Έξι μήνες μετά τη ρωσική εισβολή, ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο σημείο: η κλιμάκωση και η επέκτασή του κάθε άλλο παρά μπορούν να αποκλειστούν.
Ο Πούτιν με το διαβόητο διάγγελμα του Φλεβάρη του ’22 έθεσε με κυνική ειλικρίνεια τους ρωσικούς στόχους σχετικά με το μέλλον της Ουκρανίας: αλλαγή καθεστώτος («αποναζιστικοποίηση») και δορυφοροποίηση του συνόλου της Ουκρανίας («διόρθωση» του ιστορικού λάθους του Λένιν και των μπολσεβίκων του ’17, που καταγγέλθηκαν ως οι αρχιτέκτονες της δημιουργίας του ουκρανικού έθνους…). Γι’ αυτό άλλωστε τα ρωσικά τανκς βρέθηκαν σε ελάχιστες ημέρες στα περίχωρα του Κιέβου.
Ένα τμήμα της ντόπιας Αριστεράς ερμηνεύει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ως, τάχα, αμυντική πράξη της Ρωσίας απέναντι στη δυτική επιθετικότητα, απέναντι στην επέκταση στου ΝΑΤΟ προς την Ανατολή. Η πραγματικότητα είναι εξαιρετικά πιο περίπλοκη: η επέκταση του ΝΑΤΟ προς την Ανατολική Ευρώπη, αυτή η πραγματικά επιθετική πολιτική του δυτικού ιμπεριαλισμού, είχε σε μεγάλο βαθμό συντελεστεί στις προηγούμενες δεκαετίες, με την ενεργό υποστήριξη των ανατολικοευρωπαϊκών κυβερνήσεων και με την ανοχή, τότε, του καθεστώτος Πούτιν, αλλά και με πολλούς δισταγμούς των Δυτικών ως προς το μέλλον της Ουκρανίας. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 η Ουκρανία παρέδωσε στο ρωσικό στρατό τα πυρηνικά όπλα που είχαν απομείνει στο έδαφός της, παίρνοντας ως αντάλλαγμα μια ρωσική «εγγύηση» της ανεξαρτησίας και των τότε συνόρων της.
Η ουκρανική κυρίαρχη τάξη, οι διαβόητοι «ολιγάρχες», ήταν εξαρχής διασπασμένοι πάνω στο ερώτημα της νατοϊκής προοπτικής της Ουκρανίας και γι’ αυτό δεν έγιναν τα γρήγορα και τα σοβαρά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή, σε αντίθεση με άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ. Το πιο πρόσφατο επίσημο κρατικό έγγραφο που έθετε θέμα «σύνδεσης» της Ουκρανίας με το ΝΑΤΟ είναι του 2008, φέρει την υπογραφή του «φιλορώσου» Γιανουκόβιτς (ως πρωθυπουργού, τότε, της Ουκρανίας) και το ΝΑΤΟ δεν έχει ακόμη απαντήσει δημοσίως σε αυτό το αίτημα. Στην πραγματικότητα, η σύνδεση της Ουκρανίας επισήμως με το ΝΑΤΟ (και περισσότερο η ένταξή της σε αυτό) δεν ήταν τμήμα της συγκυρίας του 2020. Αντίθετα, στην τρέχουσα περίοδο οι προτεραιότητες των ΗΠΑ και της Δύσης ήταν διαφορετικές: ήταν αυτές που περιγράφονται από το AUKUS και τη θεματολογία της αντιμετώπισης της Κίνας, κυρίως στην Ασία και τον Ειρηνικό. Στο πλαίσιο αυτών των προτεραιοτήτων υπήρξαν στον διεθνή τύπο πολλές αναλύσεις που περιέγραφαν την αμερικάνικη πολιτική μετά τον Ομπάμα ως ένα «αντεστραμμένο δόγμα Κίσσιγκερ», δηλαδή ως μια προσπάθεια διευθέτησης των σχέσεων με τη Ρωσία προκειμένου να συγκεντρωθούν οι δυνάμεις του δυτικού ιμπεριαλισμού στην ανάσχεση της Κίνας.
