Η εισβολή του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία βασίζεται σε προφανώς αντιδραστικές προφάσεις. Η Αριστερά δεν έχει καμία σχέση με την ατζέντα του και δεν πρέπει να απολογείται για την αντίθεσή της σε μια στρατιωτική απάντηση των ΗΠΑ.
Πηγή: Jacobin (24.2.22) | Μετάφραση: Α.Λ. – Στη φωτογραφία: Αστυνομικός καταγράφει με το κινητό του διαδηλωτή κατά του πολέμου στην Αγ. Πετρούπολη, χθες Πέμπτη, 23/2. Το πλακάτ γράφει «Όχι στον βομβαρδισμό της Ουκρανίας»
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι αποκρουστική. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε ισχυριστεί τη Δευτέρα ότι το «καθεστώς του Κιέβου» αρνείται οποιαδήποτε επίλυση της σύγκρουσης στο Ντονμπάς εκτός από «στρατιωτικά μέσα». Ο Ρώσος πρόεδρος σκοπεύει τώρα να την επιλύσει με μια πολύ μεγαλύτερη αιματοχυσία, η οποία ήδη εκτείνεται πέρα από την περιοχή του Ντονμπάς και ενέχει τον κίνδυνο μιας ευρύτερης ανάφλεξης.
Η ανοιχτή περιφρόνηση του Πούτιν στην ανεξαρτησία της Ουκρανίας εκφράζει μια αντιδραστική πολιτισμική πολιτική, όπως εκφράζεται και στο άρθρο του, στο οποίο αναζητά, σε μεσαιωνικούς μύθους, λόγους για να σκοτώσει και να ακρωτηριάσει στο παρόν. Είναι αλήθεια ότι κάποτε ισχυρίστηκε ότι η πτώση της ΕΣΣΔ ήταν η «μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή» του περασμένου αιώνα. Ωστόσο, δεν ήταν τυχαίο ότι αυτή την εβδομάδα παρουσίασε τον Λένιν ως τον «αρχιτέκτονα» της Ουκρανίας, ο οποίος είχε ανατρέψει μια παλαιότερη, και επομένως πιο αυθεντική, τσαρική αυτοκρατορική τάξη.
Η κυβέρνηση Πούτιν έχει σίγουρα αντλήσει νομιμοποίηση από τη μετασοβιετική δυσφορία της Ρωσίας. Το δόγμα της στρατιωτικοποιημένης σταθερότητας της κυβέρνησής του εδραιώθηκε σε μια ατμόσφαιρα γνήσιας λαϊκής απόγνωσης μετά την διάλυση της πρότερης του 1991 κοινωνικής κατάστασης. Μια σειρά από συνοριακές συγκρούσεις ριζοσπαστικοποίησαν, με τη σειρά τους, τον εθνικιστικό ρεβανσισμό του. Αλλά, η επιμονή του αυτή την εβδομάδα για την «πραγματική αποκομμουνιστικοποίηση» της Ουκρανίας, με τη διάλυσή της, έδειξε το μίσος του ακόμη και για την πιο επίσημη σοβιετική ρητορική της «αδελφοσύνης μεταξύ των λαών».
Ο Πούτιν δεν οδηγήθηκε στην εισβολή από τη δυτική απειλή ή από μια μικρή αλλά μαχητική ακροδεξιά μειονότητα στην Ουκρανία. Ωστόσο, πρέπει να αναγνωριστεί σαφώς ότι οι ενέργειες της Δύσης συνέβαλαν στο να ανοίξει ο δρόμος. Όχι μόνο επειδή η επέκταση του ΝΑΤΟ μετά το 1991 έχει περικυκλώσει τη Ρωσία ή έχει διευκολύνει τους μιλιταριστές της να ισχυρίζονται ότι τα εδάφη που καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου απειλούνται και πάλι. Επειδή, επιπλέον, η προσποίηση του Πούτιν όσον αφορά την υπεράσπιση των μειονοτήτων στο Ντονμπάς βασίζεται σε ένα πολυχρησιμοποιημένο εγχειρίδιο «ανθρωπιστικής» επέμβασης.
Η παρατήρηση ότι αυτοί που κατέστρεψαν το Ιράκ, τη Λιβύη και τη Γιουγκοσλαβία δεν έχουν δικαίωμα να καταδικάσουν την εισβολή της Ρωσίας δεν αποτελεί άσκηση «διμερούς προσέγγισης». Άτομα όπως οι Μπλερ, Κλίντον, Τραμπ και Πούτιν βρίσκονται συχνά στην ίδια πλευρά μέσω της υλικής συνεργασίας στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και της κοινής υπονόμευσης του διεθνούς δικαίου, που όλοι ισχυρίζονται ότι υπερασπίζονται. Η Ουάσιγκτον επανειλημμένως έχει συμμαχήσει με δεσποτικούς ηγέτες, τους έχει θεωρήσει αναξιόπιστους και στη συνέχεια έχει εξαπολύσει στρατιωτικές επιθέσεις εναντίον τους, που το μόνο που κατάφεραν ήταν να εξαπλώσουν το χάος. Η Αριστερά έχει καθήκον να θυμάται αυτές τις καταστροφές και να αποτρέπει την επανάληψή τους στο παρόν.
