Παάτα Σαμούγκια, Σχιζοκοινωνία (εισαγωγή: Γιώργος Ρούσκας, μετάφραση: Εκατερίνε Τζανάσια), Εκδόσεις Βακχικόν 2021, σσ.: 112
Πριν δυο χρόνια ο Ηρακλί Κακαμπάντζε*
σχεδίαζε ομαδικό αυνανισμό στο κτίριο του κοινοβουλίου,
αλλά τα σημερινά μέλη του κοινοβουλίου τού έκλεψαν την παράσταση
και τώρα, χωρίς προστασία πνευματικών δικαιωμάτων,
την παίζουν κάθε μέρα.
Παρεμπιπτόντως, μπορείτε να ενωθείτε μαζί τους
αν ακόμα έχετε γερό δεξί.
(«Πορνογραφία. Δημοσιογραφικό ποίημα-Μανιφέστο»)
Το 2007 κυκλοφόρησε στη Γεωργία το βιβλίο ενός 24χρονου πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή, το οποίο τόλμησε να παρωδήσει τα ιερά και τα όσια της γεωργιανής λογοτεχνικής παράδοσης. Το Αντί-Δέρμα της Τίγρης, όπως τιτλοφορήθηκε το πρώτο ποιητικό έργο του Παάτα Σαμούγκια, ήταν ένας ποιητικός αντίλογος στο γεωργιανό εθνικό έπος Ο Ιππότης με δέρμα τίγρη (12ος αιών.), ένα σύγχρονο αντι-έπος διανθισμένο με ερωτικά αποσπάσματα και παρωδίες απόψεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι αντιδράσεις υπήρξαν σφοδρότατες. Ο Σαμούγκια προκάλεσε την οργή των συντηρητικών μέσων ενημέρωσης, τα οποία τον αποκαλούσαν για μήνες «κάθαρμα» και «προδότη του έθνους», αλλά και των μελών του κοινοβουλίου της Γεωργίας που αποφάσισαν να απαγορεύσουν την κυκλοφορία του βιβλίου λόγω ασέβειας στην παράδοση. Οι επιθέσεις κορυφώθηκαν με την αγορά και την καταστροφή όλων των αντιτύπων από μέλη εθνικιστικών και θρησκευτικών οργανώσεων της χώρας του.
Έως σήμερα, ο Παάτα Σαμούγκια έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές, έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει αποσπάσει σημαντικές διακρίσεις. Επίσης έχει βραβευτεί δύο φορές με το λογοτεχνικό βραβείο SABA, το 2011 για την ποιητική συλλογή Ακάθιστος, και το 2015 για τη Σχιζοκοινωνία, γεγονός που τον καθιστά τον πρώτο σύγχρονο ποιητή της Γεωργίας που έχει κερδίσει δις το συγκεκριμένο βραβείο στην ίδια κατηγορία. Ο ποιητικός λόγος του Σαμούγκια παραμένει από βιβλίο σε βιβλίο ειρωνικός, (αυτο)σαρκαστικός και αντισυμβατικός, προκαλώντας, και ενίοτε δυναμιτίζοντας, κυρίως για τη στάση του σε σχέση με τον Θεό και την εμφανή του απέχθεια στους πολιτικούς και τα (γεω)πολιτικά τους παιχνίδια.
Η θεοσοφία το απέδειξε, ο Θεός δεν υπάρχει.
Δόξα τω Θεώ.
Φυσικά ο Θεός έχει το δικαίωμα να μην υπάρχει,
είναι πολύ δημοκρατικό.
Δόξα τω Θεώ.
Είμαι βέβαιος ότι ο Θεός θα αρνηθεί
την κλασική μορφή εκπροσώπησης
και στη Δευτέρα Παρουσία μπορεί να εμφανιστεί με λιμουζίνα,
όπως ο Ρόμπερτ ντε Νίρο ή η Λέιντι Γκάγκα.
Δόξα τω Θεώ.
Όλα αυτά θα δώσουν μια αίσθηση αισθητικής στην αποκάλυψη
που, για να πω την αλήθεια, πάντα έλειπε στα εσχατολογικά
αποσπάσματα.
Δόξα τω Θεώ.
