Χρειάζεται από την αρχή να σημειώσουμε ότι οι εκλογές στον καπιταλισμό αποτυπώνουν στρεβλά τους ταξικούς συσχετισμούς και τη δυναμική τους, σχεδόν πάντα σε βάρος της μαχόμενης Αριστεράς και των ανατρεπτικών εργατικών λαϊκών τάσεων. Επίσης, ότι πρέπει να περιμένουμε τις εκλογές της 25ης Ιουνίου για ασφαλή και τελικά συμπεράσματα. Ωστόσο οι κυριότερες τάσεις έχουν διαγραφεί. Και δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι, παρά ορισμένα σημαντικά αλλά μικρά θετικά στοιχεία, το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου είναι ιδιαίτερα αρνητικό για τον κόσμο της εργασίας, για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα.

Πρώτα από όλα, διότι ενισχύθηκε το κυβερνών αντιδραστικό κόμμα, η ΝΔ, κατά μια μονάδα και περίπου 150.000 ψήφους. Όμως αυτό δεν είναι το κύριο, έχει συμβεί και παλιότερα, ενώ έχουν ανατραπεί από το λαό και μεγαλύτερες πλειοψηφίες. Δεν είναι αρνητικό, επίσης, από μόνο του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε κατά 11,5 μονάδες. Στο κάτω – κάτω της γραφής, είχε ήδη μετασχηματισθεί προ πολλού σε ένα μιντιακό σοσιαλφιλελεύθερο μόρφωμα της αστικής μνημονιακής πολιτικής και του ευρωατλαντισμού, παρά το γεγονός ότι τον στήριζαν λαϊκά στρώματα. Λυπόμαστε για την απογοήτευση αυτού του κόσμου αλλά δεν θα κλάψουμε για ένα κόμμα που μετά την ήττα του η μία αηδιάζει με τον άλλον και ο αρχηγός επιβάλλει σιωπητήριο σε μια Κεντρική Επιτροπή χειροκροτητών, όπως κάθε κλασικό δεξιό κόμμα.

Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ κινήθηκε κυρίαρχα προς τα δεξιά του και όχι προς τα αριστερά με την καταλυτική αναλογία πέντε προς ένα σε ψήφους. Με κύριο ωφελημένο το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, ένα ακόμη πιο συστημικό από τον ΣΥΡΙΖΑ κόμμα. Αλλά και την επικίνδυνη Ακροδεξιά που δηλώνει εμφατικά την απειλή της. Από την άλλη πλευρά, η αποχή μεγάλου μέρους των ψήφων του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει απογοήτευση και παραίτηση.

Ο περίφημος δικομματισμός ανατράπηκε λοιπόν, αλλά προς τα δεξιά. Αυτή είναι η έκπληξη των εκλογών. Και για αυτό προφανώς δεν φταίει η κουτσουρεμένη «στρατηγική της απλής αναλογικής» την οποία διέσυρε ο ΣΥΡΙΖΑ δικαιώνοντας τις «ενισχυμένες» απόψεις της Δεξιάς.

Οι αιτίες είναι πολλές, αλλά χρειάζεται να αναζητηθούν στο γεγονός ότι μέσα στην υπαρκτή και ενισχυόμενη κοινωνική πόλωση και βαθιά ανισότητα, ο αστικός πόλος, καθαρά κερδισμένος από τον ανοδικό οικονομικό κύκλο και τα «πακέτα» της ΕΕ, εμφανίστηκε να εκπροσωπείται με στιβαρότητα από τη ΝΔ. Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ, με την ανεκδιήγητη πολιτική του «μεσαίου χώρου» έχασε την υποστήριξη του εργατικού – λαϊκού πόλου. Τα μεσοστρώματα, αργά και σταθερά και σαν χιονοστιβάδα μετά τις δηλώσεις Κατρούγκαλου, στράφηκαν προς τον ικανότερο να τα εκπροσωπήσει, ενώ κάποιοι ολιγάρχες σύμμαχοί του και το Βερολίνο απέσυραν την όποια στήριξή τους. Έτσι, η χειρότερη κυβέρνηση κέρδισε την χειρότερη αντιπολίτευση της μεταπολίτευσης.

