Stefan Zweig, Ο κόσμος του Χθες (μτφρ.: Αλεξία Καλανταρίδου – Τατιάνα Λιάνη, Επίμετρο – Σημειώσεις Τατιάνα Λιάνη), 1η έκδοση, Εκδόσεις Printa 2006, σς.: 592

[Όσο για μας, που σήμερα βρισκόμαστε στα εξήντα και που στην ουσία μας απομένουν λίγα ακόμη χρόνια ζωής, τι είναι αυτό το οποίο δεν είδαν τα μάτια μας, τι δεν υποφέραμε και τι δεν ζήσαμε; Στις σελίδες της ζωής μας, στο σώμα μας και στην ψυχή μας, έχουν γραφεί όλες οι πιθανές καταστροφές που μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους (κι ακόμα δε φτάσαμε στην τελευταία σελίδα)]

Αυτές οι λέξεις είναι γραμμένες το 1941 λίγο πριν την αυτοκτονία του Τσβάιχ και της δεύτερης συζύγου του Λόττε το 1942, και σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία ο Τσβάιχ δεν θα ζήσει για να μάθει την αλήθεια για την τελική λύση που οδήγησε στην μεγαλύτερη πληγή της ανθρωπότητας: το ολοκαύτωμα.

Η αυτοβιογραφία του Τσβάιχ είναι ακριβώς αυτό που δηλώνει ο υπότιτλος: Αναμνήσεις ενός ευρωπαίου. Όμως δεν είναι και ακριβώς αυτό που συναντάται στο είδος: Μια ακριβής βιογραφία, κι αυτό γιατί όπως θα ανακαλύψει η αναγνώστρια έχουν απαλειφθεί σημαντικές λεπτομέρειες της προσωπικής του ζωής όπως είναι οι γάμοι του, οι κόρες του, η προσωπικές του πληροφορίες. Στην πραγματικότητα αυτό που μένει δεν είναι η ζωή του Τσβάιχ, αλλά η εποχή του. Ο συγγραφέας μετατρέπει τον εαυτό του από προορισμό σε μέσο, και σαν ένα τραίνο από αυτά τα επιβλητικά με τις μεγάλες ατμομηχανές που διέσχιζαν την ευρώπη στις αρχές του 20ου αιώνα, χρησιμοποιεί την ίδια του την ζωή για να περιγράψει την εποχή του, τον κόσμο του Χθες.

Ίσως να ξενίζει κάποι@ς αναγνώστ@ς μια δεύτερη βιβλιοπρόταση του ίδιου συγγραφέα, και λυπάμαι γι’ αυτό, όμως νομίζω ότι η θεματική τους ταιριάζει απόλυτα. Η προηγούμενη παρουσίαση λοιπόν τελειώνει με την φράση «Η Αόρατη συλλογή και ο Παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ μας μιλούν για μια εποχή που έχει περάσει και έχει χαθεί οριστικά και αμετάκλητα. Μένει μόνο χαραγμένη στο μυαλό και στην καρδιά των ανθρώπων που την έζησαν, σε ανθρώπους που κοιμήθηκαν ελεύθεροι πολίτες και ξύπνησαν δέσμιοι υπήκοοι του Κράτους.», και στην ουσία ακριβώς αυτή είναι η αντίστιξη του συγγραφέα σε ολόκληρο τον κόσμο του Χθες.

Ο Τσβάιχ ενηλικιώθηκε και πέρασε τα νεανικά του χρόνια σε μία Ευρώπη αλλά και σε έναν ολόκληρο πλανήτη που ως επί των πλείστων υπήρξε ασύνορη. Κι αυτό όχι με την έννοια  του ότι δεν υπήρχαν κράτη, αυτοκρατορίες και σύνορα, αλλά με την έννοια της παντελούς έλλειψης επιτήρησης και ελεγκτικών μηχανισμών. Μπορούσες να ανέβεις σε ένα τρένο στην Πράγα και σε μερικές ώρες να βρίσκεσαι με τους φίλους σου στο Παρίσι, χωρίς κανένας να σε ρωτήσει που πας, τι κουβαλάς, και να σου ζητήσει το διαβατήριο σου. Αυτή η ελευθερία μετακινήσεων μεταξύ των λαών, φυσικά με ταξικό πρόσημο το οποίο δεν πρέπει να ξεχνάμε, χάθηκε με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου για να ανακτηθεί, και ενδεχόμενος πιο διαταξικά, με την συνθήκη Σένγκεν. Είναι λοιπόν η ευρωπαϊκή ένωση η εκπλήρωση του Τσβαϊχικού οράματος της αδελφοποιημένης ευρώπης; Μάλλον όχι, καθώς η Ε.Ε. είναι πρωτίστως η ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων και ανθρώπινου δυναμικού, και δευτερευόντως μια συνένωση των λαών της γηραιάς ηπείρου.

