Ο πρόεδρος της Βολιβίας Λουίς Άρσε (αριστερά) και ο ηγέτης του κόμματος MAS Έβο Μοράλες (δεξιά) αποδίδουν τιμές στην wiphala (1) κατά τη διάρκεια τελετής στην Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας, στις 12 Οκτωβρίου 2021 (David Flores/Picture Alliance/Getty Images)

Η πολιτική κρίση που ξεκίνησε στη Βολιβία με το πραξικόπημα του 2019 δεν έχει τελειώσει. Με το MAS στα πρόθυρα της ρήξης μεταξύ μιας «ριζοσπαστικής» και μιας «ανανεωτικής» τάσης, οι τολμηρές πολιτικές λάμπουν δια της απουσίας τους∙ κανείς δεν τολμά ούτε καν να σκεφτεί την εθνικοποίηση της εξορυκτικής βιομηχανίας ή την απαλλοτρίωση αγροτοβιομηχανικών επιχειρήσεων που χρηματοδότησαν το πραξικόπημα του 2019.   

Toυ Vladimir Mendoza Manjón*, 18.04.23, Πηγή: https://jacobinlat.com/2023/04/18/el-proceso-de-cambio-en-la-encrucijada/

 

Η βολιβιανή πολιτική κρίση που ξεκίνησε το 2019 με το πραξικόπημα δεν ξεπεράστηκε αλλά μάλλον πήρε νέους δρόμους. Ένας από αυτούς είναι οι εσωτερικές διαμάχες στην κύρια πολιτική δύναμη της χώρας, το Κίνημα για τον Σοσιαλισμό–Πολιτικό  Όργανο για την Κυριαρχία των Λαών (MAS-IPSP, Movimiento al Socialismo–Instrumento Político por la Soberanía de los Pueblos), που απειλούν να το διασπάσουν σε δύο ή περισσότερα κόμματα. Ένας άλλος είναι η συνεχής πραξικοπηματική αναταραχή που εξαπολύεται από τους ακροδεξιούς πολιτικούς και τα προσκείμενα σ’ αυτούς μέσα ενημέρωσης. Σ’ αυτό το σενάριο πρέπει να προστεθούν και οι επιπτώσεις μιας κρίσιμης διεθνούς οικονομικής και γεωπολιτικής κατάστασης, η οποία εκδηλώνεται στη Βολιβία το τελευταίο διάστημα με πιέσεις για υποτίμηση του εθνικού νομίσματος λόγω της έλλειψης δολαρίων.

Φυγή κεφαλαίων και πιέσεις για υποτίμηση

Τον Ιούνιο του 1939, ο πρόεδρος German Busch διέπραξε ένα εθνικιστικό ολίσθημα εκδίδοντας ένα διάταγμα που υποχρέωνε τις καπιταλιστικές εταιρείες –τους μεγάλους βαρόνους του κασσίτερου– να συγκεντρώνουν τα έσοδα από τις εξαγωγές στην Κεντρική Τράπεζα. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε και οι τιμές και η ζήτηση για μεταλλεύματα επρόκειτο να αυξηθούν. Οι κρεολικές ελίτ εξοργίστηκαν από την απόφαση αυτή (ήταν μια από τις πρώτες απόπειρες σχετικής κρατικής αυτονομίας έναντι των κυρίαρχων τάξεων), και ο Busch κατέληξε να «αυτοκτονήσει» δύο μήνες αργότερα.

Στη συνέχεια, στα μέσα της δεκαετίας του 1940, ένας άλλος αξιωματικός του Στρατού με μεγαλύτερη δόση εθνικισμού ήρθε στην εξουσία και επιχείρησε παρόμοια μέτρα, τα οποία θεωρήθηκαν ασυγχώρητα από τη «φεουδαρχική αστική τάξη». Ο Gualberto Villarroel κατέληξε κρεμασμένος από ένα φανάρι στην Plaza Murillo.

Μόνο η θριαμβευτική εργατική και λαϊκή εξέγερση του 1952 επέβαλε τις πολιτικές προϋποθέσεις για να συγκεντρωθεί το συνάλλαγμα των εξαγωγέων στην Κεντρική Τράπεζα. Ωστόσο, με το νεοφιλελεύθερο οδοστρωτήρα των δεκαετιών του ογδόντα και του ενενήντα του 20ου αιώνα, οι ντόπιοι καπιταλιστές κατάφεραν να αποκτήσουν την ελευθερία να μεταφέρουν τα χρήματά τους σε φορολογικούς παραδείσους. Αυτό το μέτρο ισχύος υπέρ της μεγαλοαστικής τάξης των γαιοκτημόνων, μετά από δεκαπέντε χρόνια διακυβέρνησης του Κινήματος προς το Σοσιαλισμό, δεν έχει ανατραπεί.