Η αιφνιδιαστική εισβολή του ρωσικού στρατού στο ουκρανικό έδαφος το Φλεβάρη του 2022, ήταν μια επιθετική ενέργεια μεγάλης κλίμακας, με την οποία ο Πούτιν ανακοίνωσε διεθνώς την αυτονόμηση του ρωσικού ιμπεριαλισμού από το μέχρι τότε ισχύον διεθνές πλαίσιο και τη διεκδίκηση ανακατανομής ισχύος και επιρροής γενικά, αλλά οπωσδήποτε στην ευρεία γειτονιά του. Η ανεμπόδιστη προέλαση του ρωσικού στρατού ως το Κίεβο απέδειξε ότι η Ουκρανία ήταν ανέτοιμη για αναμέτρηση τέτοια κλίμακας και ότι ο ουκρανικός στρατός δεν διέθετε όπλα κατάλληλα για να υπερασπίσει τη χώρα του (σε πείσμα των «αναλύσεων» για νατοϊκούς υπερεξοπλισμούς στο ουκρανικό έδαφος). Όμως αυτή η πρώτη φάση της εισβολής απέδειξε επίσης ότι η πολιτική παραμένει ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος των εξελίξεων, ακόμα και μέσα στις τρομερές συνθήκες ενός πολέμου, απέναντι σε έναν εισβολέα που χρησιμοποιεί θερμοβαρικά όπλα σε έναν βάρβαρο και αιματηρό «πόλεμο πυροβολικού». Οι Ουκρανοί επέλεξαν να μην παραδοθούν και να αμυνθούν μέσα στις πόλεις τους, παρά τις τεράστιες απώλειες. Αυτή η επιλογή, που προϋποθέτει την υποστήριξη της πλειοψηφίας του πληθυσμού, ανέδειξε ότι ο στόχος του Πούτιν για «επανάκτηση» της Ουκρανίας μπορούσε ίσως να υλοποιηθεί μόνο με τεράστιο κόστος, μόνο με την παρατεταμένη στρατιωτική κατοχή, πάνω σε έναν πληθυσμό 42 εκατομμυρίων ανθρώπων, που έχουν ήδη δηλώσει πρόθυμοι να αγωνιστούν για την ανεξαρτησία τους και μάλιστα να αγωνιστούν σκληρά.
Αυτή η αρχική φάση της εισβολής και του πολέμου περιγράφει και μια πρώτη και βασική πτυχή του χαρακτήρα αυτού του πολέμου: είναι μια ιμπεριαλιστική εισβολή μιας πανίσχυρης στρατιωτικής δύναμης σε βάρος ενός γειτονικού και στρατιωτικά ασθενέστερου λαού, με στόχο ουσιαστικά την κατάκτηση. Από αυτή την πτυχή του χαρακτήρα του πολέμου προκύπτουν βασικά πολιτικά καθήκοντα για τη διεθνή Αριστερά: η σαφής και χωρίς υποσημειώσεις καταγγελία της εισβολής του Πούτιν ως ιμπεριαλιστικής, η απαίτηση για την άμεση αποχώρηση του ρωσικού στρατού από το ουκρανικό έδαφος, η αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης στον ουκρανικό λαό, η αναγνώριση της ανάγκης για δημοκρατική λύση σε κάθε πρόβλημα μειονοτικής καταπίεσης ως εσωτερικού ζητήματος του ουκρανικού λαού κ.ο.κ.
