Η οικολογική κρίση καλά κρατεί. Με αυτή την απλή πρόταση μπορούμε να αποδώσουμε την πραγματικότητα που βιώνουμε σήμερα τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στη χώρα μας. Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων, με κυρίαρχο το ζήτημα της πανδημίας του Covid-19, επιβεβαιώνουν αυτή την (φαινομενικά) απλή πρόταση.

Πριν απ’ όλα η υγειονομική κρίση που ακόμα βιώνουμε, δεν είναι μόνο μια κρίση που αφορά τη δημόσια υγεία. Είναι και μία κρίση οικολογική. Όπως υπογράμμισε έγκαιρα ο ερευνητής και συγγραφέας Ρομπ Γουάλας (Rob Wallace) τα αυξανόμενα κρούσματα ιών συνδέονται στενά με την παραγωγή τροφίμων και την κερδοφορία των πολυεθνικών επιχειρήσεων μέσω της βιομηχανοποιημένης γεωργίας και κτηνοτροφίας. Επιπλέον, το κεφάλαιο διαπράττει παγκοσμίως αρπαγές γης ακόμη και στο τελευταίο παρθένο δάσος κι απ’ τον τελευταίο μικρογαιοκτήμονα. Οι επενδύσεις αυτές οδηγούν στην αποψίλωση των δασών που με τη σειρά της οδηγεί στην ανάδυση ασθενειών. Η σχέση είναι πραγματικά απλή. Καθώς η βιομηχανική παραγωγή επεκτείνεται στα παρθένα δάση, ασκεί πίεση στους επενδυτές τροφίμων «άγριας φύσης» να πάνε πιο βαθιά στο δάσος για να βρουν πληθυσμούς ως πόρους, αυξάνοντας έτσι την αλληλεπίδραση με νέα παθογόνα, συνεπώς και τη διάδοσή τους. Η λειτουργική βιοποικιλότητα και συνθετότητα που χαρακτηρίζουν αυτές τις τεράστιες εκτάσεις γης ανακατευθύνονται μ’ έναν τέτοιο τρόπο που προηγουμένως απομονωμένα παθογόνα κατακλύζουν τα κοπάδια ζώων που εκτρέφονται κι ύστερα μεταβαίνουν στις ανθρώπινες κοινότητες. Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Γουάλας «ο καπιταλισμός είναι το hot-spot των μεγάλων επιδημιών».

Την ίδια άποψη εκφράζει και ο πολιτικός οικολόγος Αντρέας Μαλμ (Andreas Malm) λέγοντα ότι το μέγεθος της καταστροφής που έχει ήδη προκαλέσει η πανδημία είναι απλώς μια πρόγευση του τι πρόκειται να ζήσουμε τα επόμενα χρόνια με τις καταστροφές που επισπεύδει η κλιματική κρίση. Μια σειρά από «φυσικές καταστροφές» των προηγούμενων ετών από τις τεράστιες πυρκαγιές στην Αυστραλία στις αρχές του 2020, μέχρι την καταστροφή τεράστιων αγροτικών εκτάσεων στην Αφρική την ίδια περίοδο, φέρνουν την ανθρωπότητα αντιμέτωπη όχι με τη φύση που εκδικείται αλλά με τον καπιταλισμό που την καταστρέφει αδιαλείπτως.

Γιατί κανένα φυσικό φαινόμενο δεν είναι αυτόματα και μια φυσική καταστροφή. Οι καταστροφές του σήμερα έχουν «σχεδιαστεί» με αποφάσεις του παρελθόντος και οι μελλοντικές θα είναι το αποτέλεσμα αποφάσεων που λαμβάνονται ή αποφεύγεται να ληφθούν σήμερα». Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει καμία φυσική καταστροφή ως ένα φαινόμενο πάνω από τις δυνάμεις μας στο οποίο πρέπει να προσαρμοστούμε, αλλά μία συκεκριμένη κοινωνικοοικολογική συνθήκη την οποία ως κοινωνία έχουμε παράξει ή ορθότερα έχουμε συνδιαμορφώσει μαζί με το φυσικό περιβάλλον. Και αυτή την κοινωνικοοικολογική συνθήκη την καθορίζει ο καπιταλισμός και η τάση του για τη συνεχή εμπορευματικοποίηση και χρηματιστικοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος.

Στην χώρα τα γεγονότα είναι εξίσου δύσαρεστα, άβολα και απόλυτα συνεπή με το νεοφιλελεύθερο δόγμα. Το 2022 βιώσαμε τον θερμότερο Νοέμβριο και Δεκέμβριο από τότε που υπάρχουν στοιχεία ενώ βιώσαμε και την «φυσική» καταστροφή του χιονιά την ίδια χρονιά. Η τουριστικοποίηση της ελληνικής υπαίθρου αλλά και του αστικού χώρου φαίνεται να είναι η κυρίαρχη πολιτική ανάπτυξης καταστρέφοντας αγροτικές εκτάσεις, παράκτιες ζώνες αλλά και γειτονιές των πόλεων. Τα ελληνικά βουνά έχουν και νέους μόνιμους κατοίκους, τις ανεμογεννήτριες που σε πολλές περιπτώσεις αναπτύσσονται σε γιγαντιαία ύψη και μεγάλες εκτάσεις με ολέθριες συνέπειες στο τοπίο, τους τοπικούς υδάτινους πόρους και τη βιοποικιλότητα. Εκτός αυτών, οι προσπάθειες για εξόρυξη υδρογονανθράκων στις ελληνικές θάλασσες ανακινήθηκε. Ακόμα και αν δεν υλοποιηθούν τα μεγαλόπνοα σχέδια στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, η Ελλάδα εισήλθε στις εν δυνάμει εξορυκτικές χώρες. Τεράστιες εκτάσεις γης και θάλασσας υφαρπάζονται και αποτελούν τον νέο παραγωγικό χώρο για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