Το σημερινό σενάριο της παγκόσμιας οικονομικής αβεβαιότητας αντιμετωπίστηκε με νομισματική συγκέντρωση στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι κεντρικές τράπεζες των δυτικών δυνάμεων αύξησαν τα επιτόκια προκειμένου να περιορίσουν τον πληθωρισμό. Το μέτρο αυτό έχει επιπτώσεις στις εξαρτημένες οικονομίες με δύο τουλάχιστον τρόπους: το εξωτερικό χρέος γίνεται ακριβότερο και το συνάλλαγμα από τις εξαγωγές του ιδιωτικού κεφαλαίου αιχμαλωτίζεται από το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ιμπεριαλιστικών χωρών, αυξάνοντας έτσι κατά πολύ την παραδοσιακή φυγή κεφαλαίων από την περιφέρεια προς το κέντρο.

Παρά το γεγονός ότι η Βολιβία έσπασε το ρεκόρ των εξαγωγών της το 2022 –πάνω από 13 δισεκατομμύρια δολάρια– το μερίδιο του κράτους στην παραγωγή έχει μειωθεί σημαντικά. Η μεταλλευτική (κυρίως χρυσός) και η αγροτοβιομηχανική αστική τάξη είναι εκείνες που έχουν ενισχύσει το οικονομικό τους βάρος. Αυτό συμβαίνει χάρη στις αμέτρητες παροχές – επιδοτήσεις καυσίμων, πιστώσεις, παραχωρήσεις μεταλλείων, χαμηλοί φόροι στην παραγωγή, χαμηλοί φόροι στις εισαγωγές εργαλείων παραγωγής κ.λπ.– που παρέχει η κυβέρνηση του MAS.

Μέχρι πρόσφατα, αυτό το μοντέλο συσσώρευσης έκρυβε τα ρήγματά του χάρη στο γεγονός ότι το κράτος είχε τον έλεγχο ενός σημανικού ποσοστού των εξαγωγών λόγω του όγκου της παραγωγής υδρογονανθράκων. Η στασιμότητα ή και οπισθοδρόμηση αυτού του τομέα, σε συνδυασμό με την κρίσιμη διεθνή συγκυρία, κάνουν το ημι-αναπτυξιακό μοντέλο του MAS να αρχίσει να παραπαίει. Με ιστορικούς όρους, πρόκειται για το κυκλικό κόστος μιας καθυστερημένης καπιταλιστικής οικονομίας που προωθεί μόνο τους κλάδους παραγωγής εξαγώγιμων προϊόντων και εξαρτάται έντονα από την εισαγωγή τεχνολογίας, εργαλείων παραγωγής, ακόμη και εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού.

Ενώ η φυγή κεφαλαίων εξαντλεί συστηματικά τα διεθνή νομισματικά αποθέματα, έχει εκδηλωθεί στη χώρα έλλειψη δολαρίων, επιβάλλοντας μια παράλληλη συναλλαγματική ισοτιμία που υποτιμά το εθνικό νόμισμα έναντι του δολαρίου. Η Κεντρική Τράπεζα προσφέρεται να πουλήσει δολάρια στην επίσημη ισοτιμία (6,96 βολιβιανά για 1 δολάριο ΗΠΑ) αλλά έχει μεγάλες λίστες αναμονής, ενώ οι άτυποι πωλητές και τα ανταλλακτήρια αυξάνουν κατά βούληση την τιμή του ξένου νομίσματος σε επίπεδα που δεν έχουν παρατηρηθεί εδώ και πολύ καιρό. Τα χαμηλά ποσοστά πληθωρισμού της Βολιβίας απειλούνται από την άνοδο του δολαρίου. Η κυβέρνηση επέλεξε να ψηφίσει έναν «Νόμο για τον χρυσό», για να εξουσιοδοτήσει την Κεντρική Τράπεζα να αγοράζει το ορυκτό από τους εξαγωγείς και να εξισορροπεί έτσι τα διεθνή αποθέματα, καθώς και να προσφερθεί να αγοράζει ακριβότερα δολάρια από επιχειρηματίες, αν και ούτε το ένα ούτε το άλλο φαίνεται να λειτουργούν ως πραγματικά ανακουφιστικά μέτρα.