Όμως, όπως συνήθως, ένα μεγάλο γεγονός δεν καθορίζεται από μία και μόνο πτυχή. Το ΝΑΤΟ αντέδρασε με ταχύτητα στον αιφνιδιασμό της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Η συμμαχία που, κατά τον Μακρόν, έμοιαζε «κλινικά νεκρή» έναν μόλις χρόνο πριν, έβαζε κάτω από το χαλί (έστω προσωρινά…) τις αντιθέσεις μεταξύ Αμερικανών και ΕΕ, συγκέντρωσε γύρω της ακόμη και τους παραδοσιακά «ουδέτερους» (Φινλανδία, Σουηδία) και πυροδότησε ένα πρωτοφανές πρόγραμμα μιλιταριστικής προετοιμασίας. Κανείς δεν δικαιούται να υποτιμά το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Γερμανίας, τη μεταφορά μεγάλων αμερικανικών δυνάμεων στο ανατολικοευρωπαϊκό έδαφος, τον ταχύτατο πλέον εξοπλισμό του ουκρανικού στρατού με νατοϊκά όπλα μεγάλης καταστρεπτικής ισχύος. Οι οικονομικές κυρώσεις της Δύσης σε βάρος της Ρωσίας, πέρα από τις αμφιλεγόμενες άμεσες συνέπειές τους, σημαδεύουν τη μετάβαση προς μια περίοδο «ένοπλης παγκοσμιοποίησης», μια τάση προς περιφρουρημένες ζώνες επιρροής, που θυμίζει έντονα την προ του 1914 περίοδο του καπιταλισμού. Και μπορεί εύκολα να στοιχηματίσει κανείς ότι τα πραγματικά συμφέροντα των απλών ανθρώπων στην Ουκρανία δεν είναι ένα από τα κριτήρια των μεγάλων δυτικών δυνάμενων, που αυτή τη στιγμή, παίρνουν καθοριστικές αποφάσεις για τις προοπτικές και το μέλλον όλων μας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία εξελίσσεται σε μια «δι’ αντιπροσώπων» σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, μια σύγκρουση που μπορεί εύκολα να αναπαραχθεί αύριο (π.χ. στη Σρι Λάνκα) ή μεθαύριο (π.χ. στην Ταϊβάν) με άλλα δίπολα συγκρουόμενων δυνάμεων.
Αυτή η δεύτερη πτυχή είναι εξίσου βασική με την πρώτη για να προσανατολιστεί κανείς σχετικά με τον χαρακτήρα αυτού του πολέμου, και έχει μεγάλες πολιτικές συνέπειες για τη διαμόρφωση της στάσης του διεθνούς αντιπολεμικού κινήματος, που δεν πρέπει και δεν μπορεί να αναγνωρίσει στα δίκτυα του ΝΑΤΟ και των πανίσχυρων δυτικών κυβερνήσεων έναν κάποιον «αμυντικό χαρακτήρα» ενάντια, τάχα, στον ρωσικό ή τον κινέζικο «ολοκληρωτισμό». Οι δράσεις και η πολιτική μας οφείλουν να συγκρούονται με τις αποφάσεις που οδηγούν στην παράταση του πολέμου, στην πιθανή κλιμάκωσή του στο εσωτερικό της Ουκρανίας, στην πιθανή επέκτασή του πέρα από τα ουκρανικά σύνορα. Μια τέτοια αυθεντικά αντιπολεμική γραμμή δεν έχει λόγο να αφήνει αναπάντητο το ερώτημα του πώς επιθυμούμε να τερματιστεί αυτό ο πόλεμος: με την αποχώρηση του ρωσικού στρατού από το ουκρανικό έδαφος!
Όμως αυτόν τον στόχο δεν μπορούμε παρά να τον προσεγγίσουμε με τις μεθόδους που αντιστοιχούν και τα μέσα που διατίθενται στο δικό μας κοινωνικό και πολιτικό «στρατόπεδο»: με την κινητοποίηση από τα κάτω, ενάντια στις «δικές μας» κυβερνήσεις και τους διεθνικούς συνασπισμούς όπου αυτές είναι ενταγμένες, σε αλληλεγγύη με τον ουκρανικό λαό, σε αλληλεγγύη με τις αντιπολεμικές δράσεις στο εσωτερικό της Ρωσίας. Όπως και στο παρελθόν, στις δοκιμασίες μπροστά σε άλλες επικίνδυνες πολεμικές κρίσεις (Βιετνάμ, Ιράκ κοκ), η οικοδόμηση ενός διεθνούς αντιπολεμικού κινήματος αποδεικνύεται μια σχετικά μακρά διαδικασία που η αξία και η αποτελεσματικότητά της αποδεικνύονται πρακτικά από ένα σημείο και μετά.