Η εμφανής ειρωνεία και η ταυτόχρονη αλήθεια του σύγχρονου καπιταλισμού είναι ότι βαπτίζει πολλές από τις παραπάνω δράσεις και επενδύσεις ως φιλοπεριβαλλοντικές, πράσινες και προς όφελος της βιωσιμότητας. Ακόμα και μια εταιρεία όπως η Eldorado Gold που εδώ και δεκαετίες καταστρέφει το φυσικό περιβάλλον στη ΒΑ Χαλκιδική παρουσιάζει τα έργα της ως έργα με «σεβασμό στο περιβάλλον». Την ίδια στιγμή πετρελαϊκές πολυεθνικές επενδύουν στην ανάπτυξη ανεμογεννητριών ακολουθώντας όμως την ίδια πολιτική με τις επενδύσεις πετρελαίου: υφαρπαγή γης, γιγαντιαίες εγκαταστάσεις και κανένας σεβασμός στις τοπικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες.

Η κοινή γραμμή όλων των παραπάνω είναι ο περιβαλλοντισμός των αγορών, δηλαδή η προσπάθεια του κεφαλαίου για να εγκολπώσει προς όφελος του ότι περισσότερο μπορεί από τους κοινούς, φυσικούς πόρους παρά τον φιλοπεριβαλλοντικό μανδύα. Η πράσινη ανάπτυξη, οι έξυπνες πόλεις, ακόμα και αυτή η βιωσιμότητα ως πολιτική διαχείρισης δεν είναι παρά διαφορετικές σκηνές της ίδιας ιστορίας. Γιατί πίσω από όλα αυτά υπάρχει η έννοια της ανθεκτικότητας. Οι κοινωνίες μας και το φυσικό περιβάλλον καλούνται να γίνουν ανθεκτικά. Ανθεκτικά όμως απέναντι σε τί; Όχι απέναντι στην κλιματική αλλαγή ή το όποιο φυσικό φαινόμενο. Καλούνται να δείξουν ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα απέναντι στις όποιες επιλογές του κεφαλαίου. Γιατί η ανθεκτικότητα είναι τελικά μια πολιτική διαχείρισης κρίσεων. Εντασσόμενη σε ένα πλαίσιο θεωριών ισσοροπίας, διαμορφώνει το πλαίσιο εντός του οποίου προτείνονται οι λύσεις στα προβλήματα που ανακύπτουν από τις δομικές κρίσεις μέσω των οποίων αναπαράγεται το παρόν σύστημα παραγωγής. Δηλαδή, διαμορφώνει τους τρόπους με τους οποίους αυτό μπορεί να διατηρείται και να διαιωνίζεται παρά τις κρίσεις που το ίδιο δημιουργεί. Στη λογική αυτή, η προσαρμογή αποτελεί ένα από τα πιο διαχρονικά εργαλεία προς αυτή την κατεύθυνση.

Αναφέρω όλα τα παραπάνω γιατί, αν θέλουμε πραγματικά να διαμορφώσουμε ένα ριζικά διαφορετικό περιβαλλοντικό πρόγραμμα, λόγο και πρακτική, πρέπει αρχικά να καταλάβουμε το βάθος της αστικής διαχείρισης ως προς το περιβάλλον. Σε δεύτερο χρόνο πρέπει να αποδεσμευτούμε πλήρως από αυτές. Θα ήμουν αφελής αν υποστήριζα ότι κάτι τέτοιο είναι απλό ή ότι αρκεί να γραφτεί στις γραμμές ενός αριστερού, ριζοσπαστικού προγράμματος. Απαιτούνται επεξεργασίες, πράξεις, δεσμεύσεις αλλά και αποδεσμεύσεις από πολιτικές που ήταν και είναι τελικά στο βάθος τους συντηρητικές. Αλλά ακόμα και η αποκάλυψη των αντιφάσεων που εμπεριέχουν οι εφαρμογές της κυρίαρχης εκδοχής της βιώσιμης ανάπτυξης είναι χρήσιμη προς αυτή την κατεύθυνση. Διότι αυτές οι ίδιες οι πολιτικές αντί για «συνοχή», «σταθερότητα» και «βιωσιμότητα», καταλήγουν να επιτείνουν την άνιση ανάπτυξη, τις επαναλαμβανόμενες περιβαλλοντικές κρίσεις και να διαμορφώνουν έναν όλο και λιγότερο βιώσιμο παρόν. Και την ίδια στιγμή απαιτείται και αποδέσμευση από το φαντασιακό της ανάπτυξης που ταυτίζεται τελικά με την καπιταλιστική μεγέθυνση. Λαοί, κοινωνίες και πόλεις για να «αναπτυχθούν» καλούνται να θυσιάσουν τους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους ανεβαίνοντας μια σκάλα που φαίνεται να οδηγεί πολύ περισσότερο στην καταστροφή παρά στην ευμάρεια. Η αποδέσμευση από αυτά τα φαντασιακά είναι ίσως και ένα πρώτο, μικρό βήμα προς μια ανατρεπτική περιβαλλοντική και κοινωνική πράξη.

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…