Η δικαστική έκβαση της υπόθεσης Λιγνάδη άφησε άναυδη την ελληνική κοινωνία και άγγιξε ιδιαίτερα τον καλλιτεχνικό κόσμο, που ξεκίνησε και συνεχίζει έντονες διαμαρτυρίες. Ο ΣΕΗ έβγαλε μια  σκληρή ανακοίνωση που πολλοί ηθοποιοί διαβάζουν δυνατά στο κοινό των παραστάσεών τους, πανό ανοίγονται πάνω στις σκηνές, διάπυρα κείμενα δημοσιεύονται  από σημαντικά πρόσωπα της τέχνης, και ιδίως των παραστατικών τεχνών, στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και τον Τύπο.

Η αποφυλάκιση Λιγνάδη μετά την καταδίκη του για τα εγκλήματα που κατηγορήθηκε, όσο να τελεσιδικήσει η υπόθεση στο Εφετείο (κάτι που μας αρεσει ή όχι στηρίζεται σε υπάρχοντα νόμο), δεν είναι μεμονωμένο, πρωτοφανές περιστατικό. Τον τελευταίο καιρό, η κοινωνία γίνεται μάρτυρας πολλών μη αναμενομένων αποφυλακίσεων και μάλιστα προσώπων που εμπλέκονται σε εμβληματικές υποθέσεις (Κορκονέας, ο μεσίτης Χορταριάς στην υπόθεση Κωστόπουλου, ο Πατέλης της Χρυσής Αυγής κ.ά), προκλητικές αποφυλακίσεις, ιδιαίτερα σε σύγκριση με την αυστηρότητα που αντιμετωπίζει η ελληνική δικαιοσύνη άλλες περιπτώσεις, και δεν αναφέρομαι μόνο σε πρόσωπα του αναρχικού χώρου.

Δεν είναι, βεβαίως, η πρώτη φορά που οι καλλιτέχνες κινητοποιούνται, κατά την περίοδο που χάριν συνεννοήσεως ονομάζουμε μεταπολιτευτική. Για να θυμηθούμε μερικά πρόσφατα μόνο παραδείγματα: Το 2012 εκατοντάδες καλλιτέχνες με την παρουσία τους έξω από το θέατρο Χυτήριο προστάτεψαν το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης ενάντια στις κινητοποιήσεις φονταμενταλιστικών χριστιανικών ομάδων  που μαζί με φασιστικές ομάδες απειλούσαν το θέατρο και τους συντελεστές  της παράστασης «Corpus Christi», ένα έργο που παρουσίαζε τον Ιησού ως ομοφυλόφιλο. Το 2016 η ΠΟΘΑ οργάνωσε μεγάλη κινητοποίηση ως αντίδραση στην απόφαση του Εθνικού να διακόψει αιφνιδίως την παράσταση «Η ισορροπία του Nash», μια σκηνική σύνθεση της Πηγής Δημητρακοπούλου, στην οποία είχαν χρησιμοποιηθεί, μεταξύ άλλων, αποσπάσματα από το βιβλίο του Σάββα Ξηρού. Η συμβολή τους στο δυνάμωμα του κινήματος #metoo ήταν τεράστια και ξέφυγε από τα όρια της καταγγελίας  ατομικών περιπτώσεων που ζητούσαν δικαίωση. Ειδικά ο κόσμος του θεάματος είδε μια ευκαιρία να καθαρίσει το χώρο του από φαινόμενα που τον ταλανίζουν χρόνια, την άσκηση εξουσίας από εκείνον τον επώνυμο, τον κάτοχο μικρής ή μεγάλης δύναμης, που βιάζει σωματικά ή ψυχικά, που ταλαιπωρεί, εξευτελίζει, εκβιάζει, ζητά εκδουλεύσεις για να προσφέρει μια θέση εργασίας –γιατί εργασία είναι η συμμετοχή σε μια παράσταση και εργαζόμενος είναι ο ηθοποιός–,  μια θέση μάλιστα συχνότατα  μικρής, πολύ κάτω από την σύμβαση, ακόμα και αμφίβολης αμοιβής. Φαινόμενα εν πολλοίς γνωστά και συζητούμενα -με διευθύνσεις και ονόματα- στους παροικούντες την θεατρική Ιερουσαλήμ.