Στον αντίποδα του λάθους εκείνου του τμήματος της Αριστεράς που επιλέγει να ανεχθεί (ή και να υποστηρίξει…) τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, προκειμένου να διευκολυνθεί η αντίσταση στο ΝΑΤΟ και την αμερικανική «αυτοκρατορία», εμφανίζεται ένα άλλο επικίνδυνο λάθος. Ένα τμήμα της διεθνούς ριζοσπαστικής Αριστεράς, ξεκινώντας από τη σωστή αφετηρία της αλληλεγγύης απέναντι στον ουκρανικό λαό, καταλήγει να συμπυκνώνει την πολιτική του στο αίτημα για περισσότερα όπλα προς τον ουκρανικό στρατό. Είναι ένα αίτημα που παραβιάζει ανοιχτές πόρτες, αφού αυτή τη στιγμή το ΝΑΤΟ και οι δυτικές κυβερνήσεις εξοπλίζουν τον ουκρανικό στρατό με ρυθμούς και ποσότητες όπλων που δεν έχουν προηγούμενο στη σύγχρονη ιστορία.
Έτσι συνεχίζει να «δουλεύει» μια δυναμική που περιλαμβάνει την παράλογη παράταση ενός πολέμου (με τεράστιες ουκρανικές, κυρίως, απώλειες σε καθημερινή βάση), τον κίνδυνο κλιμάκωσης του πολέμου (με χρήση όλο και πιο καταστρεπτικών πυραυλικών όπλων…) και τον κίνδυνο της επέκτασής του έξω από τα όρια της Ουκρανίας (με το χτύπημα πχ μιας νατοϊκής γραμμής μεταφοράς όπλων στο πολωνικό έδαφος ή, αντίστροφα, με το χτύπημα ενός σημαντικού στόχου με νατοϊκό όπλο στο ρωσικό έδαφος…). Επειδή δεν μπορούμε και δεν πρέπει να έχουμε καμιά εμπιστοσύνη στη «λογική» των κυρίαρχων τάξεων και των κυβερνήσεών τους, πρέπει να μας είναι καθαρό ότι η μόνη αποτελεσματική ρήξη με αυτήν την επικίνδυνη δυναμική, είναι η ανάπτυξη ενός ανεξάρτητου αντιπολεμικού κινήματος, από τα κάτω και από τα αριστερά.
Η πολεμική κρίση στην Ουκρανία έφερε στο ως τα βασικά χαρακτηριστικά μιας επικίνδυνης και μακράς περιόδου που έρχεται κατά πάνω μας διεθνώς. Υπαινίχθηκα παραπάνω τις σοκαριστικές αναλογίες που εμφανίζονται με την προ του 1914 περίοδο: την κατάρρευση και τότε ενός κύματος «παγκοσμιοποίησης» που είχε προηγηθεί, την στροφή στις περιφρουρημένες ζώνες επιρροής, την κρίση ανακατανομής και αποικιοκρατίας, για να φτάσουμε τοξικά στο σφαγείο του παγκόσμιου πολέμου. Η Αριστερά εκείνης της εποχής μπήκε σε κρίση και διασπάστηκε μπροστά στις δοκιμασίες. Μετά το Τσίμερβαλντ διαμορφώθηκε το επαναστατικό-διεθνιστικό-αντιπολεμικό ρεύμα που είχε στο κέντρο της προσοχής του την απόλυτη ανεξαρτησία τόσο από απέναντι στους «χορτάτους» όσο και απέναντι στους «πεινασμένους» ιμπεριαλιστές. Σήμερα, μια τάση «στρατοπεδισμού» στην ουρά είτε του ΝΑΤΟ και της Δύσης, είτε στην ουρά της Ρωσίας ή της Κίνας, θα είναι ένα καταστροφικό πολιτικό λάθος.