Η εκεχειρία που έφερε στην Αργεντινή η κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου έληξε πολύ σύντομα.

Η κυβέρνηση του Αλμπέρτο Φερνάντες, η οποία υποστηρίζεται από 14 από τους 23 κυβερνήτες της χώρας, ανακοίνωσε την Πέμπτη 22/12/22 ότι δεν θα συμμορφωθεί με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που διατάσσει να αυξηθεί το ποσοστό των ομοσπονδιακών κονδυλίων που λαμβάνει η πόλη του Μπουένος Άιρες, προπύργιο της πολιτικής αντιπολίτευσης, από 2,32% σε 2,95%.

Η θεσμική κρίση, όπως χαρακτηρίζεται η κατάσταση που βιώνει η Αργεντινή, είναι το τέλος μιας μακράς διαδρομής. Η κυβέρνηση της Αργεντινής είναι ο κύριος φορέας είσπραξης των εθνικών φόρων. Μέρος των κεφαλαίων αυτών, τα λεγόμενα συνδιαχειριστέα κεφάλαια, διανέμονται στις επαρχίες σύμφωνα με έναν πίνακα ποσοστών που καθορίζεται από το νόμο. Το 2016, ο πρόεδρος Μαουρίσιο Μάκρι αύξησε με διάταγμα το ποσό που λαμβάνει η πόλη του Μπουένος Άιρες από 1,40% του συνόλου σε 3,75%, μια πολύτιμη βοήθεια για τον Οράσιο Ροντρίγκεζ Λαρέτα, τον πολιτικό δελφίνo και διάδοχό του στη θέση του δημάρχου του Μπουένος Άιρες.

Η πρωτεύουσα της Αργεντινής, η πλουσιότερη περιφέρεια της χώρας, ήταν το εφαλτήριο από το οποίο ο Μάκρι πέρασε στην εθνική πολιτική, ένα προπύργιο όπου ο περονισμός εμφανίζεται αδύναμος από το 1995, όταν η εκλογή του δημάρχου έπαψε να είναι προνόμιο του προέδρου και άρχισε να γίνεται με λαϊκή ψηφοφορία. Το 2019, ο Περονισμός ανέκτησε την κυβέρνηση αλλά η πρωτεύουσα παρέμεινε στα χέρια της αντιπολίτευσης. Ο πρόεδρος Αλμπέρτο Φερνάντες κληρονόμησε το status quo μιας περιφέρειας που είδε τα έσοδά της να διπλασιάζονται εν μία νυκτί.

Τον Σεπτέμβριο του 2020, μια απεργία της αστυνομίας, έθεσε τον Περονισμό σε κίνδυνο στην επαρχία του Μπουένος Άιρες. Για να χρηματοδοτήσει την αύξηση των μισθών ο Φερνάντεζ στράφηκε στην πρωτεύουσα: μείωσε το ποσοστό από τη φορολογία  που κατευθύνεται σ΄αυτή την περιοχή από 3,75% σε 2,32%. Η αντιπολίτευση αντέδρασε έντονα, πήγε την υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο διέταξε τώρα την εκτελεστική εξουσία να δώσει στην πόλη το 2,95% του συνόλου.

Επιπλέον, ο Κιρχνερισμός, που βρίσκεται στην εξουσία τα 15 από τα τελευταία 20 χρόνια, υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει δικαστικό σώμα στην Αργεντινή, αλλά μια «δικαστική μαφία». Η Κριστίνα Φερνάντες ντε Κίρχνερ, πρώτα ως πρόεδρος μεταξύ 2007 και 2015 και στη συνέχεια ως αντιπρόεδρος από το 2019, προσπάθησε ανεπιτυχώς να μεταρρυθμίσει το δικαστικό σύστημα. Οι συχνές αναφορές της κατά εισαγγελέων και δικαστών κλιμακώθηκαν μετά την καταδίκη της στις 6/12/22 σε έξι χρόνια φυλάκιση για διαφθορά και την ισόβια αφαίρεση του δικαιώματος να κατέχει δημόσιο αξίωμα.

