Με αφορμή τις κινητοποιήσεις της Κυριακής για την εργατική Πρωτομαγιά, το Κόκκινο και το Μαύρο αναδημοσιεύει αποσπάσματα από τη μελέτη του Δημήτρη Κατσορίδα Το εργατικό ζήτημα: Η σύνθεση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα και η συνδικαλιστική της εκπροσώπηση, που κυκλοφόρησε μέσα στο 2021 από το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, μαζί με θερμές ευχαριστίες στον Δημήτρη για την ευγενική παραχώρηση της σχετικής άδειας.

 

[…] Όσον αφορά τις χρόνιες παθογένειες του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, οι οποίες προϋπήρχαν της κρίσης και των Μνημονίων, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η σπουδαιότητά τους, η οποία επέδρασε αρνητικά στην κάμψη των απεργιακών αγώνων από το 2012 και μετά. Παθογένειες, όπως η χρόνια μείωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας, ο οργανωτικός κατακερματισμός εξαιτίας της πληθώρας συνδικάτων, ο κλαδικός συντεχνιασμός, η έντονη παραταξιοποίηση και κομματικοποίηση, η έλλειψη οικονομικής αυτοτέλειας, αφού η χρηματοδότηση των συνδικάτων δεν προέρχεται από την άμεση συνδρομή των μελών, αλλά από τις εισφορές που δίνουν όλοι οι εργαζόμενοι μέσω της παλιάς Εργατικής Εστίας, με συνέπεια την εξάρτησή τους από τις διαθέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης, οι συναινετικές λογικές περί «κοινωνικών εταίρων», η τάση ενσωμάτωσης σε θεσμούς του κράτους, οι πελατειακές σχέσεις, η έλλειψη μιας κουλτούρας αλληλεγγύης, οι διαχωρισμοί και τα δίπολα στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, η άμβλυνση της ταξικής συνείδησης, η παραίτηση από τη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου συνδικαλιστικού προγράμματος που θα προτείνει ένα εναλλακτικό σχέδιο οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης κ.λπ.

Γιατί όμως δεν ανοίγει μια πλατιά και οργανωμένη συζήτηση για την κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος και για το πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν οι εν λόγω παθογένειες;

Κατακερματισμός και συντεχνιασμός

Κατ’ αρχάς, να επισημάνουμε ότι ο ελληνικός συνδικαλισμός, κατά κύριο λόγο, είναι ένας συνδικαλισμός της προστατευμένης εργασίας, γεγονός που επιτείνει την απομάκρυνση συγκεκριμένων κατηγοριών εργαζομένων από τις υπάρχουσες δομές των συνδικάτων. Όπως επισημαίνει ο Δεδουσόπουλος, τα συνδικάτα αποδέχθηκαν σχεδόν αδιαμαρτύρητα επιμέρους ρυθμίσεις που προωθούσαν «ευέλικτες μορφές εργασίας», ιδιαιτέρως στο χώρο του δημόσιου τομέα. «Το ενδιαφέρον τους εστιάστηκε στην προστασία του “σκληρού” πυρήνα των ήδη εργαζομένων, αδυνατώντας(;) να κατανοήσουν ότι η έλλειψη προστασίας των νέων εργαζομένων αφενός δεν εξασφάλιζε ούτε τα συμφέροντα των “παλαιών αφετέρου απομάκρυνε τους νέους εργαζομένους από το συνδικαλιστικό κίνημα». Έχουμε ήδη επισημάνει ότι η πλειονότητα των μελών των συνδικάτων δεν εκτίθεται στους κινδύνους της αγοράς εργασίας, επειδή είναι εργαζόμενοι στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα (ΔΕΚΟ), με αποτέλεσμα να μην μπορούν εύκολα να αντιληφθούν και να κατανοήσουν όσους/-ες εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας ή έχουν αποκλειστεί από την αγορά εργασίας ή καταλαμβάνουν τις χειρότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας ή βρίσκονται στην εργασιακή επισφάλεια.