Αυτός ο πόλεμος έχει επίσης ευρύτερες συνέπειες για την εσωτερική πολιτική, ακόμα και στη Ρωσία, όπου μια μικρή οργανωμένη αντιπολεμική αριστερά αντιμετωπίζει έναν ισχυρό κρατικό μηχανισμό ασφαλείας. Δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ότι η πλειοψηφία των Ρώσων είναι υπέρ του πολέμου: δημοσκόποι όπως το Levada Center υποδεικνύουν ότι υπάρχει πολύ μικρότερη υποστήριξη για την αναγνώριση των αυτονομιστικών δημοκρατιών του Ντονμπάς (πόσο μάλλον για μια μεγάλης κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία) απ’ ό,τι υπήρχε για την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Αλλά η ανοιχτή αντίσταση των πολιτών θα ερχόταν αντιμέτωπη με σκληρή καταστολή.
Εάν η σύγκρουση περιοριστεί στο σημερινό της εύρος, τα κύρια θύματά της θα είναι οι άμαχοι στην Ουκρανία και στις δύο πλευρές των αμφισβητούμενων πλέον συνόρων στο Ντονμπάς. Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πώς μπορεί να αντιδράσει η κυβέρνηση του Βολοντίμιρ Ζελένσκι, δεδομένης της πίεσης από τις σκληροπυρηνικές εθνικιστικές δυνάμεις στο εσωτερικό, της μεγάλης ανισορροπίας δυνάμεων και της εξάρτησής από τη δυτική βοήθεια. Η έκκλησή του στον ρωσικό πληθυσμό, στη γλώσσα που μοιράζεται με τόσους ανθρώπους στην γενέτειρά του, ήταν σίγουρα αξιοθαύμαστη.
Όσον αφορά τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, ακόμη και αν δεν στείλουν στρατεύματα στην Ανατολική Ευρώπη, μπορούμε να περιμένουμε μια πολεμική ατμόσφαιρα που ίσως να θυμίζει εκείνη που ακολούθησε την 11η Σεπτεμβρίου, με συκοφαντίες κατά των υποτιθέμενων «μαριονετών του Πούτιν» και δραστικά μέτρα κατά των μέσων ενημέρωσης που ελέγχονται ή υποτίθεται ότι ελέγχονται από τη Μόσχα.
Ένα βασικό σημείο αριστερής πολιτικής θα είναι η αντίσταση ενάντια στην ήδη παρεμβατική επιτήρηση του δημόσιου λόγου από τους γίγαντες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τον κρατικό Μακαρθισμό. Μια άλλη θα είναι η υπεράσπιση του δικαιώματος των προσφύγων πολέμου – και των πιθανών συνεπειών του όσον αφορά τον παγκόσμιο εφοδιασμό τροφίμων – να εγκατασταθούν στην Ευρώπη.
Τις τελευταίες εβδομάδες, η πολιτική και μιντιακή ρητορική των δυτικών χωρών είχε ως στόχο, σε μεγάλο βαθμό, την απονομιμοποίηση της αριστεράς και των αντιπολεμικών δυνάμεων στο εσωτερικό των χωρών. Αυτό δείχνει επίσης πόσο ανίκανες και εκτός πραγματικότητας αποδεικνύονται σε σχέση με τα γεγονότα στην Ουκρανία. Οι φιλελεύθεροι ειδήμονες μιλούν συχνά για άτομα και ομάδες που χρηματοδοτούνται από τον Πούτιν τόσο στην ευρωπαϊκή άκρα αριστερά όσο και στην άκρα δεξιά. Ωστόσο, δεν υπάρχουν σοσιαλιστικά κόμματα που να χρηματοδοτούνται από Ρώσους τραπεζίτες και ολιγάρχες, όπως οι Βρετανοί Συντηρητικοί, η Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν ή η ιταλική Λέγκα. Η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Πούτιν σίγουρα τους έχει φέρει σε δύσκολη θέση, όμως εξ’ αρχής, οι σοσιαλιστές ποτέ δεν τον θαύμαζαν.
Ακόμα και σε σύγκριση με την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, η Αριστερά, στις περισσότερες χώρες, είναι πολύ λιγότερο προετοιμασμένη πολιτικά και οργανωτικά για να αντιμετωπίσει την τρέχουσα κρίση, πόσο μάλλον να δράσει αποτελεσματικά για να την σταματήσει. Αλλά, τουλάχιστον, μπορούμε να σταθούμε σε ορισμένες βασικές αρχές: την κατηγορηματική απόρριψη της χρήσης στρατιωτικής βίας, την άρνηση να δώσουμε δίκιο σε μια ομάδα στρατηγών που επικαλείται τα εγκλήματα μιας άλλης και, πάνω απ’ όλα, την υπεράσπιση του δικαιώματός μας να μιλάμε χωρίς φόβο, όπως επιβάλλει η συνείδησή μας.
* O David Broder είναι ιστορικός, εκδότης του περιοδικού Jacobin’s (Europe) και συγγραφέας του First They Took Rome (Verso, 2020).
* O David Broder είναι ιστορικός, εκδότης του περιοδικού Jacobin’s (Europe) και συγγραφέας του First They Took Rome (Verso, 2020).