Μαύρες Ρίζες. Αφροαμερικανοί ποιητές και ποιήτριες του Μεσοπολέμου (ανθολόγηση – μετάφραση: Νίκος Λάιος), εκδόσεις Στοχαστής 2021, σσ.: 242

Νομίζει πως και στον παράδεισο αψηλά ακόμα
Η τάξη της ταβλιάζεται ως τ’ αργά και ροχαλίζει
Και μαύρα φτωχο-χερουβείμ αφήνουνε το στρώμα
Στις εφτά, να κάμουνε το ουράνιο χαμαλίκι.

                                        (Κάουντεη Κάλλεν, «Επιτάφιοι»)

Στα ζοφερά χρόνια ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο παρατηρείται στους κόλπους της μαύρης διανόησης των ΗΠΑ η έκρηξη μιας αυθεντικής, πλατιάς, σύνθετης και αντιφατικής καλλιτεχνικής δημιουργίας με επίκεντρο το Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Η «Αναγέννηση του Χάρλεμ», όπως ονομάστηκε, περιλάμβανε μια δυναμική μερίδα μορφωμένων Αφροαμερικανών και Αγφροαμερικανίδων με χαρακτηριστικά μεσαίας τάξης, που μπορούσε να αντιπαρατεθεί με τους προνομιούχους λευκούς στο δικό τους επίπεδο. Επρόκειτο για μαύρους καλλιτέχνες και διανοούμενους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο Χάρλεμ ή μετακινήθηκαν εκεί από άλλες πόλεις και πολιτείες της Αμερικής, δημιουργώντας μία εστία εντός της οποίας γίνονταν καταπληκτικές ζυμώσεις κι έβγαιναν άτομα ή ομάδες που διέπρεπαν σε τομείς που σε άλλες περιοχές παρέμεναν απροσπέλαστοι για τη μαύρη κοινότητα. Από την καρδιά της Νέας Υόρκης ξεπήδησαν όχι μόνο οι ακτιβιστές των κινημάτων για τα πολιτικά δικαιώματα και οι μουσικοί της τζαζ, αλλά και οι μαύροι διανοούμενοι που έκαναν αίσθηση με τη δυνατή ποιητική τους πένα.

Είμαι μαύρος κι έχω μαύρα χέρια δει
Σηκωμένα σε γροθιές ξεσηκωμού, πλάι πλάι με των λευκών
των εργατών τις λευκές γροθιές,
Και μια μέρα –κι είν’ μοναχά αυτό που με βαστάει–
Μια μέρα θα ‘ν’ μιλιούνια και μιλιούνια από δαύτα,
Μια μέρα κόκκινη από γροθιών την έκρηξη σ’ ορίζοντα
καινούργιον!

                              (Ρίτσαρντ Ράιτ, «Μαύρα χέρια έχω δει»)

Βασικό χαρακτηριστικό της Αφροαμερικανικής ποίησης του Μεσοπολέμου είναι η ενσυνείδητη καταγραφή της ζωής των καταπιεσμένων, των οργισμένων και των επαναστατημένων μαύρων της Αμερικής, ενώ οι θεματικοί της άξονες εστιάζουν στον ρατσισμό της καθημερινής ζωής, στις φυλετικές διακρίσεις στους χώρους εργασίας και αλλού, στις δολοφονίες, τα λιντσαρίσματα, τους βιασμούς και τις κρεμάλες.

Πρόκειται για ποίηση που εκδηλώνει μεγάλο ενδιαφέρον για τα κινήματα της εποχής και διερευνά σε βάθος το ζήτημα της ταυτότητας. Όπως παρατηρεί ο Στέλιος Ελληνιάδης στην εξαιρετικά εμπεριστατωμένη και πολυσέλιδη εισαγωγή του βιβλίου, οι μαύροι ποιητές και ποιήτριες που δημιούργησαν στην εποχή του Μεσοπολέμου, είτε προέρχονταν από μαύρους γονείς είτε από μικτούς γάμους, είχαν συνείδηση της φυλετικής τους ταυτότητας και μια έντονη προδιάθεση να εκφράσουν τα προσωπικά τους βιώματα, τις απόψεις και τα συναισθήματά τους μέσα από ένα κοινό λόγο και κοινές εμπειρίες και αρκετοί ακολούθησαν την πιο λόγια παράδοση της αμερικανικής κουλτούρας, διεκδικώντας αφενός την αναγνώριση και αφετέρου την ισοτιμία στη σφαίρα της πνευματικής δημιουργίας.