Έτσι, εκτός από την οργανωτική πολυδιάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος, η οποία είναι μία από τις παθογένειες που το ταλανίζουν, δημιουργούνται και άλλα προβλήματα, όπως είναι μια σειρά διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, όπως οι παραπάνω, δηλαδή μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, καθώς επίσης και άλλες, όπως μεταξύ μόνιμων-εποχικών-ορισμένου χρόνου, μεταξύ εργαζομένων και ανέργων, μεταξύ των μεγαλύτερων σε ηλικία και των νέων, μεταξύ ασφαλισμένων-ανασφάλιστων-αυτασφαλισμένων, μεταξύ συνδικαλισμένων και μη, μεταξύ υψηλόμισθων και χαμηλόμισθων, μεταξύ μεγάλων παραγωγικών μονάδων και μικρών μονάδων, μεταξύ Ελλήνων και αλλοδαπών, ανδρών-γυναικών κ.λπ.

Αυτές οι αντιθέσεις δεν βοηθούν να εμπεδωθεί ένα κλίμα και μια κουλτούρα αλληλεγγύης μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών, ούτως ώστε να συνδράμει ο ένας εργαζόμενος τον άλλον ή ο ένας κλάδος τον άλλον όταν βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, αλλά απεναντίας τείνουν να φέρνουν αντιμέτωπους τους μισθωτούς μεταξύ τους σε έναν «πόλεμο όλων εναντίον όλων». Κατά συνέπεια, όταν προέκυψαν οι μνημονιακές πολιτικές, οι οποίες έθιγαν όλα τα τμήματα της εργατικής τάξης, ένας από τους λόγους που το συνδικαλιστικό κίνημα και οι εργαζόμενοι βρέθηκαν σε άμυνα ήταν επειδή είχε αμβλυνθεί η κουλτούρα της αλληλεγγύης.

Παραταξιοποίηση και κομματικοποίηση

Ωστόσο, όπως ήδη έχουμε πει, τα παραπάνω προβλήματα επιτείνονται και από τις παραταξιακές διαμάχες. Όπως επισημαίνει ο Γ. Κουζής, η έντονη παραταξιοποίηση αποτελεί, σύμφωνα με όλες τις έρευνες κοινής γνώμης που είδαν το φως της δημοσιότητας, «το βασικό αίτιο της αρνητικής εικόνας των συνδικάτων, στοιχείο που συμβάλλει στην αποστασιοποίηση σημαντικού τμήματος της μισθωτής εργασίας από την οργανωμένη συνδικαλιστική δράση». Και συνεχίζοντας, διευκρινίζει ότι η παραταξιοποίηση συνίσταται σε μια αντίληψη, η οποία προτάσσει πιο πολύ το παραταξιακό συμφέρον, το οποίο πολλές φορές είναι συνδεδεμένο με το συμφέρον των κομμάτων που υπάγονται οι παρατάξεις, έναντι του γενικού συνδικαλιστικού συμφέροντος. Και παρότι είναι θεμιτό και αναγκαίο τα πολιτικά κόμματα να θέλουν να επηρεάσουν ιδεολογικά τα συνδικάτα, εντούτοις, όταν οι εν λόγω αποφάσεις για τη ζωή των συνδικάτων λαμβάνονται με όρους παραταξιακής ή κομματικής πειθαρχίας, εμποδίζουν την επικοινωνία μεταξύ τους. Έτσι, η υποταγή στην κομματική πειθαρχία παρεμποδίζει την άμεση και αυτόνομη επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ των μελών διαφορετικών παρατάξεων, αλλά και των ίδιων των παρατάξεων, και έχει ως συνέπεια να δημιουργεί στεγανά, να γίνονται χωριστές πορείες και συγκεντρώσεις μέχρι και να δημιουργούνται έντονες αποκλίσεις ακόμη και στις σχετικές διεκδικήσεις, ενώ εξαιτίας αυτής της στενής σχέσης μεταξύ συνδικαλιστικών ηγεσιών και κομμάτων έχει ως συνέπεια να επιδρά αρνητικά στην αυτονομία του συνδικαλιστικού κινήματος, όπως επισημαίνει η Ζαμπαρλούκου.