***

Η δεξιά συντηρητική στροφή, όμως, δεν συντελείται τώρα. Άρχισε ήδη από τον Ιούλιο – Σεπτέμβριο του 2015 με την ήττα και ενσωμάτωση του αντιμνημονιακού λαϊκού κινήματος. Συνεχίστηκε σε όλη την τετραετία 2015-19 με την αντιλαϊκή μνημονιακή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που διέσυρε την Αριστερά. Η στροφή ολοκληρώθηκε και αποτυπώθηκε πλήρως στις εκλογές του 2019 με την πρώτη νίκη της ΝΔ. Ο ισχυρισμός ότι τώρα περάσαμε σε μια «ορμπανοποίηση» είναι και άστοχος και λάθος. Εκτιμήσεις ότι τώρα πραγματοποιείται η δεξιά συντηρητική στροφή, ξεπλένουν τη δεξιά πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ (συνειδητά από ορισμένους, ασυνείδητα για τους περισσότερους, ίσως λόγω των πρώτων εντυπώσεων από το εκλογικό αποτέλεσμα).

Από το 2015, η ηγεμονία του κεφαλαίου εμφανίζει νέες μορφές ενώ ενισχύθηκε και σε ορισμένες πλευρές. Υπάρχει μια περαιτέρω συντηρητική μετατόπιση συνειδήσεων (π.χ. ενίσχυση ατομισμού, λάιφ στάιλ στα κόμματα, θετικότερες απόψεις για στρατό, αστυνομία, εκκλησία κ.α.). Έχουμε αλλαγή των συσχετισμών υπέρ του δεξιού νεοφιλελεύθερου πόλου της ΝΔ και σε βάρος του σοσιαλφιλελεύθερου. Όπως και αλλαγή συσχετισμών μέσα στον δεύτερο σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ και υπέρ του ΠΑΣΟΚ.

Πρόκειται όμως για ποσοτικές ή για εσωτερικές αλλαγές εντός του αστικού συνασπισμού εξουσίας και όχι για ποιοτικές τομές σε βάρος της εργατικής πολιτικής και του ευρύτερου λαϊκού κινήματος.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης, ότι η βαριά ηγεμονία του κεφαλαίου πάνω στην εργατική τάξη και το λαό δεν είναι κάτι καινούριο. Κατοχυρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Και μάλιστα, σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, η αστική ηγεμονία είναι από καταλυτική έως καθολική. Στην Ελλάδα δεν έγινε ποτέ καθολική και μάλιστα, αμφισβητήθηκε και κλονίσθηκε το 2010 –12. Ωστόσο, δεν ανατράπηκε, σταδιακά σταθεροποιήθηκε.

Η κομμουνιστική πολιτική και η Αριστερά στο σύνολό της, οι πολιτικές κατευθύνσεις και οι πράξεις μας, αναμετριούνται με αυτόν τον στόχο: με την αναχαίτιση και ανατροπή της κοινωνικής και πολιτικής επίθεσης του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, με την αντιστροφή του ιστορικού βέλους. Αναμετριόμαστε με την ανατροπή της ασφυκτικής ηγεμονίας του κεφαλαίου. Όχι με μικρά και πρόσκαιρα εκλογικά κέρδη ή χασούρες. Ούτε με την άμεση ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, δηλαδή με την επανάσταση. Ας ξέρουμε που βρισκόμαστε, τουλάχιστον.

