Η στήλη των «απλοϊκών μαθημάτων» έχει, καταρχήν και κυρίως, ψυχαγωγικό στόχο. Η ιδέα είναι να σχολιάζονται κεντρικά θέματα της οικονομίας με τρόπο εύληπτο, ευχάριστο, κατά το δυνατόν έγκυρο και πολύ σύντομο. Άρα, θα μείνει μακριά από ακαδημαϊκότητες και τις αντίστοιχες προδιαγραφές των «πέιπερς». Δεν θα έχει σημειώσεις ούτε αναφορές. Που σημαίνει πως η αναγνώστρια θα πρέπει να έχει εμπιστοσύνη και να θεωρεί δεδομένη την εντιμότητα του γράφοντα. Τα λάθη που μοιραία θα εμφανιστούν δεν θα είναι από πρόθεση.
Σκοπός είναι η αποδόμηση των ορθόδοξων αστικών ερμηνειών, καθώς και η διευκρίνιση των «ανορθόδοξων» επιχειρημάτων. Για εμβάθυνση στις υπό συζήτηση θεματικές προτείνω τα βιβλία:
- Χα-Τζουν Τσανγκ, 23 αλήθειες που δεν μας λένε για τον καπιταλισμό, Καστανιώτη
- Μαριάννα Ματσουκάτο, Το επιχειρηματικό κράτος, Κριτική
- Χρήστος Λάσκος -Ευκλείδης Τσακαλώτος, 22 Πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι, ΚΨΜ
Χρήστος Λάσκος
***
Μ’ όλο που το θέμα, που θα αναπτύξω στο σημερινό απλοϊκό μάθημα, δεν άπτεται άμεσα θέλω να σημειώσω πώς εξελίχθηκαν τα μισθωτά εισοδήματα στην Ελλάδα από τη στιγμή που εφαρμόστηκαν τα μνημόνια. Θα χρησιμοποιήσω ως δείκτη την αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού, αξιοποιώντας στοιχεία επεξεργασμένα από τον Ηλία Ιωακείμογλου.
Έχουμε και λέμε, λοιπόν. «Μέχρι το τέλος του 2022, η απαξίωση της εργασίας έχει οδηγήσει την αγοραστική ικανότητα του μέσου μισθού σε επίπεδο χαμηλότερο κατά 27% έναντι της αντίστοιχης ικανότητας κατά το 2009. Αυτό είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα των τριών διαδοχικών μειώσεων: μείωση 20,2% με τα πρώτα δύο μνημόνια, μείωση 4,8% χάρη στην κυβέρνηση Σύριζα και μείωση 3,7% επί Μητσοτάκη».
Και το πράγμα θα συνεχιστεί πλησίστιο, δεδομένου του γεγονότος πως η ακρίβεια -ο πληθωρισμός του φτωχού- μειώνει, επιπλέον και δραστικά, τον πραγματικό μισθό. Αν προσθέσουμε, δε, και τη διαρκή υποβάθμιση του, όποιου, κοινωνικού μισθού προκύπτει από την ιδιωτικοποίηση των πάντων, η ελληνική συνθήκη αποδεικνύεται ιστορικά πρωτοφανής.
Ο θατσερισμός δεν είναι μια άγρια οικονομική πολιτική, ανατρέψιμη με ομαλό κοινοβουλευτικό τρόπο. Έχει θεσμοποιηθεί τόσο με τις ευρωπαϊκές μας «υποχρεώσεις» όσο και με τα εθνικά μας «μεταρρυθμιστικά» κατορθώματα, που η αναίρεσή του απαιτεί πραγματική επανάσταση.
Ας πάω, όμως, στο κυρίως θέμα.
Γιατί οι διευθυντές των επιχειρήσεων, όπου Γης, έχουν πολύ μεγαλύτερα εισοδήματα από τους εργαζόμενους;
Η απάντηση των ορθόδοξων οικονομολόγων είναι πως η ψαλίδα αντικατοπτρίζει τη συμβολή των μεν και των δε στην παραγωγική διαδικασία. Αν ένας τσέο παίρνει είκοσι φορές περισσότερα από τον μέσο εργάτη της επιχείρησης που διευθύνει, αυτό οφείλεται στο γεγονός πως το οριακό προϊόν της «εργασίας» του είναι εικοσαπλάσιο αυτού του εργάτη (βλ. Απλοϊκό μάθημα 1).
Θα χρησιμοποιήσω στοιχεία από την αμερικάνικη, την «καθαρότερη» καπιταλιστική περίπτωση. Νομίζω και μόνη η παράθεση, χωρίς ιδιαίτερο σχολιασμό, των αριθμών είναι αποκαλυπτική. Στη δεκαετία του ’60, η αμοιβή των διευθυντών -από μισθούς, μπόνους και μετοχές- ήταν 40 φορές μεγαλύτερες από αυτές των εργατών στην ίδια επιχείρηση. Σήμερα, και, μ’ όλο τον εξευτελισμό που έχει υποστεί το διευθυντικό στρώμα -ιδίως, το ανώτερο τραπεζικό- με τα κανόνια που βάρεσαν διαπλανητικά μετά την μεγάλη κρίση του 2008 και τις συνεπόμενες, η αμοιβή των διευθυντών είναι 10 φορές μεγαλύτερη από τότε. Ας προσέξουμε: είναι 400 φορές μεγαλύτερη από την αμοιβή των εργατών!
Για να το πω αλλιώς: ο μέσος διευθύνων σύμβουλος στις ΗΠΑ κερδίζει στα 2/3 μιας μέρας του όσα παίρνει η Αμερικανίδα δασκάλα ή νοσοκόμα σε ένα χρόνο!
Στην ίδια περίοδο οι εργάτες στις ΗΠΑ είδαν μηδενική εξέλιξη -ή και μείωση- στο μισθό τους.
Είναι προφανές πως οι τσέο έχουν σηκωμένα τα μανίκια και ιδρωκοπούν ασύστολα. Δεν πρόκειται, όμως, αποκλειστικά για αμερικανικό φαινόμενο. Στην Ευρώπη, οι διευθυντικοί μισθοί είναι περίπου το 50% των αμερικανικών, αλλά και πάλι εκατοντάδες φορές μεγαλύτεροι από αυτούς των εργατών. Και η τάση είναι για ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της ψαλίδας.
Δεν έχω βρει έγκυρα στοιχεία για την κατάσταση στην Ελλάδα. Θα συνεχίσω την αναζήτηση. Δεν έχουμε, ωστόσο, κανένα λόγο να πιστέψουμε πως τα πράγματα είναι καλύτερα, όταν στα πάντα είναι χειρότερα. Δεδομένου, μάλιστα, ότι εδώ η φοροκλοπή είναι εθνικό σπορ για το λαό της ιδιοκτησίας -πόσο μάλλον για την ηγεσία του- προκύπτει η βεβαιότητα πως είναι χειρότερα κι από τα χειρότερα.
Πέρα, όμως, από τη τρομακτική απόσταση των εισοδημάτων -στην περιουσία, είναι ακόμη μεγαλύτερη- υπάρχει και το δεδομένο του ακαταδίωκτου. Κανείς διευθύνων δεν τιμωρείται για κακοδιαχείριση. Όσο σκατά και να τα έχει κάνει, δεν χάνει τίποτε από τα «συμφωνηθέντα». Όταν κατέρρεαν οι τράπεζες στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και παντού, η διάσωση έγινε με χρήματα ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού εκτός από τους διευθύνοντες. Που δεν έχασαν ούτε το μπόνους παραγωγικότητας, «παραγωγικότητας», που κυριολεκτικά έβγαζε μάτι.