(«Οίκος 4 του Θωμά»)
Με καταιγιστική και συχνά σκληρή γλώσσα ο Σαμούγκια αποτυπώνει την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας του (Ξέρετε ότι/το πρόβλημα με τη Σοβιετική Ένωση ήταν/ότι όλα ήταν απαγορευμένα/ενώ το πρόβλημα με τους μετασοβιετικούς είναι/ότι όλα είναι υποχρεωτικά;) και δεν διστάζει να αναφερθεί δημόσια σε πρόσωπα και καταστάσεις, όταν χρειαστεί. Είναι ο ποιητής που γράφει για τη δύσκολη καθημερινότητα στη Γεωργία, την εξαθλίωση των κατοίκων της και τον ξεριζωμό, τη διαφθορά και τον άνομο πλουτισμό των πολιτικών, αλλά και τον βαθύτατο συντηρητισμό και τη θρησκοληψία της γεωργιανής κοινωνίας. Δεν χαρίζεται σε κανέναν.
Ξέρετε ότι
η πατρίδα μου –
αναμένοντας τις επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
αναμένοντας τις επιδοτήσεις του ΟΗΕ,
αναμένοντας τις επιδοτήσεις του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ,
είναι γεμάτη με πεινασμένα παιδιά;
Είναι γεμάτη με ποιητές με άδειες τσέπες και άδεια στομάχια,
γεμάτη πολιτικούς,
γεμάτη με Toyota Prius και με ανθρώπινες θλίψεις,
ορίζει το ελάχιστο όριο διαβίωσης στα 177.8 λάρι,
το οποίο δεν αποτελεί καν ελάχιστο όριο διαβίωσης για έναν έντιμο
σκύλο,
φυσικά, μεταφορικά μιλώντας;
(«Κατηχισμός του μεσονυχτίου-Το εγκυκλοπαιδικό έπος για τις αλήθειες»)
Το εκφραστικό αποτύπωμα της ποίησης του Σαμούγκια, όπως παρατηρεί ο Γιώργος Ρούσκας στο αναλυτικό και εμπεριστατωμένο εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης, θεμελιώνεται στην αστόλιστη, ωμή διατύπωση της άποψης του ποιητή, και μάλιστα με γλώσσα τολμηρή, αδιαφορώντας εάν ενοχλεί, κεντρίζει ή οργίζει. Και αυτό συμβαίνει διότι θέλει να τιμήσει αφενός το βασικό δομικό υλικό της ποίησης, που είναι οι λέξεις, αφετέρου τη σύγχρονη ποίηση από την οποία απαιτεί λιγότερες φιοριτούρες και μέγιστη οικονομία λόγου στην απόδοση της σύγχρονης και, συχνά, παρανοϊκής πραγματικότητας. Για παράδειγμα, όταν ο υπουργός Εσωτερικών της Γεωργίας θα ασκήσει δίωξη εναντίον της ταινίας «Love» του Γκασπάρ Νοέ, ως πορνογραφική, ο Σαμούγκια θα γράψει το πολύστιχο ποίημα «Πορνογραφία» και θα το αφιερώσει δημοσίως στον υπουργό:
Το κράτος πολεμάει την πορνογραφία,
πολεμάει τον έρωτα και όχι μόνο τον Γκασπάρ Νοέ
πολεμάει τον έρωτα, ως ιδέα,
διότι ο έρωτας δεν είναι κεφάλαιο,
δεν μπορείς να τον επενδύσεις,
δεν θα αυξήσει τον προϋπολογισμό (μάλλον το αντίθετο)…
Θεέ μου, πόσο σκληρός πραγματισμός,
αφήστε μας κάτι ιερό
ανεπηρέαστο από τον πολιτικό Δαρβινισμό σας.
(«Πορνογραφία. Δημοσιογραφικό ποίημα-Μανιφέστο»)
Η λοξή ματιά του Παάτα Σαμούγκια διαπερνά τον σουρεαλιστικό και παράλογο κόσμο μας και παράγει ποίηση που ξαφνιάζει ευχάριστα. Για την ακρίβεια, καλεί τον σύγχρονο αναγνώστη να ανακαλύψει ή να ξαναθυμηθεί τη δική του λοξή ματιά και να δει εκ νέου την ποίηση και τους ποιητές, γυρνώντας την πλάτη σε παγιωμένες ηθικές και αισθητικές αντιλήψεις, στο εδώ και τώρα της δικής του ζωής. Εάν υπάρχει κάποια στόχευση για τη σύγχρονη ποίηση, δεν μπορεί να είναι άλλη από το ταρακούνημα του σύγχρονου αναγνώστη. Όπως ευφυώς υπονοεί σε ένα από τα ποιήματα της Σχιζοκοινωνίας, ο «θάνατος του συγγραφέα» έχει επισκιαστεί στην πράξη από τη θανάτωση του αναγνώστη:
Ξέρετε ότι
ο Ρολάν Μπαρτ σκότωσε τον συγγραφέα
και με τη σειρά του ο Ρολάν Μπαρτ σκοτώθηκε
από τον οδηγό του αυτοκινήτου το 1980,
τον οποίον με την σειρά του σκότωσε ο Κύριός μας,
ο οποίος επίσης σκότωσε 400.000 ανθρώπους στη Συρία;
(«Κατηχισμός του μεσονυχτίου-Το εγκυκλοπαιδικό έπος για τις αλήθειες»)
Επίσης, ο Σαμούγκια υπονομεύει διαρκώς τη συζήτηση γύρω από το νόημα και τη χρησιμότητα της ποίησης διότι θέλει τον αναγνώστη ενεργό και κυρίως υποψιασμένο: η τέχνη του λόγου, όπως και η τέχνη στο σύνολό της, δεν παύει να αποτελεί ένα από τα πεδία άσκησης και (ανα)παραγωγής της κυρίαρχης εξουσίας και μάλιστα το πιο ύπουλο, αφού συχνά ενδύεται τον μανδύα της ανατροπής. Μηδέ των ποιητών εξαιρουμένων. Στο απολαυστικό «Ένα ποίημα για το τίποτα», γράφει:
Ο ποιητής πρέπει να θυμάται ότι
το να γράφεις για το τίποτα παύει να είναι τίποτα
είναι ένα μετά-τίποτα, τίποτα περισσότερο
και τίποτα λιγότερο.