Ο εκλεγμένος πρόεδρος της Βραζιλίας Λούλα, εκφράζοντας την αλληλεγγύη του προς την Κίρχνερ, τόνισε ότι η χώρα του γνωρίζει πολύ καλά τη ζημιά που μπορεί να προκαλέσει στη δημοκρατία το lawfare [η πολιτική χρήση της δικαιοσύνης]. Ο πρόεδρος της Αργεντινής Αλμπέρτο Φερνάντες, υπερασπίστηκε την αθωότητά της, αποκαλώντας την «θύμα μιας απολύτως άδικης δίωξης» ενώ οι χειρονομίες υποστήριξης και η κριτική προς τη δικαιοσύνη πολλαπλασιάστηκαν μεταξύ των υπουργών, των νομοθετών, των κυβερνητών και των δημάρχων του Περονισμού.

(πρόλογος: Α.Λ.)

Το κείμενο της Beatriz Rajland* που ακολουθεί αναφέρεται στην προαναφερόμενη σύγκρουση:

Δημοσίευση 09/01/2023, Πηγή: Fundación de Investigaciones Sociales y Políticas  Μετάφραση: Κυριακή Κλοκίτη

 Εδώ επιχειρείται, σχετικά με την τρέχουσα σύγκρουση, ένας προβληματισμός για τη λεγόμενη δικαστική εξουσία, μια  κριτική προσέγγιση προς μια χειραφετητική προπτική.

Τις τελευταίες εβδομάδες του 2022 και το νέο έτος, γίναμε μάρτυρες μιας σειράς γεγονότων, ορισμών και αποφάσεων που προέρχονταν κυρίως από μια από τις λεγόμενες κρατικές εξουσίες: τη Δικαστική Εξουσία. Αυτά έδωσαν αφορμή για μια πλούσια δημοσιογραφική συζήτηση σχετικά με την ύπαρξη θεσμικής κρίσης.

Ότι υπάρχει κρίση και ότι συνεχίζεται εδώ και καιρό είναι αλήθεια, αλλά, είναι όντως θεσμική κρίση; Τι σημαίνει θεσμική κρίση; Λοιπόν, η απλούστερη απάντηση είναι ότι αφορά κρατικούς θεσμούς, ότι μπορεί να προκληθεί από ανταγωνισμό, από διάφορες αντιπαραθέσεις, από συγκρουσιακές σχέσεις μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων. Είναι αυτό που συμβαίνει;

Δεν νομίζω ότι είναι έτσι και θα επιχειρηματολογήσω επί του θέματος.

Είπαμε ότι η Δικαστική Εξουσία είναι μια από τις λεγόμενες εξουσίες του Κράτους και συνήθως γίνεται λόγος για την ύπαρξη τριών εξουσιών, οι άλλες δύο είναι προφανώς η Εκτελεστική και η Νομοθετική Εξουσία.

Ας κάνουμε λίγη πολιτική ιστορία. Αναφερόμαστε στην κλασική ταξινόμηση της τριμερούς εξουσίας, βασικό αξίωμα του φιλελεύθερου κράτους, χαρακτηριστικό του καπιταλισμού. Θεμέλιο της ύπαρξής της αποτέλεσε η λεγόμενη «ισορροπία εξουσιών» ή «διατήρηση των ελέγχων και ισορροπιών στον ρεπουμπλικανισμό» (ιδεολογική κατασκευή που οφείλεται στο βαρόνο Μοντεσκιέ), όπου κάθε «Εξουσία» θα εκτελούσε μια συγκεκριμένη λειτουργία και θα έλεγχε η μια την άλλη γι’ αυτή τη λειτουργία. Δεν πρόκειται λοιπόν για τρεις εξουσίες, αλλά για ΕΞΟΥΣΙΑ, δομημένη σε τρεις λειτουργίες, δηλαδή η Εξουσία είναι πάντα μία.

