Πηγή: Jacobin | Μετάφραση: Ηρώ Μαρίνου

Μετά την επιστροφή στη δημοκρατία που κερδήθηκε με μεγάλο κόπο, η Πορτογαλία θεωρούνταν σχεδόν απρόσβλητη από μια άνοδο της Ακροδεξιάς. Στις εκλογές της 30ης Ιανουαρίου, το κόμμα «Θεός, Πατρίδα, Οικογένεια» εξέλεξε 12 βουλευτές – τον μεγαλύτερο αριθμό μετά το τέλος της δικτατορίας.

Οι πορτογαλικές εκλογές της 30ής Ιανουαρίου αποτέλεσαν μια σκληρή ήττα για τα κόμματα στα αριστερά του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS) και παράλληλα εδραίωσαν τις ακροδεξιές δυνάμεις της χώρας. Λαμβάνοντας περίπου το 42% των ψήφων, ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός Αντόνιο Κόστα κέρδισε απροσδόκητα μια απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, την ώρα που το ακροδεξιό Σιέγκα (Chega: Αρκετά!) αύξησε τις έδρες του, από μία σε δώδεκα, σε σύνολο 230 εδρών, και έγινε η τρίτη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στη χώρα.

Έτσι, το Σιέγκα ξεπέρασε τα κόμματα της Αριστεράς που υπέστησαν μια βαριά ήττα. Το Αριστερό Μπλόκο (ΒΕ) έχασε δεκατέσσερις έδρες –από δεκαεννιά, έβγαλε πέντε–, ενώ το Πορτογαλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCP) από δώδεκα, έξι. Οι Πράσινοι, οι οποίοι από το 1983 πάντα συνεργάζονταν με το Κομμουνιστικό Κόμμα, έμειναν εκτός Βουλής. Ωστόσο, το Livre (Ελεύθεροι), που φιλοδοξεί να γίνει ένα φιλοευρωπαϊκό Πράσινο κόμμα, εξέλεξε έναν βουλευτή, όπως και το επικεντρωμένο στα δικαιώματα των ζώων PAN (Άνθρωποι-Φύση-Ζώα).

Ο κατακερματισμός της πορτογαλικής Δεξιάς ήταν φανερός και στις προηγούμενες εκλογές του 2019. Τότε, δύο νέα κόμματα –το Σιέγκα και το φιλελεύθερο συντηρητικό κόμμα Ελεύθερη Πρωτοβουλία (IL)– μπήκαν για πρώτη φορά στη Βουλή, σε βάρος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (PSD), της βασικής κεντροδεξιάς πολιτικής δύναμης. Αυτή η δυναμική επιβεβαιώθηκε την Κυριακή των εκλογών: γενικά οφέλη για το Σιέγκα, αύξηση των εδρών από μία σε οκτώ για την Ελεύθερη Πρωτοβουλία, την ώρα που το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα μείωσε τις έδρες του από εβδομήντα εφτά σε εβδομήντα μία. Ο βασικός της σύμμαχος, το συντηρητικό Δημοκρατικό και Κοινωνικό Κέντρο-Λαϊκό Κόμμα (CDS-PP), το οποίο ιδρύθηκε μετά την επανάσταση του 1974, έμεινε κι αυτό εκτός κοινοβουλίου.

Η νίκη του Κόστα

Δεδομένου ότι ο στόχος που έθεσε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα κλονίστηκε, διαψεύδοντας αρκετές προεκλογικές προβλέψεις, το βράδυ των εκλογών ήταν αδιαμφισβήτητα λαμπρό για τους Σοσιαλιστές του Κόστα. Με το κόμμα του να κερδίζει επιπλέον δεκαεννέα έδρες –δηλαδή 117 από τις 230–, ο εκλογικός χάρτης της ηπειρωτικής Πορτογαλίας βάφτηκε ολόκληρος με το ροζ των Σοσιαλιστών. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα κέρδισε μόνο την Αυτόνομη Περιφέρεια της Μαδέρα, το νησί στις δυτικές ακτές του Μαρόκο που φημίζεται για το κρασί και τον τουρισμό του. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν το δεύτερο καλύτερο ποσοστό των Σοσιαλιστών στην ιστορία της πορτογαλικής δημοκρατίας. Πριν από την Κυριακή αυτών των εκλογών, είχαν κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία μόνο το 2005, υπό την προεδρία του Ζοζέ Σόκρατες.

