Roger Robinson, Ένας Φορητός Παράδεισος (μετάφραση: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος), εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ 2020, σσ.: 112

Όταν εσείς δημοσίως
μας σκοτώνετε, ποιος θα μιλήσει για εμάς
αν όχι αυτά τα ιπτάμενα μπουκάλια;

(«Μπουκάλια εκτοξεύονται σε αργή κίνηση εναντίον αστυνομικών»)

Όταν η αστυνομία σου βάζει το γόνατο
πάνω στο λαρύγγι, μπορεί να μη ζήσεις
για να πεις ότι πνίγεσαι.

(«Προσοχή»)

Στις 14 Ιουνίου 2017 ξεσπά πυρκαγιά στον Πύργο Γκρένφελ, μια πολυκατοικία της κακιάς ώρας στην περιοχή του Κένσινγκτον, δυτικά του Λονδίνου. Στο είκοσι τεσσάρων ορόφων κτίριο ζουν εργάτες και μετανάστες, και 79 από αυτούς θα χάσουν τη ζωή τους είτε γιατί θα εγκλωβιστούν και θα καούν ζωντανοί είτε γιατί μέσα στην απελπισία τους θα πηδήξουν από τα παράθυρα και θα σκοτωθούν. Ο Βρετανός ποιητής, μουσικός και περφόρμερ, Ρότζερ Ρόμπινσον, με καταγωγή από το Τρινιντάντ της Καραϊβικής, παρακολουθεί στενά τα γεγονότα και γράφει μια σειρά ποιήματα για την τραγωδία του Πύργου Γκρένφελ.

Καθώς το κτίριο καιγόταν
έδεσα δεκατέσσερα ανοιχτόχρωμα
σεντόνια όσο πιο σφιχτά
μπορούσα και πήδηξα έξω
από το παράθυρο. Το δέκατο πέμπτο
ήταν για να δέσω την κόρη μου
στην πλάτη  μου καθώς θα πέφταμε.

(«Δεκατέσσερα προς ένα»)

Μαζί με άλλα ποιήματα που μιλούν για κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα, όπως οι ταραχές του Λονδίνου και η αστυνομική βία, η αποικιοκρατία και η δουλεία, η ζωή των προσφύγων και των μεταναστών της Αφρικής και της Ασίας στη σύγχρονη Δύση,

Οπότε, μετά τη δουλεία, την αποικιοκρατία,
δύο παγκόσμιους πολέμους,
τους τεντημπόηδες, τους σκίνχεντ, ποτάμια ολόκληρα από
αίμα και μίσος,
τους νεοναζί, τη θάτσερ, τρία παιδιά, πέντε εγγόνια,
ένα ζεστό
εργατικό διαμέρισμα, είκοσι ορόφους ψηλό,
μια μικρή σύνταξη,
τώρα θες να με στείλεις πίσω στην πατρίδα μου.
Γουάααου!

(«Πολίτης Ι»)

αλλά και ποιήματα για τους προγόνους του, τους πρώτους Αφροαμερικανούς από τα νησιά της Καραϊβικής που έφτασαν στο Μπρίξτον, το 1948, με το πλοίο «Γουίντρας»,

Ο Μπιλ που ήταν σκλάβος και στο Ναντάκετ έζησε
να κλέψει αρκουδοτόμαρα κι ένα μουσκέτο τόλμησε.
Του φώναξαν: Σταμάτα εκεί που βρίσκεσαι
ψηλά τα χέρια ακίνητος να στέκεσαι.
Μα εκείνος άρχισε να τρέχει σε ζιγκ ζαγκ
Και είπε: Δε γαμιέται.

(«Λίμερικ της σκλαβιάς»)

συνθέτει τη συλλογή Ένας Φορητός Παράδεισος, η οποία θα τιμηθεί το 2019 με το υψηλού κύρους Βραβείο για την Ποίηση T.S. Eliot.

Η ποίηση του Ρόμπινσον είναι απίστευτα τρυφερή και ανθρωποκεντρική, χωρίς ποτέ να χάνει την πολιτική της αιχμή. Μέσα της ισορροπούν υποδειγματικά ο θυμός και η οργή για το αδυσώπητο της ταξικής κοινωνίας, η αγάπη για τους ανυπεράσπιστους, αδύναμους και αδικημένους ανθρώπους και η τέχνη ως η φωνή αυτών που δεν έχουν.