Ο μύθος  της ύπαρξης τριών εξουσιών έχει να κάνει με την ανάγκη για νομιμοποίηση της αστικής τάξης ως κυρίαρχης τάξης στον καπιταλισμό (στη φεουδαρχία η εξουσία του μονάρχη και αντίστοιχα εκείνη των φεουδαρχών «νομιμοποιούνταν» από τη θρησκεία που τους έχριζε).

Στα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα, γίναμε μάρτυρες μιας περιόδου σημαντικών αλλαγών στη Λατινική Αμερική που γρήγορα μεταφράστηκαν σε Συντάγματα που περιλάμβαναν λίγο πολύ τους στόχους τους.

Αυτό συνέβη στη Βενεζουέλα, το Εκουαδόρ και τη Βολιβία, με την ποικιλομορφία τους, και από αυτή τη διαδικασία θέλω να επισημάνω κάτι που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζουμε: τη μετάβαση από το γνωστό τριμερές καθεστώς εξουσίας σε μια νέα πρόταση: πέντε εξουσίες αντί για τρεις.

Το ζήτημα δεν ήταν αριθμητικό, αλλά ότι αυτές οι δύο νέες εξουσίες ή λειτουργίες, είχαν άμεση σχέση με τη λαϊκή εξουσία, την εξουσία των πολιτών, τη συμμετοχή τους. Και, αναμφίβολα, [οι χώρες αυτές] εξακολουθούσαν να είναι δημοκρατίες, δηλαδή ο χαρακτήρας του ρεπουμπλικανισμού δεν εξαρτιόταν απλώς από τους αριθμούς. Μιλάμε για έναν νέο συνταγματισμό.

Η θεωρία της πολιτικής εκπροσώπησης μέσω ψηφοφορίας για την Εκτελεστική και τη Νομοθετική εξουσία και η συγκρότηση της δικαστικής εξουσίας με απόφαση και των δύο και όχι με ψηφοφορία, έστεψε τη μυθοπλασία των τριών εξουσιών.

Στον κλασικό συνταγματισμό που περιλάμβανε τη θεωρία της πολιτικής εκπροσώπησης, η Συντακτική Εξουσία που, στην περίπτωση αυτή, κορυφώθηκε στα Συντάγματα, υπάχθηκε αμέσως στην κατωχυρωμένη Συντεταγμένη Εξουσία (1) και η ψηφοφορία έγινε το εργαλείο στο οποίο αποδόθηκε η ενσάρκωση της δημοκρατίας, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αδειασμένης από κοινωνικό περιεχόμενο.

Εδώ και χρόνια μιλάμε για την κρίση της πολιτικής εκπροσώπησης ως ένα από τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε και αυτό είναι εμφανές γιατί οι εκπρόσωποι δεν εκπροσωπούν πραγματικά τα συμφέροντα των εκπροσωπούμενων και οι εκπροσωπούμενοι συνεχίζουν να εκχωρούν την εκπροσώπησή τους σε αυτούς που δεν πρόκειται να τους εκπροσωπήσουν γιατί τα συμφέροντά τους είναι διαφορετικά. Αυτό που μοιάζει με γλωσσοδέτη είναι η πραγματικότητα. Πραγματικότητα που με κάνει να σκέφτομαι ότι η κρίση σε αυτό το επίπεδο, δεν αφορά την πολιτική εκπροσώπηση αλλά την ίδια τη θεωρία της πολιτικής εκπροσώπησης.

Συνοψίζοντας, η κρίση που έχει θεωρηθεί απλώς ως θεσμική είναι στην πραγματικότητα πολιτική και η κρίση που θεωρείται πολιτικής εκπροσώπησης είναι κρίση της ίδιας της θεωρίας της, και αποτελούν μέρος της βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού, της τρέχουσας όξυνσης της επίθεσης του κεφάλαιου στην εργασία, η οποία εκφράζεται επίσης, ενίοτε με αντιφάσεις, σ’ ένα κράτος που την εγγυάται.  Γεγονός που μας οδηγεί να υποστηρίξουμε ότι η κρίση είναι πολιτική και ευρέως φάσματος.