Αν δεν υπήρχε το τίποτα, θα έπρεπε να το εφεύρουμε,
αλλά εφόσον υπάρχει τίποτα,
υπάρχει ακόμη περισσότερος λόγος να το εφεύρουμε.
Ενώ στην «Ιδιοφυία» αποδομεί το είδωλο του ποιητή τη στιγμή που ο τελευταίος βυθίζεται στον καθρέφτη του, τη στιγμή δηλαδή που παύει να βλέπει κάτι άλλο πέρα από τον εαυτό του: Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και πρόσεξα την εμφάνισή μου/δεν υπάρχει αμφιβολία, είμαι ιδιοφυία/Έχω λυγίσει τους ώμους μου όπως αναλογεί στον έντιμο τιτάνα/δεν λέω τίποτα για το υψωμένο αριστερό φρύδι. Όσο για τη χρησιμότητα της λογοτεχνίας, αφού πρώτα διαβεβαιώσει τους αναγνώστες του ότι είχαμε και εμείς οι Γεωργιανοί τους βαρετούς συγγραφείς/αλλά δεν μπορέσαμε να πάρουμε το Νόμπελ, θα παρατηρήσει στη συνέχεια ότι αν το πρόβλημα έχει τεθεί σωστά σε ένα καλό έργο/μπορεί να υλοποιηθεί εξ ολοκλήρου- /διαβάζοντας την «Πείνα» του Χάμσουν έφαγα τρία Χατσάπουρι**/ένα μπολ φασολάδα/δύο σότι*** από το Καχέτι****/και πάλι πεινούσα και θα αποδείξει στο τέλος την πρακτική χρησιμότητα της λογοτεχνίας με ευφάνταστο και ανατρεπτικό τρόπο:
Εκσφενδόνισα ένα υπέροχο μυθιστόρημα του Καμίλο Χοσέ Θέλα
και κόλλησα στον τοίχο τη νυχτοπεταλούδα –
Σιγά σιγά η λογοτεχνία αποκτά πρακτική αξία.
Η τεχνολογία μόνιμα προσπαθεί να πάρει τη θέση της λογοτεχνίας,
το iPhone ταιριάζει καλύτερα στο χέρι παρά ένα βιβλίο,
σαν να παραδίδεται στο σχήμα της παλάμης,
αλλά ας μην αδικήσουμε τον Καμίλο Χοσέ Θέλα,
καλύτερα σκοτώνει νυχτοπεταλούδες.
(«Λογοτεχνία και Τεχνολογίες»)
Τα σαράντα τρία ποιήματα της Σχιζοκοινωνίας καλύπτουν τους περισσότερους από τους θεματικούς άξονες της ποίησης του Παάτα Σαμούγκια και είναι αντιπροσωπευτικά του έως τώρα έργου του. Στη χώρα μας κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Βακχικόν, σε εξαιρετική μετάφραση από τα γεωργιανά της Εκατερίνε Τζανάσια.
__________________
Σημειώσεις
* Ο Ηρακλί Κακαμπάντζε είναι Γεωργιανός συγγραφέας, καλλιτέχνης, ακτιβιστής για την ειρήνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
** Το χατσάπουρι είναι γεωργιανή πίτα με τυρί.
*** Το σότι είναι γεωργιανό ψωμί.
**** Το Καχέτι είναι περιοχή της Γεωργίας.