Πιο συγκεκριμένα, αναμετριόμαστε με το αν έσπασε η εισοδηματική πολιτική της ΕΕ και του κεφαλαίου, εάν αυξήθηκε το ποσοστό των μισθών ή των κερδών στο ΑΕΠ, εάν επιβλήθηκαν μαζικά συλλογικές συμβάσεις με ουσιαστικές αυξήσεις, εάν μειώθηκε ή όχι ο εργάσιμος χρόνος. Αν χτυπήθηκε η αμερικανοκρατία. Εάν έσπασε η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων. Εάν επιβλήθηκαν νόμοι υπέρ των εργατικών και λαϊκών ελευθεριών, της δημόσιας Υγείας και Παιδείας, υπέρ των νέων, των γυναικών, των ΛΟΑΤΚΙ. Εάν αυξήθηκε ποσοτικά και ποιοτικά ο αριθμός των συνδικαλισμένων κ.α.

Αναμετριόμαστε συνεπώς με την αντιστροφή της ήττας του 2015, με την αναχαίτιση και ανατροπή της δεξιάς πολιτικής στην πράξη και στο σύνολό της. Αυτό είναι το μέτρο των βαθμών επιτυχίας ή αποτυχίας μας.

Οι εκτιμήσεις και αποφάσεις των περισσότερων αριστερών δυνάμεων για τις εκλογές είτε συγκαλύπτουν αυτό το καθοριστικό ζήτημα ( «ψεύτικη νίκη της ΝΔ», ΣΕΚ), είτε δεν αναμετριούνται καθόλου (ΚΚΕ) είτε αναμετριούνται με κλισέ του τύπου «ωστόσο είμαστε αναντίστοιχοι» (ΝΑΡ κ.α.). Ας θυμηθούμε επίσης ότι ένας από τους κύριους εκλογικούς στόχους όλης της μαχόμενης Αριστεράς ήταν να βγει από τις κάλπες μια πιο αδύναμη αστική κυβέρνηση σε όλες τις εκδοχές της. Προκαλεί εντύπωση ότι ο εντοπισμός αυτού του κύριου ζητήματος λείπει από όλες σχεδόν τις εκτιμήσεις σαν μέτρο βαθμών εκλογικής επιτυχίας.

Το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου είναι αρνητικό, πάνω από όλα, διότι δείχνει πως δεν αντιστράφηκε η ήττα του 2015. Δείχνει πως δεν αναχαιτίσθηκε καν η καταιγιστική επίθεση του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, παρά ορισμένους συγκλονιστικούς αγώνες και κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας, που έρχονται από το μέλλον. Το λαϊκό ξέσπασμα των Τεμπών αποδείχτηκε μια ρωγμή στο χρόνο που ταρακούνησε το πολιτικό σύστημα αλλά δεν αξιοποιήθηκε από τη μαχόμενη και κομμουνιστική Αριστερά για έναν πολιτικό σεισμό προς τα αριστερά, δίνοντας το δικαίωμα στο Μητσοτάκη να πανηγυρίζει για τον δικό του «δεξιό σεισμό».

 Οι εκλογές δείχνουν ότι το ιστορικό βέλος των ταξικών συσχετισμών ανάμεσα στην αστική και την εργατική πολιτική παραμένει βασικά στην ίδια αντιδραστική κατεύθυνση, με ενίσχυση των συντηρητικών τάσεων και αλλαγές στις εσωτερικές συνισταμένες του, αλλά και με ορισμένες μειοψηφικές, αναπτυσσόμενες τάσεις αντιστροφής του.

Αυτό αποτυπώνεται σχηματικά στο συσχετισμό ανάμεσα στο σχεδόν 90% που συγκεντρώνουν όλοι οι συνδυασμοί με αγκίστρωση στην αστική κοινοβουλευτική πολιτική απέναντι στο λίγο πάνω από 10% που συγκεντρώνουν όλοι μαζί οι αριστεροί συνδυασμοί με αναφορά στο εργατικό λαϊκό κίνημα, την ιστορία και την προοπτική του, με την ευρεία έννοια. Με την κυριολεκτική, είναι πολύ χειρότερος.