Βέβαια, το βασικό πρόβλημα της βολιβιανής οικονομίας, όπως και στις άλλες περιφερειακές οικονομίες του καπιταλισμού, είναι η χρήση των συναλλαγματικών εσόδων στις φάσεις της οικονομικής επέκτασης (η Βολιβία είχε συνεχή ανάπτυξη για περισσότερα από δέκα χρόνια), για την αναπαραγωγή των σχέσεων εξάρτησης και την προώθηση της εισαγωγής αγαθών για τις εξορυκτικές, εξαγωγικές, αγροτοβιομηχανικές και καταναλωτικές βιομηχανίες, διαιωνίζοντας τη δυσχερή κατάσταση των άλλων βιομηχανικών κλάδων. Η εξαρτημένη και ημιαποικιακή δομική συγκρότηση της Βολιβίας δεν τροποποιήθηκε ουσιαστικά από τις μεταρρυθμίσεις που εισήχθησαν στο πλαίσιο της «διαδικασίας αλλαγής».

Εν τω μεταξύ, στο εσωτερικό του MAS έχει ξεσπάσει μια σκληρή μάχη μεταξύ της αυτοαποκαλούμενης «ριζοσπαστικής» τάσης από τη μια πλευρά και της «ανανεωτικής» από την άλλη. Φυσικά, κανένας αγωνιστής του MAS δεν είναι αρκετά «ριζοσπαστικός» ή «ανανεωτικός» για να σκεφτεί την εθνικοποίηση της παραγωγής του χρυσού ή απαλλοτριώσεις όσον αφορά τους αγροτοβιομήχανους που χρηματοδότησαν το πραξικόπημα του 2019. Ακόμα χειρότερα. Η πολιτική ανεπάρκεια φτάνει τόσο μακριά, ώστε ούτε ο Λουίς Άρσε ούτε ο Έβο Μοράλες έχουν κάνει την παραμικρή νύξη για να επαναλάβουν μια στοιχειώδη κίνηση του ιστορικού βολιβιανού εθνικισμού, δηλαδή να θέσουν υπό τον έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας το συνάλλαγμα που η αστική τάξη μεταφέρει σήμερα στον Παναμά ή την Ελβετία.

Στα πρόθυρα της ρήξης

Ακόμη και οι πιο μελετημένοι στοχασμοί όσον αφορά την εσωτερική κρίση του Κινήματος προς το Σοσιαλισμό έχουν έναν τόνο που διαπνέεται από αγωνία. Για παράδειγμα, ο πρώην αντιπρόεδρος Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα προσέφυγε στον Τύπο για να προτείνει μέτρα για να «σώσει» το MAS από μια όλο και πιο κοντινή διάσπαση: συναντήσεις συνεννόησης μεταξύ του Λουίς Άρσε και του Έβο Μοράλες, παραίτηση και των δύο από την επόμενη υποψηφιότητα υπέρ νέων στελεχών, μείωση τoυ τόνου των διαφωνιών, προετοιμασία συνεδρίου ενότητας κ.ο.κ. Όλα αυτά αντικατοπτρίζουν τη στάση κάποιου που βλέπει τους δεσμούς μεταξύ των σκοπών και των μέσων της πολιτικής του οργάνωσης να έχουν διαρραγεί, χωρίς όμως να εντοπίζει τη σωστή μέθοδο για την ανασυγκρότησή τους. Όπως όταν ένας άνθρωπος που έχει χαθεί στο δάσος και ξέρει ότι πρέπει να βρει ένα μονοπάτι για να γυρίσει στο σπίτι του, αλλά δεν έχει ιδέα προς ποιά κατεύθυνση να αρχίσει να περπατάει. Στην πολιτική, πρόκειται για μια κρίση στρατηγικού ορίζοντα.