Η αποφυλάκιση του Λιγνάδη συνέπεσε με την αποφυλάκιση για λόγους υγείας του Πέτρου Φιλιππίδη που δικάζεται, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, επειδή «εκμεταλλευόμενος τη θέση του σκηνοθέτη-θιασάρχη και ασκώντας εξουσία, προχωρούσε σε πράξεις κατά της γενετήσιας αξιοπρέπεια σε βάρος των θυμάτων του». Αυτή η αποφυλάκιση δεν προκάλεσε ευρείας έκτασης διαμαρτυρίες, παρότι αντιμετωπίστηκε επίσης με σκεπτικισμό. Θα είχε ενδιαφέρον να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τι εξοργίζει τόσο τους καλλιτέχνες στην υπόθεση αποφυλάκισης Λιγνάδη:

Πρωτίστως τα προφανή που εξοργίζουν όλο το κοινωνικό σώμα: ένας βιαστής, και μάλιστα βιαστής ανηλίκων, που είχε κριθεί πριν από τη δίκη του επικίνδυνος για την επανάληψη τέλεσης εγκλημάτων παρόμοιων με αυτά για τα οποία κατηγορείται, βρίσκεται εκτός φυλακής, ενώ το δικαστήριο πρωτοδίκως έχει αποδεχτεί την ενοχή του, και η αιτιολόγηση της απόφασης είναι πολύ αδύναμη. Δεν πρόκειται για ένα οποιοδήποτε πρόσωπο, αλλά για τον διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, έναν διευθυντή που ανέλαβε τη θέση με αδιαφάνεια, χωρίς διαγωνισμό και λόγω των σχέσεών του με το κυβερνών κόμμα και τα υψηλότερα στελέχη του. Τη σχέση του αυτή επεδείκνυε προκλητικά και σε κάθε περίσταση και την χρησιμοποιούσε εμμέσως ή μη ως θώρακα σε κάθε του απόφαση, για την οποία απαιτούσε να βρίσκεται στο απυρόβλητο. Ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου όμως είναι πρόσωπο  με μεγάλη, πολύ μεγάλη ισχύ στην διαμόρφωση της πολιτιστικής πολιτικής, στη σμίλευση του θεατρικού τοπίου και στην μοίρα πολλών υπηρετούντων την τέχνη του θεάτρου. Έχει λόγο και ευθύνη για ένα μεγάλο μέρος των διεθνών σχέσεων του ελληνικού θεάτρου. Διαχειρίζεται επίσης μεγάλα κονδύλια — το Εθνικό Θέατρο παίρνει κάθε χρόνο τη μερίδα του λέοντος από τον προϋπολογισμό ενίσχυσης του θεάτρου.

Ας το προχωρήσουμε λίγο ακόμα. Ο «Θεατής» συχνά στο παρελθόν έχει μιλήσει για την Ιδρυματοποίηση της τέχνης. Δεν χρησιμοποιούμε τον όρο τυχαία. Χρόνια τώρα σταδιακά η πολιτεία απεμπολεί τις υποχρεώσεις της προς την τέχνη και εκχωρεί την καλλιτεχνική δημιουργία στα μεγάλα Ιδρύματα Πολιτισμού. Το νέο επικερδέστατο παιχνίδι του ελληνικού καπιταλισμού. Κάθε μεγάλη εταιρεία ή κάθε όμιλος εταιρειών έχει στο όνομά του και ένα ίδρυμα Πολιτισμού. Μάλιστα έχει γίνει και ένας άτυπος, σχετικός ωστόσο, διαχωρισμός αντικειμένων και δραστηριοτήτων. Έτσι το θέατρο, που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα εδώ, είναι αντικείμενο του Ωνάσειου, του Ιδρύματος Νιάρχου, του Ιδρύματος  Μείζονος Ελληνισμού και  του πολύ μικρότερου αλλά αρκετά δραστήριου Ιδρύματος Κακογιάννη. Όχι ότι άλλα πολιτιστικά Ιδρύματα αρνούνται την ενίσχυση παραστάσεων, φεστιβάλ και ερευνητικών προγραμμάτων για το θέατρο.

Οι λεγόμενες κρατικές επιχορηγήσεις βαίνουν μειούμενες χρόνια τώρα. Φέτος μάλιστα είχαμε αρνητικό ρεκόρ. 1.395.000 ευρώ, 46% μείωση από τα ήδη μειωμένα περυσινά κονδύλια. Από αυτά  1.260.000 ευρώ μοιράστηκαν σε 81 ομάδες και θιάσους για συγκεκριμένες παραστάσεις, από 10 έως 25.000 ευρώ ο καθείς, και τα υπόλοιπα σε θεατρικά φεστιβάλ και περιοδείες. Θέλω απλώς να σκεφτούμε μια τετραμελή θεατρική ομάδα, που δουλεύει τουλάχιστον τρεις μήνες για να προετοιμάσει μια δουλειά. Στο τέλος του τριμήνου με ένα χαρτζιλίκι 500 ευρώ το μήνα έχουν ξοδευτεί για την επιβίωση των ηθοποιών 6.000 ευρώ. Υπολογίστε ενοίκιο χώρου προβών, πληρωμή άλλων συνεργατών (μουσικού, σκηνογράφου κτλ), κατασκευή σκηνικών, ενοίκιο του θεάτρου όπου θα παρουσιαστεί η δουλειά τους… Τι επίπτωση έχει στην ποιότητα μιας παράστασης μια τόσο μικρή βοήθεια από την πολιτεία; Να σκεφτούμε κάτι ακόμη: η πολιτεία κι έχει οικονομικό όφελος: μείωση της ανεργίας, ένσημα, εισφορές που εισρέουν στα ταμεία, ΦΠΑ κ.ά. Παίρνει πίσω με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το μεγαλύτερο μέρος της επιχορήγησης. Και αφήνω κατά μέρος τα περί ανάγκης  ενίσχυσης του πολιτισμού, που καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν αφορούν και δεν αφορούσαν ποτέ.  Καμιά.

