Stefan Zweig, Ο Παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ και Η Αόρατη Συλλογή (μτφρ.: Μαρία Τοπάλη – επίμετρο: Παναγιώτης Τσούκας, Τώνια Παπαϊωάννου, Άγρα 2022, σσ.: 160

[Τώρα μόνο, που τα χρόνια πέρασαν και μεγάλωσα, καταλαβαίνω πόσα χάνονται μαζί με κάθε τέτοιον άνθρωπο, πρώτον και κύριον γιατί καθετί μοναδικό γίνεται κάθε μέρα και πιο πολύτιμο σ’ έναν κόσμο που βαδίζει δίχως σωτηρία προς την ομοιομορφία]

Μια βροχερή ημέρα στην Βιέννη ένας άντρας αναζητά καταφύγιο σε ένα καφέ, ενώ ένας αντικέρ διασχίζοντας τη γερμανική ενδοχώρα με το τρένο θα βρεθεί τυχαία με έναν παλιό του γνώριμο. Η διασταύρωση με το παρελθόν, ένα τυχαίο γεγονός, θα οδηγήσει τον έναν να κατεβεί σε μία κωμόπολη, δυο στάσεις μετά τη Δρέσδη με την ταχεία αμαξοστοιχία ενώ ο σπρωγμένος από τη ξαφνική μπόρα άντρας θα βρεθεί να πίνει τον καφέ του και να στεγνώνει σε ένα δήθεν ανακαινισμένο -μα στην ουσία ψευτοφτιασιδωμένο- παραδοσιακό καφέ. Αυτά είναι τα δύο γεγονότα τα οποία θα θέσουν σε λειτουργία τους μηχανισμούς της μνήμης. Γιατί «η μνήμη μας δεν συγκρατεί τυχαία κάποια στοιχεία, κι αφήνει, τυχαία πάλι, να λησμονηθούν κάποια άλλα· θεωρώ τη μνήμη ως μια δύναμη που έχει την ικανότητα να τακτοποιεί με φρόνηση το υλικό της και να επιλέγει τι θα προσπεράσει με απόλυτη σοφία.» (Stefan Zweig, Ο Κόσμος του χθες, μτφρ.: Α. Καλανταρίδου – Τ. Λιάνη, Printa 2006).

Με αυτό το τρικ, ενός ερεθίσματος που κάνει μια ανάμνηση να ανασυρθεί από τις εσχατιές του ανθρώπινου μυαλού, ο Τσβάιχ ξεκινάει την αφήγηση στις δυο αυτές νουβέλες του, γραμμένες στα χρόνια του μεσοπολέμου (1929 και 1927 αντίστοιχα) την εποχή που ο πληθωρισμός στην -ακρωτηριασμένη πλέον- Αυστρία και την Γερμανία είχε κάνει το ένα εκατομμύριο μάρκα να μην μπορεί να πληρώσει ούτε το κόστος χαρτιού που χρειάστηκε η εκτύπωση του χαρτονομίσματος.

Στην πρώτη νουβέλα ο Γιάκομπ Μέντελ είναι ένα λάθος του συστήματος ένας αχαρτογράφητος άνθρωπος που έχει ξεμείνει απ’ τα χθες στο σήμερα. Προερχόμενος απ’ την εποχή της ανακάλυψης του θαυμαστού νέου κόσμου στα τέλη του 19ου αιώνα θα βρεθεί άγνωστος μεταξύ αγνώστων στην αυγή του 20ου αιώνα, του αιώνα της επιτήρησης.

Ο αφηγητής θα γυρίσει πίσω στην εποχή που, φοιτητής ακόμα, θα γνωρίσει τον Βιβλιομέντελο στο στρατηγείο του, ένα βιεννέζικο καφέ των αρχών της πρώτης δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα. Το βιεννέζικο καφέ ως Τόπος δεν είναι απλά ένα καφέ, με τη στενή έννοια που κυριάρχησε έπειτα στην βόρεια Ευρώπη. Τα καφέ της Βιέννης υπήρξαν τόπος πολιτικοποίησης και κοινωνικοποίησης, όπως και τόπος όπου άνθρωποι από διαφορετικές τάξεις ερχόντουσαν σε επαφή. Με έναν αρκετά «ανατολίτικο» για τα δυτικοευρωπαϊκά δεδομένα τρόπο, οι κάτοικοι της Βιέννης περνούσαν πάρα πολύ χρόνο σε ένα καφέ χωρίς να χρειάζεται ντε και καλά να καταναλώνουν κάποιο προϊόν. Πριν τα καφέ γίνουν τόπος κατανάλωσης υπήρξαν τόπος συνεύρεσης και αλληλεπίδρασης των κατοίκων της αυστριακής  πρωτεύουσας.