Εκείνη την εποχή, το Σοσιαλιστικό Κόμμα ενίσχυσε τη θέση του στο νομοθετικό σώμα υπό τη λογική του «Θέλω, μπορώ και θα κάνω». Πάνω από όλα, το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα είναι αξιοσημείωτο γιατί δίνει ισχυρή εντολή στον Κόστα, ο οποίος επί έξι χρόνια ήταν επικεφαλής μιας κυβέρνησης μειοψηφίας. Από το 2015 έως το 2019, ο Κόστα κυβέρνησε μέσω της αποκαλούμενης Ζερινγκόσα (κατά κυριολεξία «δύσχρηστη κατασκευή»), μιας ρύθμισης βασισμένης σε μια γραπτή συμφωνία με το Μπλόκο της Αριστεράς, το Κομμουνιστικό Κόμμα και τους Πράσινους. Ωστόσο, ήδη από το 2019 μέχρι το τέλος του προηγούμενου χρόνου, ο Κόστα κυβέρνησε δίχως επίσημη συμφωνία, αλλά διαπραγματευόμενος νομοσχέδιο το νομοσχέδιο, προϋπολογισμό τον προϋπολογισμό. Σε αυτά τα χρόνια, περισσότερο από το 70% των νόμων που ενέκρινε το κόμμα του Κόστα, πέρασε με την υποστήριξη των κεντροδεξιών Σοσιαλδημοκρατών.

Στα τέλη του 2021, αυτή κατάσταση είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Ο Κόστα αρνήθηκε να δεχτεί τις περισσότερες από τις προτάσεις προϋπολογισμού από τους συμμάχους του στα αριστερά, που επιδίωκαν την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας και την άρση μεταρρυθμίσεων στην εργασία που είχε επιβάλει η ευρωπαϊκή τρόικα. Αυτή την άκαμπτη στάση την υποστήριξε ο Πρόεδρος, ο οποίος απείλησε να διαλύσει τη βουλή αν δεν εγκρινόταν το οικονομικό σχέδιο. Με την αντίθεση και των αριστερών και των δεξιών στον προϋπολογισμό του Κόστα, αυτό ήταν που συνέβη τελικά.

Όταν προκηρύχτηκαν οι πρόωρες εκλογές, τα κόμματα στα αριστερά των Σοσιαλιστών κατηγόρησαν τον Κόστα ότι επιβάλλει εκλογές εν μέσω μιας εξελισσόμενης πανδημίας μόνο για να πετύχει την απόλυτη πλειοψηφία – ένα πολυπόθητο όνειρο των Σοσιαλιστών, πολύ δύσκολο να γίνει πραγματικότητα με βάση το αναλογικό πορτογαλικό εκλογικό σύστημα. Παρόλα αυτά, οι Σοσιαλιστές κατηγόρησαν με τη σειρά τους τους παλιούς τους συμμάχους για ανευθυνότητα, ακόμα και για το ότι βοηθάνε την Ακροδεξιά να ενισχυθεί πριν από τις γενικές εκλογές, που ήταν να γίνουν το 2023.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης προς τις εκλογές, ο Κόστα απηύθυνε έκκληση για να λάβει αδιαμφισβήτητη εντολή: ένα «δυνατότερο Σοσιαλιστικό Κόμμα», ένα «συμπαγές Σοσιαλιστικό Κόμμα». Μέχρι τη δεύτερη εβδομάδα της εκστρατείας, οι δημοσκοπήσεις άρχισαν να δείχνουν ότι το κεντροδεξιό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα έκλεινε την ψαλίδα της διαφοράς ή ακόμα και ότι θα μπορούσε η νίκη του να είναι καθαρή. Αυτό αντικατόπτριζε και το σοκ των πρόσφατων τοπικών εκλογών, όπου το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα νίκησε τους Σοσιαλιστές στο δημοτικό συμβούλιο της Λισαβόνας με 2500 ψήφους διαφορά.

