθρωποι έτρεξαν στα σπίτια τους, κλείδωσαν τις πόρτες και άνοιξαν την τηλεόραση για τις ειδήσεις. Ο Μάικ, ωστόσο, οδηγούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση, με τον παλιό του φίλο Ρον Σνεκ (Ron Schneck) στο πλευρό του. Πάρκαραν, βγήκαν έξω και άρχισαν να μιλούν με τους ανθρώπους στους δρόμους σχετικά με το τι συνέβαινε. Στη συνέχεια πήγε στο σπίτι του και έγραψε γι’ αυτό.
Ο Μάικ ήταν άνθρωπος της δεκαετίας του 1960, αλλά δεν προερχόταν από φιλελεύθερο ή αριστερό περιβάλλον. Ο πατέρας του ήταν κρεοπώλης και συντηρητικός, και ως νεαρός πατριώτης, ο Μάικ εντάχθηκε για λίγο στα Devil Pups – τους προσκόπους του Σώματος Πεζοναυτών. Η ζωή του άλλαξε με το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα. Το 1962, όταν ήταν πρωτοετής στο λύκειο, ένας μαύρος ακτιβιστής παντρεμένος με την ξαδέλφη του, πήγε τον Μάικ σε μια διαμαρτυρία που διοργάνωσε το Κογκρέσο για τη Φυλετική Ισότητα (Congress for Racial Equality-CORE), διαδηλώνοντας μπροστά από ένα αμιγώς λευκό υποκατάστημα της Bank of America στο Σαν Ντιέγκο. Σύντομα έγινε εθελοντής στο εκεί γραφείο του CORE. Άρχισε να σπουδάζει στο κολέγιο Reed, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για να εργαστεί για το SDS (Students for a Democratic Society).
Το 1969, όντας οργανωτικός υπεύθυνος του SDS, ο Μάικ συνελήφθη κατά τη μεγαλύτερη μαζική σύλληψη στην ιστορία των διαδηλώσεων της δεκαετίας του ’60 – στο «Valley State», το σημερινό California State University-Northridge, όταν 286 άτομα συνελήφθησαν μετά από μια ειρηνική καθιστική διαμαρτυρία 3.000 φοιτητών που διαμαρτύρονταν για την απαγόρευση όλων των διαδηλώσεων, συγκεντρώσεων και συναντήσεων από τη διοίκηση του σχολείου. «Αυτό που θυμάμαι πιο έντονα από τις συλλήψεις», είπε 45 χρόνια αργότερα, «ήταν η διαδρομή προς τη φυλακή με το λεωφορείο της αστυνομίας. Τα κορίτσια άρχισαν να τραγουδούν το Hey Jude, don‘t be afraid [των Beatles]. Τις ερωτεύτηκα όλες».
Το City of Quartz ήταν το αριστούργημά του. Δημοσιεύθηκε το 1990 και ξεκινά με την περιγραφή μιας επίσκεψης στα ερείπια της σοσιαλιστικής πόλης Llano del Rio, που ιδρύθηκε το 1914 στην έρημο βόρεια του Λος Άντζελες. Εκεί, την Πρωτομαγιά του 1990, συνάντησε δύο εικοσάρηδες οικοδόμους από το Ελ Σαλβαδόρ να έχουν κατασκηνώσει, ελπίζοντας να βρουν δουλειά στο κοντινό Palmdale. «Όταν παρατήρησα ότι είχαν εγκατασταθεί στα ερείπια μιας σοσιαλιστικής πόλης, ο ένας από αυτούς ρώτησε αν “οι πλούσιοι είχαν έρθει με αεροπλάνα και τους βομβάρδισαν “». Τον ρώτησαν τι έκανε εκεί και τι γνώμη είχε για το Λος Άντζελες. «Προσπάθησα να τους εξηγήσω ότι μόλις είχα γράψει ένα βιβλίο…». Και τώρα γυρίζετε τη σελίδα για το πρώτο κεφάλαιο, το αξέχαστο Sunshine and Noir.
Μετά το City of Quartz, όλοι αναζητούσαν τον Μάικ. Ο Άνταμ Σατζ (Adam Shatz) έγραψε το 1997 για το πώς το να τηλεφωνείς στον Μάικ Ντέιβις είναι ένας καλός τρόπος για να γνωρίσεις τον τηλεφωνητή του… Καθισμένος στη βεράντα του ένα ζεστό βράδυ, κατάλαβα το γιατί: Το τηλέφωνο χτυπούσε αδιάκοπα και ο Ντέιβις δεν σηκώθηκε ούτε μια φορά από την καρέκλα του. Οι κλήσεις διαρκούν από το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα. Θα μπορούσε να είναι ο φωτογράφος Ρίτσαρντ Άβεντον (Richard Avedon) ή ο αρχιτέκτονας Ιεό Μινγκ Πέι (I.M. Pei) με αίτημα μια από τις θρυλικές περιοδείες του Ντέιβις στο Λος Άντζελες… Θα μπορούσε επίσης να είναι ένας Δανός επιμελητής που διοργανώνει μια έκθεση για τη μεταμοντέρνα πόλη, ένα στέλεχος του συνδικάτου ξενοδοχοϋπαλλήλων, ένας φοιτητής στο Cesar Chavez Center του UCLA (University of California, Los Angeles) ή (πολύ πιθανόν) ένας σεναριογράφος του Χόλιγουντ.