Στην ομιλία του στη δημόσια εκδήλωση για τον εορτασμό της 28ης επετείου του MAS-IPSP, ο Έβο Μοράλες έριξε δηλητηριασμένα βέλη στους εσωτερικούς του αντιπάλους∙ σκληρές φράσεις, γεμάτες εκνευρισμό, αλλά προγραμματικά ασαφείς και χωρίς στρατηγική στόχευση. Οι «ριζοσπάστες» του κόμματος θεωρούνται ως τέτοιοι στο βαθμό που υποστηρίζουν μέχρι τις έσχατες συνέπειες την αδιαμφισβήτητη ηγεσία του Έβο. Οι «ανανεωτές», από την πλευρά τους, περιορίζουν όλη την επιδίωξή τους για ανανέωση, στην αλλαγή αυτής της ηγεσίας. Πρόκειται για μια διαμάχη για τον έλεγχο της κυβέρνησης, η οποία μέχρι στιγμής αφορά τη διαχείριση (όχι την εμβάθυνση ή την επανεκκίνηση) του ημι-εθνικιστικού μοντέλου της «διαδικασίας της αλλαγής», αλλά σε ένα οικονομικό, πολιτικό και γεωπολιτικό πλαίσιο που είναι διαφορετικό από εκείνο της πρώτης κυβέρνησης του MAS.

Το μόνο πολιτικό πλαίσιο που μπορούν να δουν και οι δύο τάσεις είναι ο σεβασμός της ιστορικής συμφωνίας που υπογράφηκε με τις ντόπιες και ξένες κυρίαρχες τάξεις το 2009: ένα μοντέλο κρατικής παρέμβασης χωρίς σημαντικές επιπτώσεις στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με ορισμένες παραχωρήσεις οικονομικών και πολιτικών δικαιωμάτων στις λαϊκές μάζες. Ο κρίσιμος παράγοντας που καθιστά δυνατή μια τέτοια συμφωνία είναι το MAS ως ενιαίο και πλειοψηφικό κυβερνών κόμμα, δεδομένης της υποστήριξης που απολαμβάνει μεταξύ των πιο εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων τάξεων της Βολιβίας. Τα πιο ισχυρά τμήματα της αστικής τάξης έχουν ήδη εκφράσει τη γνώμη τους: θεωρούν ότι η συμφωνία τους με το καθεστώς που γεννήθηκε με το Σύνταγμα του 2009 είναι παρωχημένη, γι’ αυτό και προώθησαν το πραξικόπημα του 2019. Η αλλαγή αυτού του κρατικού μοντέλου, ο εξοβελισμός του MAS, η απαξίωσή του, η διαίρεσή του, η αποθάρρυνση και η σύγχυση της κοινωνικής του βάσης προκειμένου να εγκαθιδρύσουν νέους συσχετισμούς δύναμης στις οικονομικές πολιτικές (εργασιακές, αγροτικές, γεωπολιτικές), αποτελεί πρώτιστο καθήκον για τις κυρίαρχες τάξεις.

Είναι σε θέση το MAS να διατηρήσει τον «δεσμό» με την αστική τάξη των γαιοκτημόνων, αν διασπαστεί σε δύο (ή περισσότερους) εκλογικούς μηχανισμούς; Θα έχει το MAS –ή οποιαδήποτε από τις φράξιές του– επαρκή φερεγγυότητα για να μπορέσει να στηρίξει ένα πολιτικό καθεστώς που πλήττεται από οικονομική αστάθεια; Αυτά είναι μερικά μόνο από τα ερωτήματα που απασχολούν το πολιτικό σκηνικό της Βολιβίας.

Ακροδεξιά αναταραχή

Το 1985, ο τότε πρόεδρος της Βολιβίας, έκανε μια ανατριχιαστική δήλωση: «Η Βολιβία πεθαίνει». Αμέσως μετά, εφάρμοσε στη χώρα που ψυχοραγούσε μια θεραπεία σοκ, με μια μεγάλη δόση ιδιωτικοποιήσεων των δημόσιων επιχειρήσεων, την καταστροφή των συνδικάτων και την εργασιακή ανασφάλεια. Τα πολιτικά παιδιά και τα εγγόνια αυτού του προέδρου, βρήκαν πρόσφατα αφορμή για μια εκστρατεία καταστροφολογίας σχετικά με μια οικονομική κρίση που οφείλεται στις «υπερβολικές δημόσιες δαπάνες», το «δημοσιονομικό έλλειμμα» και τη «διαφθορά». Αυτοί οι πολιτικοί της δεξιάς αντιπολίτευσης έχουν καταδικαστεί εδώ και 15 χρόνια να λειτουργούν ως τσαρλατάνοι του πανηγυριού που προφητεύουν (εύχονται, στην πραγματικότητα) μια οικονομική καταστροφή στη χώρα. Για να φτάσει η Δεξιά στην κυβέρνηση μέσω της κάλπης,  φαίνεται ότι το μόνο πιθανό σενάριο είναι μια χώρα σε κατάρρευση και μια κουρασμένη και αποθαρρυμένη κοινωνία.