Από της γης τη σκόνη γινόνται οι ανθρώποι,
Και τωραδά ακόμα τα πόδια μας πατούν
Στα τοσαδά τα ψήγματα των άγεννων μορφών
Ανθρώπων, στους δρόμους εδωδά,
Και θε να ‘ρθούν οι ανθρώποι
Στα στήθια τα δικά μας να πατήσουν,
Όταν θε να ‘ναι γινομένα ασάλευτα,
Αφότου αιώνιου χρόνου η ξάρα* βγαλμένους θα μας έχει
Των δρόμων σκόνη.

                                (Ανίτα Σκοτ Κόλμαν, «Των δρόμων σκόνη»)

Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εκπρόσωποι της μαύρης κουλτούρας δεν ασπάζονταν πάντα τις ίδιες ιδεολογικές ή αισθητικές απόψεις. Για παράδειγμα, ο μαρξιστής Λάνγκστον Χιουζ ανήκε στην κατηγορία των λιγότερο διαλλακτικών απέναντι στους μαύρους διανοούμενους που πίστευαν στο εφικτό μιας σύγκλισης με τους λευκούς και έγραψε σπουδαία τζαζ ποίηση, θεωρώντας ότι τα μπλουζ τραγούδια ταίριαζαν περισσότερο στην αισθητική της μαύρης εργατικής τάξης. Αντίθετα, ποιητές όπως ο Τζιν Τούμερ, τον οποίο οι λογοτεχνικοί κύκλοι των λευκών αποκαλούσαν «Νέγρο συγγραφέα» και ο ίδιος αποποιήθηκε την μαύρη καταγωγή του, επιμένοντας να τον αντιμετωπίζουν ως  «Αμερικανό συγγραφέα», ήταν θετικοί στην προοπτική της προσέγγισης της τέχνης των λευκών, ενώ άλλοι, όπως ο αναρχοσυνδικαλιστής Ρίτσαρντ Ράιτ, ήταν ιδιαίτερα αυστηροί στο θέμα της ταυτότητας.

Το παλιοπιάνο γόγγυζε κι ο Νέγρος να το λέει
Με λιγυρή βαθιά φωνή, σε νότα σαν να κλαίει:
«Άλλον δεν έχω σ’ όλονε ετούτο τον ντουνιά,
Εξόν εμένα άλλονε κανένανε δεν έχω.
Θε να την κόψω τουτηδώ την κατσουφιά μαχαίρι
Κι απέ στο ράφι απάνω τις σκοτούρες μου να θέσω.»

Νταπ, νταπ, νταπ, νταπ στο πάτωμα βαρούσε το ποδάρι.
Έπαιξε λίγο κι έπειτα ξανάπιασε τροπάρι:
«Έχω τ’ Αποσταμένο Μπλουζ
Στην απόλαψη είμαι ξένος.
Άλλο χαρά δεν έχω πια,
Και κάλλιο πεθαμένος».
Και τερέτισε όλη νύχτα στου σκοπού τ’ αχνάρι.
Βγήκανε τα αστέρια και μαζί τους το φεγγάρι.
Παύει ο λαλητής να παίζει, στο κρεβάτι πια ξερός
Στο κεφάλι του αντηχούσε τ’ Αποσταμένου Μπλουζ ο αχός.
Θες κοιμήθηκε σα βράχος, θες σαν άνθρωπος νεκρός.

