Αστυνομικοί των ΗΠΑ φρουρούν μια εμπορική αμαξοστοιχία στο Ανατολικό Σεντ Λούις στη διάρκεια της απεργίας του 1877 (Πηγή: G. J. Nebinger / Library of Congress

Για λίγες μέρες τον Ιούλιο του 1877, οι εργάτες κατέλαβαν το Σεντ Λούις και ένα κομμουνιστικό κόμμα κυβέρνησε την πόλη αυτή στα Μεσοδυτικά. Η συχνά ξεχασμένη Κομμούνα του Σεντ Λούις ήταν ένα γεγονός-ορόσημο, που έδειξε ότι οι ΗΠΑ δεν είναι απρόσβλητες στις εκρήξεις ταξικής συνείδησης τύπου Παρισινής Κομμούνας.

Πηγή: Jacobin (31.7.2022) | Μετάφραση: Κυριακή Κλοκίτη

Όταν οι εργάτες ανέλαβαν τον έλεγχο της πόλης του Σεντ Λούις, τον Ιούλιο του 1877, ήταν γεγονός ιστορικά σημαντικό για διάφορους λόγους.

Η εντυπωσιακή αυτή δράση αποτέλεσε την πρώτη γενική απεργία στην ιστορία των ΗΠΑ. Ήταν η μόνη φορά που μια μεγάλη πόλη των ΗΠΑ κυβερνήθηκε από κομμουνιστικό κόμμα. Και το γεγονός κατέρριψε από μόνο του τον μύθο ότι οι εργαζόμενοι στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι εγγενώς αλλεργικοί στην ταξική πολιτική ή ότι περιφρονούν τα ριζοσπαστικά δόγματα του «Παλιού Πολέμου». Στην πραγματικότητα, η γενική απεργία και η Κομμούνα του Σεντ Λούις του 1877 ξεκίνησαν από εργάτες με ταξική συνείδηση που επηρεάστηκαν άμεσα από τα σοσιαλιστικά κινήματα των ευρωπαίων αδελφών τους.

Η άρχουσα τάξη του Σεντ Λούις είδε ξεκάθαρα την ταξική φύση της απεργίας και τη σχέση της με τον ευρωπαϊκό σοσιαλισμό — ιδιαίτερα, με την Παρισινή Κομμούνα του 1871 και την Πρώτη Διεθνή, με επικεφαλής τον Καρλ Μαρξ. Στις 27 Ιουλίου 1877, η Missouri Republican ούρλιαξε: «Οι Διεθνιστές (σ.σ.: οι οπαδοί της Διεθνούς) έχουν πάρει τον έλεγχο της απεργίας, όπως και οι κομμουνιστές που πήραν τον έλεγχο του Παρισιού».

Είναι λοιπόν αδύνατο να κατανοήσουμε τα γεγονότα του Ιουλίου 1877 χωρίς να κοιτάξουμε πέρα από τον Ατλαντικό. Αυτό που συνέβη στο Σεντ Λούις εκείνο τον εκρηκτικό μήνα ήταν απόρροια των αναταραχών, των οργανώσεων και των επαναστάσεων του διεθνούς εργατικού κινήματος.

Οι ευρωπαϊκές ρίζες της Κομμούνας του Σεντ Λούις

Το 1848 και το 1849, γερμανοί και γάλλοι εργάτες επαναστάτησαν ενάντια στις μοναρχίες των χωρών τους και τις καταστροφικές αλλαγές που επέφερε ο καπιταλισμός. Μαζί τους και η ανερχόμενη αστική τάξη – η νέα μεσαία τάξη των ιδιοκτητών εργοστασίων, των ηγετών επιχειρήσεων και των εμπόρων, που επιδίωξαν επίσης να τερματίσουν την εξουσία των βασιλιάδων, των αριστοκρατιών και της εκκλησίας και να εγκαθιδρύσουν πιο δημοκρατικά πολιτεύματα, με πολιτικά δικαιώματα για τους απλούς ανθρώπους.

Ωστόσο, αυτή η συμμαχία ήταν αδύναμη: υπήρχε μια θεμελιώδης οικονομική σύγκρουση μεταξύ των νέων ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής και εκείνων που δούλευαν γι’ αυτούς – των μισθωτών, που δεν διέθεταν ιδιοκτησία και είχαν μόνο την εργασία τους να πουλήσουν. Τελικά, οι αστοί ηγέτες αποφάσισαν ότι είχαν να φοβηθούν περισσότερα από την εργατική τάξη, παρά από μια μεταρρυθμισμένη μοναρχία. Ενώ οι επαναστάσεις του 1848 έφεραν κάποιες φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, τα επαναστατικά δημοκρατικά όνειρα των εργατών διαψεύστηκαν.

