Παντελής Ροδοστόγλου, Και τα σκυλιά κοιτούσαν δακρυσμένα. Στίχοι και ποιήματα, Εκδόσεις Κυψέλη 2020, σσ.: 120

Η ποίηση, η εξέγερση, η ουτοπία
ένας έρωτας απρόσμενος
το πάθος, η τρέλα, η μαγεία
ανεπανάληπτα τοπία
όλα όσα αυτή η χώρα
έχει εξορίσει στους υπονόμους της
κι έχει πνίξει μες στη φορμόλη
σαν να ήταν οι φόβοι της
θα αποδοθούν μια μέρα, ξανά με τιμές
μπρος στα μάτια των φίλων μας
με μια άγρια κραυγή
σαν ανεξόφλητο χρέος
σαν ανταπόδοση
και σαν ανταμοιβή.

                    («Μανιφέστο»)

Ο νεωτερικός μας εαυτός αναδύεται μέσα από τα συντρίμμια της παιδικής μας ηλικίας. Σαν να δαγκώσαμε κάποια στιγμή το μήλο της γνώσης και να ντραπήκαμε για τη ζωή μας στον εγκόσμιο παράδεισο της φυσικής ελευθερίας και ισότητας. Ναι, έχει και η νεωτερικότητα τη δική της πολιτική θεολογία, τον δικό της ιδρυτικό μύθο, το δικό της παράδοξο. Κάποτε, λοιπόν, ζούσαμε στη φυσική κατάσταση, έναν τόπο όπου υπήρξαμε πραγματικά ελεύθεροι και ίσοι, αλλά έπρεπε οπωσδήποτε να τον εγκαταλείψουμε και να συγκροτήσουμε πολιτική κοινωνία. Μόνο και μόνο για να επιζήσουμε. Πρώτος μας φοβέρισε ο Τόμας Χομπς με τον διαβόητο πόλεμο όλων εναντίον όλων. Ακολούθησε ο Τζων Λοκ, ηπιότερος και μετριοπαθέστερος, αλλά εξίσου αποτελεσματικός στο άλγος της απώλειας. Μόνο ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ υπερασπίστηκε την παιδική μας ηλικία και κατέδειξε την ενήλικη δυστυχία μας.

Η παιδική μας ηλικία είναι σαν την ιστορία. Επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα. Αυτό υπονοούσε και ο Ρουσσώ, πολύ πριν από τον Μαρξ, όταν επέμενε πως ανάμεσα στη φυσική κατάσταση και την κοινωνία μας υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα, πως η περιγραφή της πρώτης συγχέεται ηθελημένα ή αθέλητα με την πραγματικότητα της δεύτερης μέσω αναχρονισμών και αφαιρέσεων. Τα ανάποδα βήματά μας δείχνουν πως η επιστροφή στη φυσική πρωταρχική μας συνθήκη είναι ανέφικτη.

Είμαι το φάντασμα του αγοριού στο κελάρι
κάποιος με σκότωσε πριν καιρό
έπαιζα ανέμελα στο υγρό χορτάρι
δεν πρόλαβα τίποτα να δω.
Δεν έχω κάποιον να προσμένω
δεν έχω κάποιον ν’ αγαπώ
ζω χρόνια τώρα εδώ κλεισμένο
σαν στοιχειωμένο μυστικό.

                        (Το φάντασμα του αγοριού στο κελάρι)

Αλλά αυτός δεν είναι λόγος να θρηνούμε την παιδική μας ηλικία. Η μνήμη, όπως και τα παιδιά, δεν αντέχει για καιρό τα κλειστά παράθυρα. Ακόμα και αν το μόνο που βλέπουμε πια είναι το φάντασμα της παιδικής μας ηλικίας πριν το φως της μέρας (ante lucem) ή τις στάχτες της δίπλα στις ράγες χαλασμένων τρένων: αυτό το τραγούδι δεν είναι για σένα/μιλάει για φίλους μου παιδικούς/που απόμειναν στάχτη δίπλα στις ράγες/σαν μνήμες χαμένες από άγριους καιρούς. Διότι το ζητούμενο δεν είναι να ξαναγίνουμε παιδιά ή να μείνουμε για πάντα νέοι, όπως χαρωπά μας προτρέπει η α-νόητη αστική μας κοινωνία, η κατεξοχήν κοινωνία του ανάποδου βηματισμού. Το ζητούμενο είναι οι σχέσεις πολιτικής καλοσύνης και ηθικότητας που μπορούμε ή δεν μπορούμε να συνάψουμε με τους άλλους, η πολιτεία της ελευθερίας και της ισότητας που μπορούμε ή δεν μπορούμε να συγκροτήσουμε για εμάς και για τους άλλους.