                                       (Λάνγκστον Χιουζ, «Το Αποσταμένο Μπλουζ»)

Αξίζει ιδιαίτερη αναφορά στον ανθολόγο και μεταφραστή της έκδοσης, Νίκο Λάιο, έναν νέο άνθρωπο που ζει στην Άμφισσα και εργάζεται εκεί ως κοινωνικός ανθρωπολόγος. Η ανάγκη του να αποδώσει όσο το δυνατόν καλύτερα μια ολόκληρη εποχή και την ποιητική της φωνή, τους μαύρους ποιητές και τις ποιήτριες του Μεσοπολέμου, τα οράματα, τα διλήμματα, τις συγκρούσεις τους, εσωτερικές και εξωτερικές, την κινηματική τους δράση, τη στάση τους απέναντι σε κοσμοϊστορικά γεγονότα, όπως ο πόλεμος, η Οκτωβριανή Επανάσταση και το κραχ του 1929, τον στρέφουν στη γλώσσα της δικής του πατρίδας, στη γήινη, δουλεμένη, λαϊκή, μεστή και γεμάτη μουσικότητα δημοτική μας παράδοση.

Όπως αναφέρει ο ίδιος στο μεταφραστικό του σημείωμα, σε επίπεδο μετάφρασης και απόδοσης ακολούθησε όσο μπόρεσε πιστά το λεκτικό νόημα, το πνεύμα και το στυλ των πρωτότυπων ποιημάτων, ώστε να αποδοθούν η μελωδικότητα, οι ρυθμοί, οι ομοιοκαταληξίες και οι παρηχήσεις, όπου υπήρχαν, καθώς και οι ιδιωματικές εκφράσεις, τα γλωσσικά ιδιώματα της υπαίθρου και η μητροπολιτική αργκό. Ειδικά στην απόδοση ντοπιολαλιών της υπαίθρου του Νότου των Η.Π.Α, ο Νίκος Λάιος αντλεί κυρίως από τον δικό του τόπο, από τις ρουμελιώτικες ντοπιολαλιές:

Σαν πρέπει να πεθάνουμε – μην είν’ σαν τα καπριά
Κυνηγητά, φραγμένα σε μεριά ντροπιαστική,
Με γύρω ν’ αλυχτάν’ λυσσάρια, λιμάρια τα σκυλιά,
Τη μοίρα περγελώντας μας την τρισκατάρατη.
Σαν πρέπει να πεθάνουμε, ω, ας πέσουμε στο χώμα
Τίμια, το ατίμητό μας το αίμα του κάκου μη χυθεί.
Τότε ως κι αυτά τα τέρατα που τ’ αψηφάμε ακόμα
Θ’ αναγκαστούν σέβας να δείξουν κι ας είμαστε νεκροί!
Γενιά μου! Τον κοινόν εχτρό πρέπει να μαχηθούμε!
Αντρείοι ας δείξουμε κι ας είμαστε λιγότεροι πολύ,
Για κάθε χίλιες τους χτυπιές, θανής χτυπιά ας βαρούμε!
Τι κι αν του τάφου χάσκει εμπρός μας η τρύπα ανοιχτή;
Στη φονική, δειλιάρα αγέλη σαν άντρες θα σταθούμε
Στον τοίχο στριμωχτοί, ψυχομαχώντας, μα θε ν’ αντισταθούμε!

                                      (Κλωντ Μακ Κέϋ, «Σαν πρέπει να πεθάνουμε»)

Η έκδοση εμπλουτίζεται με υποσέλιδες σημειώσεις και σχόλια, όπου κρίνεται απαραίτητο, και με ευσύνοπτα βιογραφικά σημειώματα των δεκαοκτώ ποιητών και των ποιητριών που ανθολογούνται. Είναι οι: Τζόρτζια Ντάγκλας Τζόνσον, Τζέσση Ρέντμον Φώσετ, Ανν Σπένσερ, Έφι Λη Νιούσαμ, Κλωντ Μακ Κέϋ, Αννίτα Σκοτ Κόλμαν, Τζην Τούμερ, Έστερ Πόπελ Σω, Λούις Γκράντισον Αλεξάντερ, Στέρλινγκ Άλλεν Μπράουν, Λάνγκστον Χιουζ, Γκουέντολιν Μπεννέτα Μπέννετ, Άρνα Γουέντελ Μπόντομ, Κάουντεη Κάλλεν, Φρανκ Μάρσαλλ Ντέηβις, Έλλην Τζόνσον, Ρίτσαρντ Ράϊτ, Μέη Βιρτζίνια Κάουντερυ.

 ________

 * Ξάρα: Κρησάρα, κόσκινο

Διαβάστε επίσης

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…