Στον απόηχο των επαναστάσεων, δεκάδες ριζοσπάστες εργάτες –κυρίως από τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία– μετανάστευσαν στις ΗΠΑ, όπου πολλοί βρήκαν ένα νέο σπίτι στο Σεντ Λούις, μια αρχικά γαλλική πόλη με μεγάλο γερμανικό πληθυσμό. Έγλειψαν τις πληγές τους και περίμεναν υπομονετικά.

Πίσω στην Ευρώπη, οι συνδικαλιστές και οι ριζοσπάστες ηγέτες ίδρυσαν τη Διεθνή Ένωση Εργατών σε μια προσπάθεια να ενώσουν τους εργαζόμενους πέρα από τα σύνορα. Συνδεδεμένη περισσότερο με τον Καρλ Μαρξ, η Πρώτη Διεθνής έφερε κοντά το εργατικό κίνημα σε διάφορες χώρες, επιτρέποντας στους εργαζόμενους να επικοινωνούν μεταξύ τους, να μοιράζονται γνώσεις και εμπειρίες και να υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον σε περιόδους κρίσης.

Κι έπειτα, το 1871 – μια ελπιδοφόρα ριζοσπαστική υπόθεση: εργάτες στο Παρίσι πήραν τον έλεγχο της πόλης εν μέσω του γαλλο-πρωσικού πολέμου και εγκαθίδρυσαν την Παρισινή Κομμούνα. Διεξήγαγαν ελεύθερες εκλογές, οργάνωσαν τις υπηρεσίες της πόλης, κατέλαβαν τον έλεγχο των βιομηχανιών και ψήφισαν νόμους κοινωνικής πρόνοιας που είχαν σχεδιαστεί για να βοηθήσουν τους φτωχούς και τις εργατικές τάξεις. Αυτή, διακήρυξε ο Μαρξ, ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου.

Η εργατική κυβέρνηση δέχτηκε συνεχή επίθεση από πρωσικές και γαλλικές δυνάμεις, που και οι δύο επιθυμούσαν την πτώση της. Όταν η πόλη τελικά έπεσε στα χέρια των γαλλικών δυνάμεων, οι κομμουνάροι σφαγιάστηκαν στους δρόμους του Παρισιού. Όσοι κατάφεραν να ξεφύγουν από το μακελειό πήραν το δρόμο για άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών. Πολλοί εγκαταστάθηκαν στο Σεντ Λούις, προσχωρώντας στους ριζοσπάστες «48άρηδες» (σ.σ.: Ευρωπαίοι που συμμετείχαν ή υποστήριξαν τις επαναστάσεις του 1848 στην Ευρώπη).

Όπως και οι συνάδελφοί τους στην Ευρώπη, οι εργάτες στις Ηνωμένες Πολιτείες βίωναν δραματικές οικονομικές αλλαγές και καταστροφική φτώχεια. Η άνοδος της βιομηχανίας εξαφάνισε μεγάλο μέρος της τάξης των τεχνιτών, αναγκάζοντας τους πρώην ανεξάρτητους εργάτες σε συνθήκες που θεωρούσαν βιομηχανικά κάτεργα. Τα συνδικάτα ήταν καινούρια και η εργατική τάξη αδύναμη, στο έλεος της αναδυόμενης καπιταλιστικής τάξης. Οι καταστάσεις οικονομικής ύφεσης ήταν συχνές. Μια μελέτη του 1850 για τη στέγαση στη Νέα Υόρκη βρήκε περιπτώσεις όπου είκοσι άνθρωποι ζούσαν σε ένα δωμάτιο και τριακόσιοι σε ένα σπίτι.

Οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα άσχημες για τους εργάτες στους σιδηροδρόμους: αμείβονταν ελάχιστα, και η δουλειά τους ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη και χωρίς ασφάλεια.

Το 1877, οι μεγάλοι σιδηρόδρομοι μείωσαν τους μισθούς έως και 50 τοις εκατό, παρά τα κέρδη τους. Η μείωση του μισθού πυροδότησε μια έκρηξη που έγινε γνωστή ως η Μεγάλη Απεργία των Σιδηροδρόμων. Πριν τελειώσει, στην Αμερική θα επικαλούνταν την Κομμούνα του Παρισιού.

Η απεργία

Οι εργαζόμενοι των σιδηροδρόμων καταρχάς εγκατέλειψαν τις δουλειές τους στο Μάρτινσμπουργκ, στη Δυτική Βιρτζίνια και στη Βαλτιμόρη στα μέσα Ιουλίου. Η απεργία, μετριοπαθής στην αρχή, κινήθηκε γρήγορα δυτικά από πόλη σε πόλη. Σύντομα κάλυψε ολόκληρη τη χώρα. Συνολικά, εκείνο το μήνα στους σιδηροδρόμους των Ηνωμένων Πολιτειών απέργησαν  περίπου ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι.