Ο καλλιτέχνης ωθείται στην ιδιωτική πρωτοβουλία για να επιβιώσει. Ο νεοφιλευθερισμός σε όλη του την λάμψη: το κράτος δεν ξοδεύει, οι ιδιώτες αναλαμβάνουν τις υποχρεώσεις του. Το Ίδρυμα, όμως, που θα πληρώσει για μια παράσταση, το οποίο είναι φορέας μιας ιδεολογίας και στηρίζει με την πολιτική του και τις επιλογές του ένα ολόκληρο σύστημα πολύ ευρύτερο της τέχνης,  δεν θέλει να βγει χαμένο οικονομικά. Δεν ρισκάρει. Θέλει επίσης την βεβαιότητα μιας επιτυχίας που θα σιγουρέψει το επικερδές κοινωνικό του κεφάλαιο, την κοινωνική προβολή του και την  πολιτική του δύναμη, άρα θα ποντάρει σε ήδη γνωστά και μεγάλα ονόματα. Θα δώσει βήμα και σε νεότερες φωνές, θα δώσει ενδεχομένως βήμα και σε ανατρεπτικές φωνές, από αυτές που βλέπουν στο θέατρο όχι τον σχολιασμό της πραγματικότητας αλλά την πυρετική ανάγκη της αλλαγής της. Στην αρχή. Σιγά-σιγά, όταν οι πρωτοβουλίες των ελεύθερων καλλιτεχνών δεν θα βρίσκουν χώρο να εκφραστούν, όταν τα καλλιτεχνικά τους οράματα, με όσες οικονομικές εκπτώσεις κι αν προσπαθούν να τα υλοποιήσουν, δεν θα γίνεται να πραγματωθούν, όταν πολλοί δημιουργοί ή θα βάλουν νερό στο κρασί τους ή θα πάνε στο σπίτι τους, τότε θα είναι εύκολο οι χορηγοί να ορίσουν την τέχνη και να την οδηγήσουν σε ακίνδυνα κανάλια. Όχι κατ’ ανάγκη κακή τέχνη, καθόλου. Ποιοτική τέχνη, προσεγμένη, αλλά λάμπουσα και άδεια από παλμό, από όραμα, μακριά από την απαίτηση της ανατροπής, από το πάλεμα με τα θεριά που έχει στην ψυχή του ο άνθρωπος και από της δράκους της κοινωνίας. Ιδρυματοποιημένο θέατρο, μ’ ένα λόγο.

Στην άκρη του μυαλού τους μάλλον αυτό έχουν οι καλλιτέχνες: αυτός ο φόβος κινεί τις εκδηλώσεις οργής. Ο άνθρωπος που προσωποποιεί την μελλοντική τέχνη των ιδρυμάτων, που ανήλθε σε υψηλούς δημόσιους θώκους αδιαφανώς και στηρίζει αυτό το όραμα για την τέχνη, που ξεκίνησε ως φλερτάρων με τον μεταμοντερνισμό σκηνοθέτης για να φτάσει να εκδιώξει από το πρόγραμμα του Εθνικού σχεδόν κάθε εναλλακτική παράσταση, ο άνθρωπος που αντιμετώπισε με αμετροέπεια και θράσος την καταδίκη του από το δικαστήριο, με την απαίτηση της ατιμωρησίας ως αφέντης του Μεσαίωνα, δεν θέλουν να ανήκει στις τάξεις τους. Συμβολίζει το ηθικό κακό από το οποίο αγωνίζονται να ξεφύγουν και το μέλλον που περιμένει τους τωρινούς και τους μελλούμενους της τέχνης τους. Ένα μόνο, όταν θα περάσει ο πρώτος πυρετός, να μην χαλαρώσουν, να μην αποφορτιστούν. Να μην ξεχάσουν. Ήταν η αρχή, έχουν πολύ και δύσκολο δρόμο μπροστά τους. Έχουν όμως και την συμπαράσταση της κοινωνίας.

Διαβάστε επίσης

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…