Σε αυτό το σενάριο, το ζήτημα της συνέργειας γίνεται ένα ακόμη ζήτημα πολιτικής σύγκρουσης. Η συνέργεια στην κατανομή των εθνικών φόρων δεν προέκυψε ποτέ από μια εις βάθος μελέτη για τις ανάγκες του λαού σε ολόκληρη την επικράτεια της Αργεντινής. Τα ποσά που δίνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι, επομένως, σίγουρα αυθαίρετα, αν και είναι εμφανής η ύπαρξη ομοσπονδιακού πνεύματος. Αυτό που λείπει δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από τη δημιουργία ενός χειραφετητικού εγχειρήματος δομικής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής που να απαντάει στις λαϊκές ανάγκες.

Αυτό δεν μας εμποδίζει, από νομική (και πολιτική) άποψη, να αναφερθούμε με αυστηρότητα στο σημερινό Ανώτατο Δικαστήριο του Έθνους. Σ’ αυτό έχει ενθρονιστεί η πιο συμπαγής υπεράσπιση των συμφερόντων των πολυεθνικών. Οι αποφάσεις τους είναι προκατειλημμένες και παίρνουν με συνέπεια το μέρος της Δεξιάς στην πολιτική αντιπαράθεση. Δεν πίστεψα ποτέ στη δυνατότητα ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, για άλλη μια φορά αποδεικνύεται. Σ’ αυτή τη σύντομη ανάλυση, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι ούτε η Νομοθετική Εξουσία λειτουργεί και η Εκτελεστική λειτουργεί με απροθυμία. Με άλλα λόγια, η πολιτική κρίση είναι εκτεταμένη.

Μια προσπάθεια να καταλήξουμε: αν και έχουμε συγκεκριμένη άποψη για τις καθημερινές αντιξοότητες, το πρόβλημα για την Αριστερά δεν περνάει από συγκεκριμένους αγώνες σε επίπεδο εξουσίας, αλλά μάλλον μέσα από το χτίσιμο ενός υποκειμένου που να μπορεί να υπερνικήσει και να δημιουργήσει μια πολιτική εναλλακτική.

 

*Beatriz Rajland: Αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Κοινωνικών και Πολιτικών Ερευνών της Αργεντινής (FISYP). Διδάκτωρ Πολιτικού Δικαίου από το Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες (UBA). Λέκτορας στο UBA. Συντονίστρια της Ομάδας Εργασίας  «Νομική κριτική και κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις» του CLACSO (Consejo Latinoamericano de Ciencias Sociales/ Λατινοαμερικανικό Συμβούλιο Κοινωνικών Επιστημών). Εκπρόσωπος του Αριστερού Πολιτικού Ρεύματος (CPI) στην Καμπάνια  για την αναστολή πληρωμής και τον έλεγχο του χρέους.

Σημείωση:

1.- Η Συντακτική εξουσία (Poder Constituyente) είναι πρωτογενής, μια και αδιαίρετη με έκτακτο και ανεπανάληπτο χαρακτήρα και μοναδική αποστολή της έχει τη θέσπιση Συντάγματος και την εγκαθίδρυση πολιτεύματος. Συντεταγμένες εξουσίες (Poder Constituido) είναι «θεσμισμένες»-συντεταγμένες, επειδή δρουν σύμφωνα με την τάξη των αρχών και των κανόνων, που εγκαθιδρύει το Σύνταγμα. Είναι πολλές, διαιρετές, διακεκριμένες (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) και έχουν διαρκή και μόνιμο χαρακτήρα. https://el.wikipedia.org/

 

Διαβάστε επίσης

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…

«Ένα φασιστικό καθεστώς πλησιάζει στη Ρωσία»: Συνέντευξη με τον ρώσο φιλόσοφο Γκρεγκ Γιούντιν

Πηγή: Rebelion (12.04.2022) | Μετάφραση: Α.Λ. Ο Γκρεγκ Γιούντιν είναι φιλόσοφος και…