Κουρασμένοι από τους μισθούς πείνας, εξοργισμένοι από τους ακρωτηριασμούς και τις διαταγές των αφεντικών, οι εργάτες ξέσπασαν. Στη Βαλτιμόρη, αφού μια κρατική πολιτοφυλακή κλήθηκε να καταπνίξει την απεργία, χιλιάδες εργάτες και άνεργοι περικύκλωσαν τα στρατεύματα σε μια σιδηροδρομική αποθήκη και τους επιτέθηκαν καθώς προσπαθούσαν να διαφύγουν, κυνηγώντας τους μέσα στην πόλη. Στο Πίτσμπουργκ, αφού σκοτώθηκαν είκοσι πολίτες από μια πολιτοφυλακή της Φιλαδέλφειας, το πλήθος αντέδρασε με πέτρες και πυροβολισμούς, αναγκάζοντας την πολιτοφυλακή να υποχωρήσει. Πάνω από δύο χιλιάδες σιδηροδρομικά βαγόνια και πάνω από εκατό ατμομηχανές κάηκαν ή καταστράφηκαν, όπως και άλλα περιουσιακά στοιχεία του σιδηροδρόμου. Στο Σικάγο, εργάτες και αστυνομία συνεπλάκησαν σε μάχες σε όλη την πόλη.

Οι απεργοί εργάτες βρήκαν καταφύγιο στις διάφορες πόλεις και μητροπόλεις τους. Οι σιδηρόδρομοι ήταν γενικά μη δημοφιλείς και οι κάτοικοι παρείχαν στους απεργούς οικονομική και υλική υποστήριξη. Ακόμη και ντόπιοι έμποροι υποστήριξαν τους απεργούς, δίνοντάς τους τρόφιμα και άλλα εμπορεύματα.

Στις 21 Ιουλίου, η απεργία έφτασε στο Ανατολικό Σεντ Λούις, στο Ιλινόις, και την επόμενη μέρα οι εργαζόμενοι στο σιδηρόδρομο του Ανατολικού Σεν Λούις, μαζί με τετρακόσιους εργάτες από το Σεντ Λούις, ψήφισαν να σταματήσουν όλες οι σιδηροδρομικές μεταφορές που περνούσαν από την πόλη, με εξαίρεση τις μεταφορές επιβατών και τα ταχυδρομικά τρένα. Ο δήμαρχος του Σεντ Λούις ισχυρίστηκε ότι τριάντα χιλιάδες σοσιαλιστές προσπαθούσαν να καταλάβουν την πόλη και, στις 22 Ιουλίου, ομοσπονδιακά στρατεύματα έφτασαν στο Σεντ Λούις, παρόλο που δεν είχε σημειωθεί βία εκεί.

Την ίδια μέρα, το τμήμα του Σεντ Λούις του Εργατικού Κόμματος των Ηνωμένων Πολιτειών (WPUSA, ο διάδοχος της Πρώτης Διεθνούς) εξέλεξε μια εκτελεστική επιτροπή για να ηγηθεί της απεργίας. Το Σεντ Λούις είχε καλή εκπροσώπηση στην οργάνωση. Οι εργάτες του Σεντ Λούις αντιπροσώπευαν το 20 τοις εκατό του συνόλου των μελών της οργάνωσης και διέθεταν πολλά ξεχωριστά τμήματα γλώσσας (γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά και βοημικά).

Με επικεφαλής το ριζοσπαστικό κόμμα, δέκα χιλιάδες εργάτες πορεύτηκαν στην αγορά του κέντρου του Σεντ Λούις και απαίτησαν δημόσια έργα για τη δημιουργία θέσεων εργασίας για τους ανέργους, τον τερματισμό της παιδικής εργασίας και μια οκτάωρη εργάσιμη ημέρα. Τα αιτήματα για μεταρρύθμιση γρήγορα εξελίχθηκαν σε εκκλήσεις για το τέλος του καπιταλισμού και την εθνικοποίηση μεγάλων βιομηχανιών, συμπεριλαμβανομένων των σιδηροδρόμων και των μέσων επικοινωνίας.

Και η απεργία μεγάλωνε. Αφού τα πλήθη στο Σεντ Λούις επέμεναν να συνταχθούν μαζί τους και οι υπόλοιποι εργάτες της πόλης, η εργατική τάξη υποχρεώθηκε να μπει.

Ήταν η πρώτη γενική απεργία στην ιστορία των ΗΠΑ. Σχεδόν όλες οι επιχειρήσεις στην πόλη έκλεισαν και οι ελλείψεις κάρβουνου σήμαιναν ότι δεν μπορούσε να λειτουργήσει μεγάλο μέρος της βιομηχανίας.