Είναι πραγματικά αξιοπερίεργο το πως μέσα σε όλο αυτό το οδοιπορικό -έτσι θα το ονόμαζα- του Στέφαν Τσβάιχ  λείπει παντελώς η ταξική θεώρηση, θα έλεγε κανείς πως πρόκειται για έναν ονειροπαρμένο αστό. Κι όμως οι πληροφορίες είναι εδώ: ξέρουμε ότι ο Τσβάιχ υποστήριζε οικονομικά νέους συγγραφείς όπως ο Γιόζεφ Ροτ, κι αλλού τον βλέπουμε να μιλάει -δίνοντας τα εύσημα στον σοσιαλισμό- για σταδιακή απαλοιφή  των κοινωνικών ανισοτήτων και για μια μεγαλύτερη ευμάρεια της εργατικής τάξης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχε στο μυαλό του μια “ρομαντικοποιημένη” εικόνα του καπιταλισμού, έναν ας τον πούμε ηθικό καπιταλισμό, όσο οξύμωρο και αντιφατικό κι αν μοιάζει αυτό.

Το ίδιο παράδοξο είναι και η παντελής έλλειψη πρόβλεψης της ανόδου του ναζισμού από έναν άνθρωπό με τόσο βαθιά ενσυναίσθηση, όπως άλλωστε βλέπου και στα έργα του. Στην αρχή του βιβλίου, άλλωστε, ο Τσβάιχ μιλά εξ’ ονόματος της εβραϊκής κοινότητας, μια κοινότητα που βασανισμένη από συνεχείς εκδιώξεις και πογκρόμ θεώρησε ότι στη σκιά των Αψβούργων βρήκε την νέα γη της επαγγελίας και ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Κι όμως έκαναν τόσο λάθος. Η αυταπάτη αυτή διαλύεται με τον πιο ενδεικτικό τρόπο στα τελευταία κεφάλαια όπου βλέπου τον Τσβάιχ απαυδισμένο από το συνεχές κυνήγι που τον φέρνει μέχρι την Βραζιλία.

Κι όμως αυτός ο άνθρωπος, αυτή η ευαίσθητη και σε πάντα εγρήγορση φωνή, ήταν από τους πρώτους που ύψωσε την αντιμιλιταριστική και αντιπολεμική συνείδηση του ενάντια στην τρέλα της εποχής του πολέμου. Όταν σύγχρονοί του μεγάλοι καλλιτέχνες έσπευδαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με εθνικιστικές φαμφάρες, ο Τσβάιχ γράφει τον Ιερεμία του, και κηρύσσει μόνος του σχεδόν τον πόλεμο στον Πόλεμο, παραμένει η συνείδηση της παλιάς Ευρώπης, η φωνή της λογικής μέσα στην μαζική παράκρουση.

Τα μεταπολεμικά χρόνια είναι αρχικά δύσκολα κι όμως ο Τσβάιχ βγαίνει νικητής μέσα από τις ήττες των άλλων. Ξαναμαζεύει το κουράγιο του κι αρχίζει μια νέας ζωή από την αρχή στο Σάλτσμπουργκ, το οποίο σύντομα θα γνωρίσει την άνθηση και μαζί του ο Τσβάιχ θα γίνει ο πιο πολυδιαβασμένος συγγραφέας της εποχής του. Κι όμως το τέλος ήταν ακόμη στο μέλλον του.

Αυτό το βιβλίο είναι μια πηγή γνώσης για την εποχή του Χθες, ένας χάρτης για ένα μέλλον που η ανθρωπότητα δεν θέλησε ποτέ να πάει. Είναι οι αναμνήσεις του ονειροπόλου κύριου Τσβάιχ, και είναι δοσμένες με τόση τρυφερότητα κι αγάπη που καταφέρνει να σβήσει το δικό του Εγώ μέσα στο μεγάλο Εμείς. Είναι η πίστη ενός λαμπρού πνεύματος στην πρόοδο και στην ανθρωπινότατα του ανθρώπου, και εν τέλει είναι μια εποχή αθωότητας η οποία σφραγίστηκε στην ψυχή του συγγραφέα για να μην χαθεί υπό την απειλή του καινούριου ταχύρυθμου κόσμου της εντατικοποιημένης εργασίας, του εξαφανισμένου ελεύθερου χρόνου, για της εξατομικευμένης κοινωνίας.

Διαβάστε επίσης

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…