Στις 28 Δεκεμβρίου της περασμένης χρονιάς συνελήφθη ο κυβερνήτης της Σάντα Κρουζ, σημαντικός αντίπαλος της κυβέρνησης μέχρι τότε. Κατηγορούμενος για σοβαρά εγκλήματα που σχετίζονται με τον ρόλο του ως συντονιστή των συνωμοσιών που οδήγησαν σε αστυνομικό, στρατιωτικό, κληρικό και πολιτικό πραξικόπημα το 2019, ο Φερνάντο Καμάτσο προσπάθησε να εξασφαλίσει την ατιμωρησία του μέσω διαφόρων ελιγμών, συμπεριλαμβανομένης της οργάνωσης μιας βίαιης «απεργίας των πολιτών» στη Σάντα Κρουζ, που διήρκεσε περισσότερο από έναν μήνα. Κατά τη διάρκεια της απεργίας συγκρότησε ομάδες κρούσης για να αποκλείσουν τους κεντρικούς δρόμους της πόλης, να επιτεθούν σε λαϊκές γειτονιές και να κάψουν την έδρα της Αγροτικής Ομοσπονδίας και της Γενικής Εργατικής Συνομοσπονδίας.

Παρά τις προσπάθειές τους, τα μέσα ενημέρωσης και οι πολιτικοί της Δεξιάς δεν κατάφεραν να εξαπλώσουν τις διαμαρτυρίες σε άλλες πόλεις εκτός της Σάντα Κρουζ. Η απομόνωση κατέληξε να αποδυναμώσει τα μέτρα επίδειξης δύναμης του Καμάτσο και τον ανάγκασε να άρει την απεργία, απειλώντας ωστόσο με περισσότερες απόπειρες αποσταθεροποίησης στο μέλλον. Η κυβέρνηση Άρσε έπρεπε να εξουδετερώσει τους πρωτεργάτες αυτής της στασιαστικής ακροδεξιάς και το έπραξε, συλλαμβάνοντας το ηγετικό της πρόσωπο.

Όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, η ικανότητα της ακροδεξιάς να δρα και να προκαλεί ταραχές έγκειται στο μέγεθος της μιντιακής της εμβέλειας. Στην πολιτική κρίση που προκλήθηκε από το πραξικόπημα που έφερε στην εξουσία την Ζανίν Ανιές, η ακροδεξιά έθεσε διάφορα ζητήματα στην ατζέντα της χώρας και επέβαλε το πλαίσιο από το οποίο αντιτάχθηκε και αμφισβήτησε συγκεκριμένα μέτρα της κεντρικής κυβέρνησης. Παρά το γεγονός ότι αποτελούν μειοψηφία στη Νομοθετική Συνέλευση, οι αντιδραστικές δυνάμεις ανέτρεψαν το νομοσχέδιο «κατά των παράνομων κερδών», αφυπνίζοντας το «ιδιοκτησιακό» συναίσθημα αρκετών τμημάτων του πληθυσμού. Προβλέπουν ότι έρχεται η Αποκάλυψη λόγω της συνεχιζόμενης έλλειψης δολαρίων, ενώ με μια κλαδική κινητοποίηση του συνδικάτου των δασκάλων ξεσηκώθηκαν ενάντια στην «κατήχηση» και την «ιδεολογία των φύλων» που η κυβέρνηση επιδιώκει να μεταδώσει στα σχολεία για να καταστρέψει την οικογένεια.

Ο κοινός παρονομαστής όλης αυτής της προπαγάνδας, εκτός του ότι βασίζεται σε τεράστιο όγκο ψεμάτων, παραποιήσεων και μισών αληθειών, είναι ο εξτρεμιστικός της χαρακτήρας. Κάθε αγώνας είναι η τελική μάχη –είτε για τη διάσωση της «οικογένειας», των «αξιών» ή της «δημοκρατίας»– που συνεπάγεται την εξαναγκαστική, συχνά με τον πιο αδέξιο και αποσπασματικό τρόπο, μετατροπή κάθε κινητοποίησης σε προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης.