Την επόμενη μέρα δεν επιτρεπόταν να περάσουν τρένα με εμπορεύματα από το Ανατολικό Σεντ Λούις ή το Σεντ Λούις. Οι εργαζόμενοι χειρίζονταν επιβατικά και ταχυδρομικά τρένα, εισπράττοντας ακόμη και ναύλους, και παρέδιδαν τα χρήματα στις σιδηροδρομικές εταιρείες. Οι εργαζόμενοι στα μαύρα ατμόπλοια και στην αποβάθρα συμμετείχαν στην απεργία και  διαφυλετικές πορείες εργατών διέσχισαν την πόλη, καλώντας όσους εργάζονταν σε άλλες βιομηχανίες. Οι χειριστές ανελκυστήρων και οι κουρείς συμμετείχαν επίσης. Καμία επιχείρηση δεν λειτουργούσε χωρίς τη συγκατάθεση της εκτελεστικής επιτροπής του WPUSA.

Για την εξουσία, αυτή η επίδειξη της εργατικής δημοκρατίας ήταν αναρχία – ο σερίφης του Σεντ Λούις ζήτησε να τον συνδράμουν για την καταπολέμηση των απεργών και στρατολόγησε όλους τους διαθέσιμους άνδρες με απειλές φυλάκισης. Οι επιχειρηματίες διέταξαν τους υπαλλήλους τους να συμμετάσχουν σ’ αυτό και δέκα χιλιάδες άνδρες οπλίστηκαν από την Επιτροπή Δημόσιας Ασφάλειας. Τα όπλα εισήχθησαν από την πολιτοφυλακή και τα ομοσπονδιακά οπλοστάσια της πολιτείας και ακόμα περισσότερα κρατικά και ομοσπονδιακά στρατεύματα ενώθηκαν με εκείνα που ήδη βρίσκονταν στην πόλη.

Οι ηγέτες των απεργών περικυκλώθηκαν και συνελήφθησαν, και επτακόσιοι στρατιώτες της πολιτοφυλακής, με επικεφαλής το ιππικό, το πεζικό, την πεζή αστυνομία και το πυροβολικό βάδισαν προς τα κεντρικά γραφεία της WPUSA και συνέλαβαν όλους όσους ήταν εκεί, συμπεριλαμβανομένων θεατών και δημοσιογράφων. Την επόμενη μέρα, χίλιοι στρατιώτες βάδισαν στο Σεντ Λούις και συνέτριψαν την απεργία.

Η Κομμούνα του Σεντ Λούις δεν υπήρχε πια.

Η κληρονομιά της Κομμούνας

Αρκετούς μήνες μετά την καταστολή της απεργίας, επιχειρηματίες του Σεντ Λούις ίδρυσαν μια ελίτ ιδιωτική λέσχη επονομαζόμενη Προφήτες με Πέπλο (Veiled Prophets) και παρέλασαν στους δρόμους. Η γιορτή είχε σκοπό να ανακοινώσει ότι τα μέλη της, οι δυνάμεις του Σεντ Λούις, έλεγχαν την πόλη — όχι οι εργάτες, οι άνεργοι ή οι μαύροι.

Είναι σοκαριστικό ότι οι Προφήτες είναι ακόμα στην περιοχή. Συνεχίζουν να κάνουν ετήσια παρέλαση και χορό. Τα τελευταία χρόνια, διάφορες κόρες των πλουσίων του Σεντ Λούις που είχαν κάνει το ντεμπούτο τους ως πρωτοεμφανιζόμενες στο χορό των Προφητών με Πέπλο ζήτησαν δημόσια συγγνώμη για τη συμμετοχή τους σε μια εκδήλωση με ρίζες αντεργατικής «λευκής υπεροχής».

Αλλά η ίδια η απεργία, και η κομμούνα που δημιούργησε για λίγο, πολύ συχνά ξεχνιέται. Αυτή η τιτάνια δράση ήταν μέρος ενός διεθνούς κινήματος της εργατικής τάξης ενάντια στην καπιταλιστική κυριαρχία. Γερμανοί και Γάλλοι βετεράνοι των επαναστάσεων του 1848 και της Παρισινής Κομμούνας του 1871, μαζί με μέλη της Πρώτης Διεθνούς, ηγήθηκαν της εξέγερσης στο Σεντ Λούις. Και οι εξεγερμένοι, ταξικά συνειδητοποιημένοι εργάτες ξεσηκώθηκαν, αγκαλιάζοντας τον σοσιαλισμό ως τη λύση στη βάναυση εκμετάλλευσή τους.

* Ο Mark Kruger είναι ο συγγραφέας του βιβλίου The St. Louis Commune of 1877: Communism in the Heartland and Individualism and Community in America.

 

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…