Από αυτή τη σκοπιά, ορισμένοι πανηγυρισμοί στη συνειδητή αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική Αριστερά είναι εκτός τόπου και χρόνου. Πολύ περισσότερο, δεν συγχωρούνται εύκολα κάποιες εκτιμήσεις αυτοδικαίωσης σε αποφάσεις, όπως σε αυτήν της ΚΕ του ΚΚΕ, αλλά και σε δηλώσεις και σχόλια οργάνων ή στελεχών άλλων οργανώσεων.

Από την άλλη πλευρά, η αυθόρμητη απογοήτευση μεγάλου μέρους του κόσμου της Αριστεράς είναι κατά ένα μέρος δικαιολογημένη. Ας μην κυριαρχήσει όμως στην ψυχολογία μας και κυρίως στις πολιτικές εκτιμήσεις και τις αναλύσεις μας. Και γιατί έχουμε μια ακόμη δύσκολη εκλογική μάχη άμεσα μπροστά μας, αλλά και για έναν ακόμη πολύ πιο σημαντικό λόγο. Γιατί εντός του αρνητικού εκλογικού αποτελέσματος αποτυπώνονται και ορισμένα μικρά αλλά πολύ σημαντικά θετικά στοιχεία σε αριστερή ανατρεπτική κατεύθυνση που εμφανίστηκαν στους αγώνες της περασμένης τετραετίας.

 ***

Πρόκειται για τάσεις που παραμένουν ποσοτικά και ποιοτικά αδύναμες, αλλά σαφώς έχουν δυναμώσει κοινωνικά και πολιτικά σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Τέτοιες εμφανίστηκαν αντιφατικά μεν αλλά καθαρά, σε αγώνες με μεγαλύτερη επιμονή, εσωτερική ενότητα και κοινή δράση της Αριστεράς που σαν χαρακτηριστικό είχαν την αποφασιστικότητα να επιβάλουν το δίκιο τους (π.χ. e-food, Cosco, Μαλαματίνα, ΒΙΟΜΕ, φοιτητικό κίνημα, κίνημα της τέχνης, συγκρούσεις για το περιβάλλον, αποφασιστικές αποτροπές πλειστηριασμών κ.α.).

Σε αυτές τις εργατικές, λαϊκές και νεανικές τάσεις οφείλεται η άνοδος του συνόλου των συνδυασμών της μαχόμενης Αριστεράς από περίπου 8,5% σε πάνω από 10% σε σχέση με το 2019, με ενίσχυση των πιο μαχητικών πολιτικών εντός τους και με το ΚΚΕ να λαμβάνει πάνω από το 90%  αυτής της ανόδου. Αυτές οι τάσεις εκφράστηκαν και με τη μεγαλύτερη από ποτέ ίσως, απόρριψη των κυβερνητικών διλημμάτων από όλους τους συνδυασμούς της μαχόμενης Αριστεράς. Το ΜεΡΑ25-ΠΣ έπεσε κατά 0,8%, όχι γιατί «ο λαός δεν ήθελε τη ρήξη» αλλά γιατί η ρήξη του ήταν μισή, θολή και στα λόγια, κάτι που δεν μπορούσε να αλλάξει η παρουσία της ΛΑΕ. Ελπίζουμε να το κατανοήσουν οι σύντροφοι και συντρόφισσες του Αριστερού Ρεύματος και της ΑΡΑΣ.

Στην εκλογική άνοδο της μαχόμενης Αριστεράς συνέβαλαν όλοι οι αγώνες, όλοι και όλες που μάχονται για τις αριστερές, αντικαπιταλιστικές, επαναστατικές και κομμουνιστικές ιδέες. Όμως αυτή πιστώνεται πρώτα από όλα στα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ. Σε μικρότερο βαθμό, στους αγωνιστές και αγωνίστριες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΚΚΕ (μ-λ) και των άλλων αριστερών συνδυασμών που ανέλαβαν το δύσκολο έργο της εκλογικής καθόδου. Η μικρή άνοδος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς δεν επιτρέπεται να αγνοηθεί ή να υποβαθμιστεί λόγω του γενικότερου αρνητικού εκλογικού αποτελέσματος, της πιο μεγάλης ανόδου του ΚΚΕ ή λόγω της γνωστής μικροψυχίας που υπάρχει μέσα στην Αριστερά, διότι είχε να αντιμετωπίσει το εμπόδιο της «χρήσιμης ψήφου».