Αυτό βοήθησε στο να δημιουργηθεί η εντύπωση –η οποία ενισχύθηκε από τις δημοσκοπήσεις και ανακυκλώθηκε στα μέσα ενημέρωσης– μια ισχυρής πόλωσης ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα. Οι υπόλοιποι αριστεροί ψηφοφόροι, θεωρώντας ότι οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν μεγάλη πιθανότητα να επανέλθουν στην εξουσία, κινητοποιήθηκαν, δίνοντας μια τακτικιστική ψήφο στους Σοσιαλιστές. Πολλές από τις επιπλέον ψήφους του Κόστα φαίνεται να προέρχονται από το Μπλόκο της Αριστεράς και τη συμμαχία Κομμουνιστών-Πρασίνων. Το διακύβευμα αυτών των εκλογών εκφράστηκε επίσης στην αυξημένη προσέλευση: ενώ το 2019 η αποχή ήταν στο 51.4%, φέτος, και εν μέσω συνθήκης πανδημίας το ποσοστό αποχής μειώθηκε στο 42%.

Μετά τα χρόνια λιτότητας των αρχών του 2010, η εκλογική βάση των Σοσιαλιστών αγκάλιασε τα κόμματα στα αριστερά τους, όμως σήμερα επέστρεψαν πίσω, δίνοντάς τους απόλυτη πλειοψηφία. Όπως σε όλη την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, τα κόμματα έχουν βιώσει και στην Πορτογαλία συνεχείς μετασχηματισμούς. Ωστόσο, τα δύο μεγάλα κόμματα (Σοσιαλιστές και Σοσιαλδημοκράτες) ακόμα συγκεντρώνουν το 70% των ψήφων. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχει επιδείξει ανθεκτικότητα, την ώρα που τα αδελφά ευρωπαϊκά κόμματα οδηγούνται σε ολοκληρωτική κατάρρευση.

Ενίσχυση της Ακροδεξιάς

Η επιτυχία της Ακροδεξιάς φαινόταν εδώ και πολύ καιρό να έρχεται. Ακόμα και στην πρώτη του εκλογή στο κοινοβούλιο, το 2019, υπήρχαν οι ενδείξεις ότι το Σιέγκα θα αύξανε τα ποσοστά του σε επόμενη αντίστοιχη αναμέτρηση – και πράγματι, ο συνεχής «θόρυβος» των μέσων ενημέρωσης γύρω από το κόμμα αυτό δεν άφηνε περιθώρια για άλλο αποτέλεσμα. Οι εκλογές της 30ής Ιανουαρίου επιβεβαίωσαν αυτήν την πρόγνωση: το Σιέγκα αύξησε τους βουλευτές από 1 σε 12 (11 εκ των οποίων είναι άντρες) και το ποσοστό του από 1.3% (66.000 ψήφους) σε 7.15% (385.000 ψήφους), αν και οι ψήφοι παραμένουν σαφώς λιγότερες από τις 496.000 που ο ηγέτης του κόμματος, Αντρέ Βεντούρα, έλαβε στις προεδρικές εκλογές του περσινού Γενάρη.

Η άνοδος του κόμματος είναι ιδιαιτέρως σημαντική, αν λάβουμε υπόψη τη συζήτηση για τις συμμαχίες στα πορτογαλικά δρώμενα. Τα προεκλογικά σενάρια περιλάμβαναν μια ανανεωμένη μειοψηφική σοσιαλιστική κυβέρνηση, πιθανόν εξαρτώμενη από τις αριστερές πτέρυγες της βουλής, ένα λίγο πολύ ανεπίσημο κεντρώο μπλοκ, υποστηριζόμενο από τους Σοσιαλιστές μαζί με τους Σοσιαλδημοκράτες, όπως συνέβη με την κυβέρνηση του Αντόνιο Γκουτιέρες το 1995-2002, ή ακόμα και μια δεξιόστροφη παραλλαγή της Ζερινγκόσα, στην οποία ο Ρούι Ρίο των Σοσιαλδημοκρατών θα σχημάτιζε μια κυβέρνηση εξαρτώμενη από την Φιλελεύθερη Πρωτοβουλία, τους Χριστιανοδημοκράτες, ακόμα και το Σιέγκα.