Απέρριπτε τις περισσότερες προσκλήσεις για να μιλήσει. Θυμάμαι την κόρη του Ροϊσίν να του λέει το 2014: «Μπαμπά, πρέπει πραγματικά να απαντήσεις στην πρόσκληση του προέδρου της Αργεντινής», και ο Μάικ να λέει: «Αν δεν απάντησα στην πρόσκληση του Πάπα, δεν απαντώ ούτε σ’ αυτήν». (Είχε προσκληθεί στο Βατικανό μετά τη δημοσίευση του Planet of Slums).
Όμως δέχτηκε κάποιες. Στο University of California, Irvine, όπου ήμασταν συνάδελφοι στο τμήμα Ιστορίας για το μεγαλύτερο μέρος μιας δεκαετίας, έδωσα μια διάλεξη στο μάθημά του («Εισαγωγή στην Ιστορία των ΗΠΑ του 20ού αιώνα») για να τον καλύψω την ημέρα που μιλούσε σε ένα συνέδριο αναρχικών στο Παλέρμο.
Ο Μάικ μισούσε να τον αποκαλούν «προφήτη της καταστροφής». Ναι, το Λος Άντζελες όντως εξερράγη δύο χρόνια μετά την έκδοση του City of Quartz, οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες έγιναν πιο έντονες μετά την έκδοση του Ecology of Fear, και φυσικά μια παγκόσμια πανδημία ακολούθησε το The Monster at Our Door. Αλλά όταν έγραφε για την κλιματική αλλαγή ή τις ιογενείς πανδημίες, δεν έκανε «προφητείες», αναφερόταν στις τελευταίες έρευνες. Μετά το χτύπημα του covid-19, κάναμε αρκετές εκπομπές στο podcast Nation για το θέμα αυτό – κάποια στιγμή μου είπε: «Έχω μείνει ξύπνιος μέχρι αργά διαβάζοντας εγχειρίδια ιολογίας».
Έλεγε ότι έγραφε για τα πράγματα που τον τρόμαζαν περισσότερο. Στο Ecology of Fear (1998) ασχολήθηκε με σεισμούς, δασικές πυρκαγιές, πλημμύρες και ξηρασίες που διαρκούσαν έναν αιώνα. Ένα κεφάλαιο, το The Case for Letting Malibu Burn (Λόγοι για να αφήσουμε το Μαλιμπού να καεί) έγινε κλασικό, υποστηρίζοντας ότι οι προϋπολογισμοί για τις πυρκαγιές θα ήταν προτιμότερο να δαπανηθούν για την προστασία πολυπληθών γειτονιών στο κέντρο της πόλης παρά για να προστατευτούν οι τεράστιες επαύλεις που χτίστηκαν στις πλαγιές των λόφων σε απομακρυσμένες αντιπυρικές ζώνες. Αυτό προκάλεσε τη δική του πύρινη λαίλαπα. Οι επικριτές του, με επικεφαλής έναν κτηματομεσίτη του Μαλιμπού, δεν μπορούσαν να αντικρούσουν το επιχείρημά του, οπότε επικεντρώθηκαν στις υποσημειώσεις του – και τόσο οι Los Angeles Times όσο και οι New York Times δημοσίευσαν άρθρα σχετικά με τη «διαμάχη». Όμως η διαμάχη ξεθώριασε και το επιχείρημα έγινε ισχυρότερο. Ο αρθρογράφος των LA Times Γκουστάβο Αρεγιάνο (Gustavo Arellano), το 2018, όταν οι πυρκαγιές κύκλωναν το Λος Άντζελες και ο ουρανός ήταν γεμάτος καπνό για εβδομάδες, έγραψε «Κατά τη διάρκεια της εποχής των πυρκαγιών, πάντα σκέφτομαι… The Case for Letting Malibu Burn»
Σε αντίθεση με την υπόλοιπη Νέα Αριστερά (New Left), ο Μάικ δεν απέρριψε την παλιά Αριστερά – μέντοράς του στις δεκαετίες του 1960 και του ’70 ήταν η αποστάτρια ηγέτιδα του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Νότια Καλιφόρνια, Ντόροθι Χίλι (Dorothy Healey). Ο Μάικ λάτρευε να διαφωνεί μαζί της. Όταν η Ντόροθι πέθανε το 2006, ο Μάικ έγραψε στο The Nation ότι αντιπροσώπευε «τη σπουδαιότερη γενιά της Αριστεράς – αυτά τα σκληροτράχηλα παιδιά του Ellis Island που έχτισαν την CIO, πολέμησαν τον Τζιμ Κρόου (Jim Crow) στο Μανχάταν και την Αλαμπάμα και έθαψαν τους φίλους τους στην ισπανική γη». Ο θάνατός τους, είπε, ήταν «μια ανυπολόγιστη, σπαρακτική απώλεια». Τώρα αισθανόμαστε το ίδιο για τον δικό του.
*Ο Jon Wiener είναι συνεργαζόμενος συντάκτης στο The Nation και συν-συγγραφέας (με τον Μάικ Ντέιβις) του βιβλίου Set the Night on Fire: L.A. in the Sixties.