Στην άνοδο αυτή συνέβαλαν, επίσης, με το δικό τους τρόπο και η Πρωτοβουλία για μια Μεταβατική Κομμουνιστική Οργάνωση (ΑΡΑΝ-Κ/ΣΧΕΔΙΟ-Ανένταχτοι/ες), η Αναμέτρηση καθώς και η ΔΕΑ, όπως και άλλες τάσεις που απέφυγαν μια διασπαστική εκλογική καταγραφή και δεν πήραν άμεσα μέρος σε εκλογικούς συνδυασμούς, αλλά κάλεσαν σε μια αριστερή, ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική ψήφο.

Όμως, τα ερωτήματα παραμένουν: Γιατί η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ στράφηκε κυρίως προς τα δεξιά; Γιατί από τις 650.000 περίπου ψήφους καρπωθήκαμε μόνον γύρω στις 150.000; Γιατί αναστήθηκε το ΠΑΣΟΚ; Γιατί ανέβηκε η ΝΔ;

Και το κύριο: Γιατί δεν μπορέσαμε να αντιστρέψουμε την ήττα, να ραγίσουμε την ηγεμονία του κεφαλαίου, να σπάσουμε ή έστω να αναχαιτίσουμε τη δεξιά συντηρητική στροφή;

***

Η απάντηση δεν εύκολη. Οι αιτίες είναι πολλαπλές και χρειάζεται να αναζητηθούν πρώτα από όλα στην υστέρηση που παρουσιάζει το κομμουνιστικό κίνημα και ο σύγχρονος μαρξισμός στη γνώση και κριτική στο κεφάλαιο και την εργασία της τεχνητής νοημοσύνης, στον καπιταλισμό της εποχής μας. Και άρα, στην αναζήτηση, προβολή και διεκδίκηση ενός προγράμματος για το σοσιαλισμό που «ακόμη δεν γνωρίσαμε», για τον κομμουνισμό της εποχής μας. Το καθοριστικό αυτό ζήτημα ξεφεύγει από τα όρια αυτού του άρθρου. Σίγουρα όμως χρειάζεται να αναζητηθεί και στην πολιτική τακτική του συνόλου της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μας. Εδώ θα μείνουμε λίγο περισσότερο.

Η πολιτική μας οδηγεί φανερά σε  αγώνες που παραμένουν μερικοί, αποσπασματικοί και κυρίως, αμυντικοί. Έτσι, μπορεί να καθυστερούν μέτρα και να εμποδίζουν εν μέρει την εφαρμογή τους (π.χ. πλειστηριασμοί, ιδιωτικοποίηση ΑΕΙ, πανεπιστημιακή αστυνομία, νόμοι για απεργίες, συνδικάτα, διαδηλώσεις) ή να φθείρουν ιδεολογικά και ηθικά τον αντίπαλο με την καταγγελία του κέρδους (π.χ. στο κίνημα για το έγκλημα των Τεμπών). Όμως, δεν καταφέρνουν να συγκεντρώσουν τις απαραίτητες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις ώστε να μπορέσουν να επιβάλουν μέτρα και νόμους υπέρ της μισθωτής εργασίας και του λαού, με κλαδική ή πανκοινωνική ισχύ. Και ό,τι δεν πεθαίνει την αστική πολιτική, την κάνει πιο δυνατή.