Σε κάποιο τέτοιο καφέ βρίσκεται και το παλαιοβιβλιοπωλείο του κυρ-Μέντελ. Η έκταση που καταλαμβάνει είναι δυο τραπεζάκια όλα κι όλα στο πίσω δωματιάκι. Εκεί είναι αφημένη όλη η πολύτιμη πραμάτεια του Μέντελ. Όποιο βιβλίο χρειαστείς, σε όποια γλώσσα κι αν είναι τυπωμένο, ο Μέντελ το έχει ή μπορεί να το βρει και να σου το παραδώσει σε απίστευτα χαμηλή τιμή. Το μυαλό του δουλεύει σαν κατάλογος όπου είναι καταχωρημένα με ακρίβεια οποιαδήποτε βιβλία μπορεί να χρειαστεί ένας φοιτητής η βιβλιόφιλος.

Έτσι λοιπόν οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας ήξερες ότι στο καφέ Γκλούκ μπορούσες να συναντήσεις τον Βιβλιομέντελο, καθισμένο να διαβάζει το βιβλίο του. Έτσι απορροφημένο  στο διάβασμα του τον βρήκε και ο πόλεμος. Ο Μέντελ είχε εβραϊκή καταγωγή και μάλιστα από την ρωσική επικράτεια. Τι κι αν για τριάντα χρόνια ο Μέντελος ζούσε ήσυχα την ζωή του στην σκιά των Αψβούργων, για το νόμο, για τους ανθρώπους που άρχιζαν πλέον να ρωτάνε όλο και πιο πολλά πως-τι-και γιατί, ο Μέντελ ήταν ένας αόρατος ένας αχαρτογράφητος άνθρωπος. Ούτε διαβατήριο είχε, ούτε είχε φροντίσει να βγάλει μια άδεια παραμονής. Η τιμωρία του θα είναι ο εκτοπισμός σε στρατόπεδα συγκέντρωσης απ΄ τα οποία δεν θα βγει ποτέ ο ίδιος αλλά το φάντασμα του.

Το Φάντασμα είναι ένα αποκύημα της φαντασίας, κάτι που δεν υπάρχει αλλά εμείς νομίζουμε ότι το βλέπουμε να στέκει εκεί. Όπως η αόρατη συλλογή του συνταξιούχου δασονόμου.

Στην εποχή του μεγάλου κραχ μία σοβαρή επένδυση ήταν και σε έργα τέχνης. Αν την εποχή εκείνη ήσουν αντικέρ, σίγουρα θα έψαχνες τρόπους να προμηθευτείς τα ολοένα και πιο περιζήτητα εμπορεύματα σου. Έτσι κι ο αντικέρ της ιστορίας μας, ο οποίος πουλάει πλέον μόνο σε νεόπλουτους, κι αποφασίζει να επισκεφτεί μερικούς παλιούς του πελάτες για να ανανεώσει το στοκ του.

Οι παλιοί συλλέκτες πουλάνε φθηνά, και οι νεόπλουτοι αγοράζουν αδρά. Είπαμε, είναι η εποχή της ακραίας εμπορευματοποίησης της τέχνης. Άνθρωποι που βρέθηκαν με πολλά λεφτά, αριβίστες, χωρίς καθόλου παιδεία αγοράζουν Τέχνη την οποία δεν μπορούν ούτε να κατανοήσουν ούτε να θαυμάσουν. Χρησιμεύει μόνο σαν επιτέλεση μιας επίδειξης ενός φαίνεσθαι κι ενός κατέχειν.

Κι όλα αυτά μας οδηγούν σε μία ήσυχη κωμόπολη λίγο μετά τη Δρέσδη. Εκεί βρίσκεται η τεράστια συλλογή με χαρακτικά του τυφλού δασονόμου.

Ο τυφλός δασονόμος αν και δεν μπορεί να δει πλέον τα έργα της συλλογής του, είναι σε θέση να τα περιγράψει πιστά μέχρι και στην παραμικρή τους λεπτομέρεια. Αυτή είναι μία μεγάλη έκπληξη για τον αντικέρ μας, ο οποίος θαυμάζει το μνημονικό του παλιού του πελάτη. Δεν είναι όμως η μοναδική έκπληξη που του επιφυλάσσει η ιστορία μας.

Κι εδώ βρίσκεται η πραγματική ιστορία που μας αφηγείται ο Τσβάιχ: Η Αόρατη συλλογή και ο Παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ μας μιλούν για μια εποχή που έχει περάσει και έχει χαθεί οριστικά και αμετάκλητα πια. Μένει μόνο χαραγμένη στο μυαλό και στην καρδιά των ανθρώπων που την έζησαν, άνθρωποι που κοιμήθηκαν ελεύθεροι πολίτες και ξύπνησαν δέσμιοι υπήκοοι του Κράτους. Κοινός παρανομαστής και στις δύο νουβέλες είναι η αγάπη του Τσβάιχ για τον κόσμο του χθες, έναν κόσμο που ανέτειλε με το φως της ελπίδας για την αδελφοποίηση όλων των λαών της ευρώπης, κι έδυσε πρόωρα στα σκοτάδια του ολοκαυτώματος.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…