Η απήχηση της αντίδρασης δεν σχετίζεται άμεσα με την ηγεσία της, αν με τον όρο ηγεσία εννοούμε τη συγκρότηση μιας πολιτικής δύναμης ικανής να εξασφαλίσει κοινωνική νομιμοποίηση με βάση ένα εναλλακτικό, σε σχέση με το σημερινό, εθνικό σχέδιο. Η ακροδεξιά δεν έχει χαρισματικούς ηγέτες και δεν λέει ποτέ ποιο θα ήταν το κυβερνητικό της πρόγραμμα. Τέσσερις μήνες μετά τη φυλάκισή του, ο Φερνάντο Καμάτσο (ο οποίος εξακολουθεί να εκτελεί χρέη κυβερνήτη της Σάντα Κρουζ από το κελί της φυλακής μετά από μια ευνοϊκή απόφαση των δικαστηρίων) βρίσκεται στα πρόθυρα να μετατραπεί σε πολιτικό πτώμα, ενώ η κατάσταση των άλλων αντιπάλων είναι η ίδια ή χειρότερη.

Ωστόσο το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Η ακροδεξιά είναι μια σημαντική δύναμη λόγω της καταστροφικής της ικανότητας. Αυτές οι κοινωνικές και πολιτισμικές δυνάμεις εισέρχονται στην πολιτική αρένα όχι μέσω κομμάτων με τη στενή έννοια, αλλά ως καταλύτες. Όλες οι [ηγετικές] φιγούρες τους είναι περιστασιακές και η επιτυχία τους έγκειται πάντα στην ικανότητά τους να διεγείρουν θλιβερά πάθη και απογοήτευση στις μάζες της μεσαίας τάξης, ακόμη και σε λαϊκά στρώματα.

Οι παραδοσιακές άρχουσες τάξεις επιθυμούν μια μορφή περιφερειακού καπιταλισμού που βασίζεται στην εξαγωγή προϊόντων χαμηλής μεταποίησης και σε ένα ολιγαρχικό πολιτικό καθεστώς, όπου το κράτος λειτουργεί ως διοικητικό συμβούλιο αγροτοβιομηχανικών επιχειρήσεων, των τραπεζιτών και των κτηνοτρόφων. Από την άλλη πλευρά, το πιο δημοκρατικό καθεστώς του πολυεθνικού κράτους απαιτεί έναν καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής με μεγαλύτερη παρουσία του κράτους στην οικονομία, που να καθιστά εφικτή την επέκταση των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων των μαζών και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των λαϊκών στρωμάτων.

Το κίνημα των πληβειακών μαζών είναι το κύριο εμπόδιο για να αποκατασταθεί στο πολιτικό πεδίο η εξουσία που έχει η αγροτοβιομηχανική αστική τάξη στην οικονομία. Tο τμήμα αυτό της αστικής τάξης, αποτελεί και το κύριο εμπόδιο για να περάσει ο «τυπικός» εκδημοκρατισμός του πολυεθνικού καθεστώτος στην πραγματική (κοινωνική και οικονομική) ζωή υπέρ των εργαζομένων. Το MAS είναι ο κρίκος που καθιστά δυνατή τη –λίγο πολύ σταθερή– συνύπαρξη μεταξύ των δύο πόλων. Τι θα συμβεί αν αυτός ο κρίκος καταλήξει να σπάσει ή να γίνει πολύ αδύναμος;

 

* Vladimir Mendoza Manjón: καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικών Επιστημών του Universidad Mayor de San Simón, Κοτσαμπάμπα, Βολιβία. Πρώην στέλεχος της Ένωσης Εκπαιδευτικών της Κοτσαμπάμπα.

 

Σημείωση για τη φωτογραφία:

1.- Wiphala: είναι η σημαία των ιθαγενών λαών των Άνδεων που περιλαμβάνουν το Περού, τη Βολιβία, τη Χιλή, τον Ισημερινό, τη βορειοδυτική Αργεντινή και τη νότια Κολομβία. Το Σύνταγμα της Βολιβίας του 2009 (άρθρο 6, τμήμα ΙΙ) καθιέρωσε τη Wiphala ως σημαία της Βολιβίας, μαζί με την τρίχρωμη κόκκινη-κίτρινη-πράσινη.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…