Όταν είσαι νέος οι συγχύσεις όλες
είναι τόσο ωφέλιμες όσο κι οι αλήθειες
κι εγώ που γκρεμίστηκα μέσα στην ίδια μου τη μοίρα
κατευθυνόμουν σαν βολίδα στον μυστικό πυρήνα μου
σ΄ έναν κόσμο πλούσιο από γεγονότα και συγκινήσεις
γεμάτο πάθος και πνευματική διέγερση
ήμουν μια βιογραφία σε διαρκή κίνηση
ένας άνθρωπος που έμεινε για πάντα
δέσμιος της φαντασίωσής του για τον κόσμο.
Όμως ακόμα και σήμερα, κάποιες φορές αργά τη νύχτα
ακούω μέσα στον ύπνο μου τα χαμένα παιδιά
«έι» να μου φωνάζουν μέσα από τα βάθη του χρόνου.

                                     (Τα χαμένα παιδιά)

Μια τέτοια ουτοπία είναι ό,τι κοντινότερο μπορούμε να έχουμε σε εκείνη την μακρινή φυσική μας κατάσταση, δηλαδή στην παιδική μας ηλικία. Χωρίς τους εξαναγκασμούς μιας βίαιης ενηλικίωσης, χωρίς τις θωπείες μιας εσαεί παιδικότητας: αυτό που είμαστε και αυτό που έχουμε είναι ο ενήλικος εαυτός μας και ο ενεστώτας χρόνος μας. Και οι λέξεις στην άκρη της γλώσσας μας.

Ό,τι έχεις να πεις πες το τώρα
που η ζωή περιμένει ένα νεύμα σου
και οι άνθρωποι μια κουβέντα ζεστή
να ημερέψει ο πόνος τους
γιατί αύριο θα’ ναι αργά
όταν βουβός, με σφιγμένα χείλη
θα μετράς στο σκοτάδι σταυρούς
και θα γράφεις σκυφτός απουσίες.

                              (Αύριο θα’ ναι αργά)

Από το παρόν μας, λοιπόν, αναστοχαζόμαστε όλα τα μεγάλα της ζωής: τον έρωτα, τον θάνατο, τη δημιουργία και τη μνήμη. Ακόμα και αν ζούμε μια ζωή μικρή. Ακόμα κι αν έχουμε κάτι σαράβαλες καρδιές/στο τσίρκο της αγάπης. Δικαίωμά μας. Και σας παρακαλώ πολύ/μη μας ενοχλείτε, εργαζόμαστε:/με πρώτη ύλη τις αποτυχίες μας/πλάθουμε πόντο πόντο μες στο σκοτάδι/έναν ανθισμένο χιονάνθρωπο/τον εαυτό μας. Τον ενήλικο εαυτό μας. Αυτόν που κάποτε κυλά στα μέσα δάκρυα του σκύλου του:  Και τα σκυλιά κοιτούσαν δακρυσμένα/να χάνεται στης νύχτας τον πυθμένα/σαν κάποιος που ποτέ του δεν υπήρξε/αυτός που τόσο αγάπησε τον κόσμο. Και αντέχει.

Πολλά χρόνια αργότερα
επέστρεψε ο Άσωτος στο πατρικό του σπίτι
τον είδαν οι γονείς του και χαρήκανε
και σφάξαν πρόβατα πολλά και σφάξαν γίδια
και βγάλανε και το καλό κρασί, τον δροσερό μηλίτη
γλέντι τρικούβερτο ακούστηκε ως τους κάμπους.
Τη νύχτα που όλοι απόκαμαν
και πέσανε να κοιμηθούν σαν κουρασμένοι δράκοι
χτυπάει ο Άσωτος κρυφά την πόρτα του αδερφού του:
«Πάμε να φύγουμε από δω, δεν έχει εδώ ορίζοντα
             δεν έχει μέλλον
μες στις πιτζάμες θα σαπίσουμε σ’ αυτό το δύστυχο χωριό
δίχως να μάθουμε ποτέ μας τις δυνάμεις μας
δίχως να μάθουμε ποτέ το ριζικό μας».
Δύο ελάφια δρασκέλισαν το κακοτράχαλο μονοπάτι
              του δάσους
και χάθηκαν προς τις απέραντες πεδιάδες του κόσμου.
                                   (Η επιστροφή του Ασώτου)

(Το βιβλίο Και τα σκυλιά κοιτούσαν δακρυσμένα. Στίχοι και ποιήματα περιέχει όλο το γνωστό έργο του Παντελή Ροδοστόγλου μαζί με όλο το αδημοσίευτο, από την απαρχή των Διάφανων Κρίνων μέχρι σήμερα. Κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2020 και αποτέλεσε το πρώτο εκδοτικό εγχείρημα των –νεοσύστατων τότε– εκδόσεων Κυψέλη).

Διαβάστε επίσης

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…