Και αυτό με τη σειρά του οφείλεται στο γεγονός ότι πρώτα από όλα το ΚΚΕ, παρά τη μεγάλη συμβολή του στους αγώνες και ορισμένες αναπροσαρμογές, όχι μόνον αρνείται την πάλη για την επιβολή εργατικών και λαϊκών κατακτήσεων εντός και εναντίον του καπιταλισμού, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ με κατεύθυνση ανατροπής, αλλά καταγγέλλει και όποιον το υποστηρίζει. Όταν για παράδειγμα, εναντιώνεσαι στο αίτημα για εθνικοποίηση – κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο και επικεντρώνεις στο αίτημα «να πληρώσουν όλοι οι υπαίτιοι», δεν μπορείς να χτυπήσεις ποιοτικά τη ΝΔ, η οποία βολεύεται με αυτό για να συγκαλύψει τις δικές της ευθύνες. Και στο τέλος, κερδισμένος είναι ο Μητσοτάκης, ο Καραμανλής των Σερρών, το ΠΑΣΟΚ και η αστική πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων. Ταυτόχρονα, μπορεί να «ανοίγεις» το ΠΑΜΕ στις διαδηλώσεις και σε άλλα συνδικαλιστικά ρεύματα και να χαιρόμαστε όλοι και όλες για αυτό, αλλά την ίδια στιγμή φρενάρεις συνειδητά το λαϊκό και νεανικό ξέσπασμα γιατί δεν πιστεύεις ότι το εργατικό κίνημα μπορεί να επιβάλει κατακτήσεις και να ανατρέψει τις ιδιωτικοποιήσεις.

Για όλους αυτούς τους λόγους, σε αυτές τις εκλογές, το ΚΚΕ αγαπήθηκε από τις τηλεπερσόνες του συστήματος περισσότερο ακόμη και από την περίοδο του δημοψηφίσματος. Ξαφνικά, ο κομμουνισμός έγινε τρέντι στο Κολωνάκι και βάιραλ στα σόσιαλ μίντια…

Την ίδια πολιτική με αυτήν του ΚΚΕ έχει επί της ουσίας και το ΚΚΕ (μ-λ) σε πολύ μικρότερη αλλά και χειρότερη κλίμακα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θέτει αιτήματα αυτού του τύπου, όμως συγκρούεται με τον εαυτό της: αφενός τα ταυτίζει σχεδόν με την επανάσταση και αφετέρου δεν τα χρησιμοποιεί ως πρόγραμμα ενότητας στο μαζικό κίνημα και στην πολιτική. Διότι και η ίδια στην πράξη δεν πιστεύει ότι μπορούν να επιβληθούν κατακτήσεις εντός και εναντίον του καπιταλισμού σε κατεύθυνση ρήξης με την ΕΕ.

Είναι φανερό ότι δεν έχουμε λύσει το ζήτημα της σχέσης μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης στην εποχή μας, ή μεταξύ τακτικής και στρατηγικής.

***

Ωστόσο, η διάκριση μεταξύ Αριστεράς των συμβιβασμών και ασυμβίβαστης Αριστεράς, έστω και σεχταριστικής, είναι και αναγκαία και σημαντική. Και οι εκλογές έδειξαν ότι η εκλογική ψαλίδα ανάμεσα στο ΚΚΕ και την Αριστερά της επαναστατικής εξαγγελίας άνοιξε περίπου από το 6:1 στο 8:1 υπέρ του ΚΚΕ και σε βάρος της δεύτερης. Και μάλιστα σε εκλογές όπου είχαν χαλαρώσει τα διλήμματα και η ψήφος διαμαρτυρίας «έπεφτε σαν βροχή», όπως δείχνει το 16% των συνδυασμών που δεν μπήκαν στη Βουλή. Στο μαζικό κίνημα η διαφορά είναι μεγαλύτερη. Αυτό πρέπει να μας ανησυχήσει. Δεν θα βοηθήσει ούτε τους αγώνες, ούτε και το ΚΚΕ το ίδιο. Όπως έδειξε η ιστορία, όσο η ηγεσία του δεν πιέζεται από τα αριστερά της, τόσο πιο εύκολα θα κάνει αύριο τις μεγάλες συνθηκολογήσεις.