Αυτή η προοπτική ήταν το κλειδί που οδήγησε τους αριστερούς ψηφοφόρους στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και η ίδια «χρυσώθηκε» και από το ίδιο το ακροδεξιό κόμμα, το οποίο ανακοίνωσε ακόμα και τα υπουργεία τα οποία ήθελε. Αυτό το σενάριο δεν είναι πρωτόγνωρο, δεδομένου ότι μια τέτοια συμφωνία υπάρχει ήδη στις Αζόρες. Τον Οκτώβριο του 2019, το Σοσιαλιστικό Κόμμα ήρθε πρώτο στις περιφερειακές εκλογές των νησιών αυτών, αλλά οι Σοσιαλδημοκράτες προχώρησαν σε κοινοβουλευτική συμφωνία με το Σιέγκα, το οποίο είχε εκλέξει δύο αντιπροσώπους, μπόρεσαν λοιπόν να κυβερνήσουν με την υποστήριξη της Ακροδεξιάς. Οι Αζόρες είναι μια μικρή περιοχή – αλλά αυτό ήταν ένα μεγάλο βήμα προς την κανονικοποίηση του Σιέγκα και μια δοκιμή για αντίστοιχη λύση σε εθνική κλίμακα.

Ο επικεφαλής των Σοσιλαδημοκρατών ξεκαθάρισε στην εκστρατεία του Ιανουαρίου του 2022 πώς δεν ήθελε μια κυβερνητική συμμαχία με το Σιέγκα. Ωστόσο, ήταν αμφίσημος για άλλες, λιγότερο επίσημες κοινοβουλευτικές συμφωνίες. Στην πραγματικότητα, δεδομένου του πολυκερματισμού της πορτογαλικής Αριστεράς, ο Ρίο δεν είχε τη δυνατότητα να κυβερνήσει χωρίς την υποστήριξη της Ακροδεξιάς. Παράλληλα, δεξιοί σχολιαστές υποστήριζαν πώς, από τη στιγμή που οι Σοσιαλιστές έκαναν συμφωνίες με την αποκαλούμενη Αριστερά, οι Σοσιαλδημοκράτες εξίσου θα μπορούσαν να βρουν συμμαχίες στη δίκη τους πλευρά, με λίγα λόγια ότι χρειάζονταν το Σιέγκα αν θα ήταν ποτέ στην κυβέρνηση. Συνεπώς, η κανονικοποίηση του ακροδεξιού κόμματος άγγιξε ανώτερα επίπεδα.

Αυτός ο κερματισμός είναι ένα σημάδι της ριζοσπαστικοποίησης της πορτογαλικής Δεξιάς. Η Ελεύθερη Πρωτοβουλία ριζοσπαστικοποίησε την οικονομική της ατζέντα, υιοθετώντας μια ανοιχτή νεοφιλελεύθερη γραμμή, που υποστηρίζει μαζικές ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένου ακόμα και του συστήματος υποστήριξης των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας.

Στο μεταξύ, το Σιέγκα, συνδυάζει αυτή την οικονομική γραμμή με έναν εμφατικό ρατσιστικό και ξενοφοβικό λόγο. Η καμπάνια του ήταν επικεντρωμένη κυρίως στην υποτιθέμενη εξάρτηση της κοινότητας των Ρομά από τα κρατικά επιδόματα – βέβαια, όταν ζητήθηκαν στοιχεία από τον αρχηγό του για να αποδείξει τον ισχυρισμό του, αυτός δεν τα έδωσε. Την ώρα που η Πορτογαλία έχει καταργήσει την απάνθρωπη χρήση της θανατικής ποινής από το 1884, το Σιέγκα ανέσυρε το ζήτημα και το έθεσε πάλι στον δημόσιο διάλογο.

Επιπλέον, και τα δύο κόμματα βοήθησαν να ξυπνήσουν οι μνήμες των προταγμάτων της επανάστασης του Απρίλιου του 1974. Για παράδειγμα, υποστηρίζουν την κατάργηση του εθνικού κατώτατου μισθού και την ιδιωτικοποίηση του δημόσιου συστήματος υγείας – δηλαδή, να απωλεστούν οι δύο εμβληματικές κατακτήσεις της επανάστασης. Το Σιέγκα πρότεινε ένα νέο καθεστώς αντί για τη σημερινή δημοκρατία, ανασύροντας συνθήματα από την εποχή της Εστάντου Νόβου, της Δεύτερης Δημοκρατίας, όπως το «Θεός, Πατρίδα και Οικογένεια».

