Νέα στήλη στο Κόκκινο και το Μαύρο: Βιβλία του συρμού

Ο συρμός, οι συρμοί του τρένου είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την εργατική τάξη. Η τάξη μας περνάει κατά μέσο όρο μία με δύο ώρες την ημέρα σε κάποιο βαγόνι, πηγαίνοντας και επιστρέφοντας από το κάτεργο της μισθωτής σκλαβιάς. Αν και, ως έκφραση, η έννοια «του συρμού» είχε θετική χροιά, σήμαινε δηλαδή ότι κάτι ήταν η τελευταία λέξη της μόδας, εν τέλει κατέληξε με αρνητικό πρόσημο, να σημαίνει κάτι που μεταδίδεται μέσω του σιδηροδρόμου από το παρηκμασμένο κέντρο προς τα ήσυχα και γαλήνια προάστια. Τα βιβλία του συρμού λοιπόν δεν είναι ευτελή βιβλία, απεναντίας, είναι βιβλία που διαβάζουμε στριμωχτά σε κάποιο βαγόνι παίρνοντας έτσι πίσω λίγο από τον κλεμμένο ελεύθερο χρόνο μας.

***

Simon Wiesenthal, Joseph Wechsberg, Οι δολοφόνοι ανάμεσα μας (μτφρ.: Γεωργία Μίχα), εκδόσεις Παπαδόπουλος 2021, σσ.: 336  

Τον έχουν χαρακτηρίσει ως ανηλεή κυνηγό και εμμονικό εκδικητή των ναζί, το σίγουρό όμως είναι ότι ο Βίζενταλ ευθύνεται προσωπικά για περισσότερους από χίλιους αξιωματικούς των ναζί οι οποίοι οδηγήθηκαν στη δικαιοσύνη. Όποιος «πελάτης» -έτσι χαρακτήριζε τους στόχους του- από τη λίστα του οδηγούταν εν τέλει στις διωκτικές αρχές, είχε σίγουρη καταδίκη.

Επιζών του Στρατοπέδου Μαουτχάουζεν, ο Βίζενταλ αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή του στο κυνήγι των ναζί, κυρίως υψηλόβαθμων στελεχών, και στην κατάρτιση λιστών αγνοουμένων εβραίων. Με μεθοδικότητα, συνέλαβε και οργάνωσε ένα πλήρες αρχείο με ονόματα, καταφύγια, πιθανές νέες ταυτότητες, και κυρίως ένορκες καταθέσεις θυμάτων του ναζισμού. Αποκλείοντας τις φήμες, και τις γενικόλογες ιστορίες, εξασφάλιζε την τεκμηρίωση κάθε κατηγορίας με τρόπο που κανένα δικαστήριο δεν θα μπορούσε να τις απορρίψει.

Ο μεγαλύτερος «πελάτης» του υπήρξε ο ίδιος ο Άιχμαν, ο εμπνευστής και αρχιτέκτονας της Τελικής Λύσης, τον οποίο κυνηγούσε επί δεκαπέντε χρόνια στις διάφορες χώρες της λατινικής αμερικής όπου είχε βρει καταφύγιο, όπως και πάρα πολύ ναζί άλλωστε.

Με την συνδρομή του δημοσιογράφου Γουέσμπερχ έχουμε στα χέρια μας τα απομνημονεύματα του Βίζενταλ δοσμένα με έναν τρόπο αφήγησης που μπορεί να θεωρηθεί στα όρια του νουάρ μυθιστορήματος. Σελίδες γεμάτες με τη μεγαλύτερη φρίκη που γνώρισε η ανθρωπότητα, το Ολοκαύτωμα, έχουν δουλευθεί και λειανθεί με τέτοιο τρόπο ώστε ο αναγνώστης να ξεχνά ότι διαβάζει πραγματικά ιστορικά γεγονότα και νομίζει ότι χάνεται στις σελίδες ενός αστυνομικού θρίλερ, που όμως υπήρξε αληθινό θρίλερ.

Αντίπαλοι του Βίζενταλ υπήρξαν όχι μόνο η δήθεν αποναζιστικοποιημένη γραφειοκρατία της Δυτικής Γερμανίας, οι διοικήσεις των Συμμάχων που αδιαφορούσαν, το σοβιετικό «σιωπητήριο», αλλά κυρίως ο πιο αδίστακτος εχθρός του ανθρώπου: ο Χρόνος. Δεδομένου ότι οι επιζήσαντες ήταν τόσο λίγοι, και η υγεία τους σε άθλια κατάσταση, καθώς το προσδόκιμο ζωής μετά το μαρτύριο του Ολοκαυτώματος είχε εξανμιστεί, σύντομα ο Βίζενταλ βρέθηκε αντιμέτωπος και με την έλλειψη πρώτων πηγών, και μαρτύρων.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Βίζενταλ είναι και η άρνησή του ως προς τη συλλογική ευθύνη: «Είμαι μέλος ενός λαού ο οποίος εξοντώθηκε με την πρόφαση της συνολικής ευθύνης, πώς μπορώ να κατηγορήσω άλλα έθνη ότι φέρουν συλλογική ευθύνη για ότι μας έκαναν κάποιοι εξ αυτών;». Η υπόθεση του Αυστριακού αξιωματικού Σμιτ που περιέχεται στον ανά χείρας τόμο είναι ένα αντιπροσωπευτικό τέτοιο δείγμα.

Το βιβλίο με τα απομνημονεύματα του Βίζενταλ είναι ένα ανάγνωσμα μνημείο για την ανθρώπινη μνήμη και αξιοπρέπεια. Μπορεί να διαβαστεί είτε ως νουάρ μυθοπλασία, είτε ως ένα εγχειρίδιο γεγονότων ενάντια στους μύθους και στις θεωρίες συνομωσίας που συνοδεύουν πάντα τον [συγκαλυμμένο] αντισημιτισμό.

 

Διαβάστε επίσης

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…