Το ΝΑΡ και το ΣΕΚ, παρότι σωστά επιμένουν στη διάκριση μεταξύ «ρεφορμιστικής» και «επαναστατικής» Αριστεράς (παρότι ούτε το ΚΚΕ είναι ακριβώς «ρεφορμιστικό» ούτε η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά α πριόρι «επαναστατική»), στις εκτιμήσεις τους εξαφανίζουν ή υποτιμούν το άνοιγμα της ψαλίδας υπέρ της πρώτης, συγκαλύπτοντας τις αιτίες. Και αυτές χρειάζεται να αναζητηθούν στο ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εμφανίστηκε διασπασμένη παντού, έχασε έδαφος σε κρίσιμα σωματεία (π.χ. Μισθωτών Μηχανικών) και στο φοιτητικό κίνημα όπου η νΚΑ διέσπασε την ΕΑΑΚ, ενώ ειδικά το ΝΑΡ, όλο και περισσότερο στη φυσιογνωμία του έμοιαζε με τον κομματισμό και τον ηγεμονισμό του ΚΚΕ. Και είναι γνωστό ότι το πρωτότυπο πάντα κερδίζει. Έτσι, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με κύρια ευθύνη της πλειοψηφίας της (ΝΑΡ, ΕΚΚΕ, ΟΚΔΕ), καθηλώθηκε και απέτυχε να εμπνεύσει ένα ευρύτερο μέτωπο της ανατρεπτικής Αριστεράς που σε αυτές τις συνθήκες θα μπορούσε να ξεπεράσει κατά πολύ το όριο του 1% που πέτυχε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τον Μάη του 2012.

Ελπίζουμε να μην ενισχυθεί εντός της ο ηγεμονισμός από τη μικρή άνοδο αλλά να εξαχθούν τα σωστά και αναγκαία συμπεράσματα. Όπως και από τη ΛΑΕ, διότι αποδείχθηκε πόσο λάθος ήταν η επιλογή της.

Ευθύνες όμως βαρύνουν και εμάς, διότι δεν προβάλαμε έγκαιρα, πειστικά, ενωτικά και περισσότερο αποφασιστικά το αναγκαίο περιεχόμενο της πάλης για κατακτήσεις και ανατροπή.

Ακόμη κι αν ο χρόνος δεν αρκεί μέχρι την 25η Ιουνίου για ριζικές αλλαγές, μπροστά μας είναι πολύ μεγάλες και δύσκολες μάχες: οι περιφερειακές και δημοτικές εκλογές, οι ευρωεκλογές και πάνω από όλα, οι μάχες του μαζικού κινήματος απέναντι στη μεγαλύτερη επίθεση που θα δεχτούμε από ποτέ. Όλα τα παραπάνω απαιτούν τολμηρές ανασυνθέσεις και υπερβάσεις, όχι οχυρώσεις. Οι δυνάμεις της ενωτικής ανατρεπτικής και κομμουνιστικής Αριστεράς απαιτείται να προχωρήσουν σε αυτές τις μάχες πιο αποφασιστικά.

***

Η μικρή αλλαγή υπέρ των ανατρεπτικών αριστερών τάσεων στις εκλογές της 21ης Μαΐου αντανακλά τους σκληρούς εργατικούς και λαϊκούς αγώνες της προηγούμενης περιόδου. Εκφράζουν όμως και κάτι βαθύτερο: την αναζήτηση πώς θα νικήσουμε και όχι πως «θα αποτύχουμε καλύτερα» την επόμενη φορά.

Η απαιτητικότητα αυτή χρειάζεται μια νέα εργατική και λαϊκή πολιτική σύγκρουσης για κατακτήσεις και όχι για καταγγελίες ή συνθηκολογήσεις. Χρειάζεται έναν σύγχρονο ριζοσπαστικό κομμουνισμό σε ρήξη με το σύστημα και όχι με τις ανοχή του. Τα πρώτα βήματα γίνονται πάντα με κόπο. Όμως, έχουν ξεκινήσει.

Το κείμενο δημοσιεύεται επίσης στις ιστοσελίδες Kommon και Commune

You May Also Like

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…