Επίσης, κάθε ένα ποίημα της συλλογής εντυπωσιάζει με τις εικόνες που δημιουργεί, τη συναισθηματική του ένταση, τη λυρική του δύναμη και τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται. Νοσηλεύτριες που στηρίζουν το εθνικό σύστημα υγείας και παρηγορούν τον ανθρώπινο πόνο, όπως συνέβη με τον πρόωρα γεννημένο γιο του ποιητή:

Ένας άλλος γιατρός λέει στις νοσοκόμες να σταματήσουν
να ταϊζουν ένα μωρό, που πολύ σύντομα θα πεθάνει,
κι εκείνη δίνει εντολή στις πιστές νοσοκόμες της να το
ταϊζουν. «Κανένα μωρό δεν πρέπει να πεθαίνει
με πεινασμένη κοιλιά». Και κάθεται εκεί στα σκοτεινά
κουνώντας αυτό το καλοταϊσμένο μωρό,
σφίγγοντάς το στο στήθος της και μουρμουρίζοντας τη
μελωδία από το “Happy” του Φαρέλ.
Και σκέφτομαι πως αν τύχει και δεν είμαι εδώ όταν ο γιος
μου αρχίσει ν’ αργοσβήνει,
τότε η Γκρέις, ναι, αυτή πρέπει να είναι δίπλα του.

(«Γκρέις»)

Πόρνες, μουσικοί, ζωγράφοι, συγγραφείς και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι που ο Ρόμπινσον αισθάνεται  κοντινούς του, κουρείς που περιποιούνται δωρεάν ανάπηρους νοσηλευόμενους.

Τον ρωτάω αν ο Σαδίκ και ο Αμπντουλά
έχουν κάποια συγγένεια και μου λέει Όχι είναι απλώς
ένας φίλος του που τον παίρνει απ’ το νοσοκομείο
για να ζει κι εκείνος λίγο σαν άνθρωπος.
Χρειάζεται συκώτι. Δεν του μένει πολύς χρόνος ακόμα.

(«Συκώτι»)

Για όλους αυτούς τους ανθρώπους, ο Ρότζερ Ρόμπινσον φτιάχνει Έναν Φορητό Παράδεισο επίγειο και εφικτό, αλλά ακόμα δύσβατο, εξαιτίας του ρατσισμού, της μισαλλοδοξίας και της ωμής βίας που κυριαρχούν στον κόσμο μας. Τονίζει την ευθύνη των διανοούμενων στην υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης (Κι αν λέω για διανοούμενους/Μιλάω για επαναστάτες/Κι αν λέω για επαναστάτες/Μιλάω για την ανεξαρτησία/Κι αν λέω για την ανεξαρτησία/Μιλάω για τον Παράδεισο), για την οποία τρέφει αταλάντευτη πίστη και ελπίδα: ναι, θα έρθει η μέρα, εδώ, σε αυτή τη ζωή, που ο άνθρωπος θα συναντηθεί με τον παράδεισό του.

Και αν μιλάω για Παράδεισο,
τότε μιλάω για τη γιαγιά μου
που μου είπε να τον έχω πάντα
μαζί μου, κρυμμένο, έτσι που κανείς άλλος
να μην το ξέρει εκτός από μένα.
Έτσι δεν θα μπορούν να σ’ τον κλέψουν, είπε.
Κι αν είναι ζόρικη μαζί σου η ζωή ,
χάιδεψε με το δάχτυλο μέσα στις τσέπες σου τις κορυφογραμμές του,
μύρισε τη μυρωδιά του πεύκου στο μαντίλι σου,
μουρμούρισε τον ύμνο του με χαμηλή φωνή.
Και αν τα ζόρια σου είναι αδιάκοπα και καθημερινά,
πήγαινε σε ένα άδειο δωμάτιο – σ’ ένα ξενοδοχείο,
σ’ έναν ξενώνα, σε μια καλύβα, –  βρες μια λάμπα
και άδειασε τον παράδεισό σου πάνω σ’ ένα τραπέζι:
την ξανθή άμμο σου,  τους πράσινους λόφους και τα
φρέσκα ψάρια.
Φώτισέ τα με τη λάμπα σαν μια νέα ελπίδα
πρωινή και μείνε να τα κοιτάς μέχρι ν’ αποκοιμηθείς.

(«Ένας Φορητός Παράδεισος»)

Η ελληνική έκδοση της ποιητικής συλλογής του Ρότζερ Ρόμπινσον, Ένας Φορητός Παράδεισος από τις εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ κερδίζει τα μέγιστα από την ωραία, στρωτή μετάφραση του ποιητή και μεταφραστή, Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου.

 

Διαβάστε επίσης

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…