Για κάποια χρόνια, σχολιαστές και πολιτικοί επιστήμονες θεωρούσαν την Πορτογαλία μια εξαίρεση, ακόμα κι αν παντού στην Ευρώπη η Ακροδεξιά κέρδιζε έδαφος, τόσο εκλογικά όσο και κυβερνητικό επίπεδο. Θεωρούταν ότι η μνήμη σχεδόν μισού αιώνα δικτατορίας και οι αξίες της Επανάστασης των Γαρυφάλλων θα την προστάτευαν από μια κοινοβουλευτική Ακροδεξιά. Επιπλέον, τέτοιες σέχτες, όπου υπήρχαν, ήταν περιθωριακές και θρυμματισμένες, πολιτικά ανίκανες και σχετιζόμενες με τη βία και το οργανωμένο έγκλημα.  Αυτό μέχρι που στο προσκήνιο μπήκε το Σιέγκα, αναπαράγοντας τον λαϊκισμό και τη στρατηγική στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του Βοξ (Vox), του ισπανικού αδελφού κόμματος.

Η αποτυχία της κεντρίστικης στρατηγικής των Σοσιαλδημοκρατών, που αντικατοπτρίστηκε στην παραίτηση του ηγέτη τους Ρίο, δείχνει ότι αυτή κεντροδεξιά δύναμη μπορεί επίσης να ριζοσπαστικοποιηθεί για να αποφύγει περαιτέρω απώλειες. Προς το παρόν, αναμένεται να κρατήσει μια διακριτική στάση απέναντι στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, τώρα που εκλέγουν νέο αρχηγό. Το Σιέγκα είναι βέβαιο ότι θα εκμεταλλευτεί αυτή την περίοδο για να πλασαριστεί ως ηγέτιδα δύναμη της αντιπολίτευσης, αμφισβητώντας τη θέση του και αποδοκιμάζοντας αυτό που λέμε «ήπια Δεξιά» (“soft Right”).

Αυτές οι δυναμικές έγιναν ορατές ήδη από τη βραδιά των εκλογών, με τον Σοσιαλδημοκράτη Ρίο να μιλά πριν από τον Αντρέ Βεντούρα, κάτι που δεν συνηθίζεται. Ο Σοσιαλδημοκράτης ηγέτης αναγνώρισε την ήττα του κόμματός του και είπε ότι δεν έχει κανένα νόημα για εκείνον να παραμένει στη θέση του από τη στιγμή που το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα δεν κατάφερε την απόλυτη πλειοψηφία. Ο Βεντούρα απευθύνθηκε στον λαό αμέσως μετά από εκείνον, κάνοντας κριτική στην Κεντροδεξιά και υποσχόμενος πώς «Αντόνιο Κόστα, τώρα σου έρχομαι!»

Η άνοδος του Σιέγκα θα πρέπει να αφυπνίσει κάθε δημοκράτη και να θάψει οριστικά τον μύθο πως η Πορτογαλία είναι απρόσβλητη στην Ακροδεξιά. Με ηγέτη έναν άνθρωπο που έχει καταδίκες για φυλετικές διακρίσεις, από το 2019 το Σιέγκα κανονικοποίησε τον λόγο μίσους και έβαλε σε κίνδυνο δικαιώματα και ελευθερίες που κερδήθηκαν με πολύ κόπο. Οι ηγέτες του τα έκαναν όλα αυτά με έναν εκλεγμένο στο κοινοβούλιο. Τώρα έχουν δώδεκα βουλευτές, μια αποδυναμωμένη Αριστερά και μια πλειοψηφία των Σοσιαλιστών να χρησιμοποιήσουν ως πηγή περαιτέρω ριζοσπαστικοποίησης.

 

 

Διαβάστε επίσης

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…

«Ένα φασιστικό καθεστώς πλησιάζει στη Ρωσία»: Συνέντευξη με τον ρώσο φιλόσοφο Γκρεγκ Γιούντιν

Πηγή: Rebelion (12.04.2022) | Μετάφραση: Α.Λ. Ο Γκρεγκ Γιούντιν είναι φιλόσοφος και…