Επιβεβαιώνεται, έτσι, αυτό που λέει ο Τσακίρης ότι οι παρατάξεις λειτουργούν ως «ενώσεις μελών των κομμάτων που μεταφέρουν στο συνδικαλιστικό κίνημα τις θέσεις των αντίστοιχων κομμάτων» ή αυτό που λέει ο Κουζής, ότι «λειτουργούν ως οργανωμένες “φράξιες” στο εσωτερικό των συνδικάτων», με ένα τρόπο λειτουργίας σαν να είναι «συνδικάτα μέσα στο συνδικάτο», μορφώματα «που δεν είναι, ωστόσο, συνδικαλιστικές οργανώσεις, και που μεταφέρουν ειλημμένες παραταξιακές αποφάσεις με τη μορφή προτάσεων στα συνδικαλιστικά όργανα προς επικύρωσή τους», και «αντιστοιχούν στους υπάρχοντες κοινοβουλευτικούς, καταρχήν, κομματικούς σχηματισμούς» και δεν λειτουργούν ως ιδεολογικά ρεύματα.

Πελατειακές σχέσεις

Και δεν φτάνει μόνο αυτό, αλλά αναπτύχθηκε και μια απεχθής πρακτική εντός των συνδικάτων, που ήταν οι πελατειακές σχέσεις. Βέβαια, παρότι οι πελατειακές σχέσεις στην Ελλάδα υπάρχουν από τη σύστασή της ως κράτος, εντούτοις το ΠΑΣΟΚ δεν τις κατήργησε, όπως υποσχόταν, όταν ανέλαβε την κυβέρνηση της χώρας από τη Ν.Δ., το 1981, αλλά τις συνέχισε με άλλες μορφές, και μάλιστα από τα πρώτα βήματα της διακυβέρνησής του. Όμως, αυτό είχε συνέπειες. Διότι, τα παραπάνω φαινόμενα επέδρασαν σε μεγάλο βαθμό και ως ένα μέσο διαμόρφωσης των συνδικαλιστικών συσχετισμών, ειδικά στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, με ένα πλέγμα εξυπηρετήσεων, υπερωριών, προσλήψεων, αποσπάσεων, μεταθέσεων, προαγωγών, δανείων κ.ο.κ.

Σε κάθε περίπτωση, είτε κομματικός είτε κυβερνητικός είτε εργοδοτικός, ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα δεν απολαμβάνει της αυτονομίας που θα του επέτρεπε μια πιο σθεναρή αντίσταση ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των κυβερνήσεων και των εργοδοτών.

Οικονομική εξάρτηση από το κράτος

Τα προβλήματα που προκύπτουν από την έντονη παραταξιοποίηση-κομματικοποίηση επιτείνονται ακόμη περισσότερο και από μια άλλη ιδιαιτερότητα, η οποία είναι η χρόνια οικονομική εξάρτηση του συνδικαλιστικού κινήματος από το κράτος, το οποίο παρακρατεί τις οικονομικές εισφορές από τους μισθωτούς και κατόπιν τις αποδίδει στα συνδικάτα. Αν και τα συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα έχουν θεσπίσει κανόνες παρακράτησης της συνδρομής των μελών τους, εντούτοις, πρακτικά, το έχουν παραμελήσει. Έτσι, η ανυπαρξία δομών των συνδικάτων για την είσπραξη της οικονομικής συνδρομής από τους μισθωτούς έχει ως συνέπεια να αναπαράγεται η εξάρτησή τους από την εκάστοτε κυβερνητική πρακτική, προκειμένου να τους αποδίδονται οι εισφορές των εργαζομένων. Στο δημόσιο, η συνδικαλιστική εισφορά παρακρατείται αυτόματα, χωρίς καμία ουσιαστική εμπλοκή του εργαζομένου, γι’ αυτό και το Δημόσιο εμφανίζει υψηλότερα ποσοστά συνδικαλιστικής πυκνότητας. Εφόσον οι δημόσιοι υπάλληλοι, άρα και οι συνδικαλιστικοί τους εκπρόσωποι, είναι περισσότερο προστατευμένοι απέναντι στην απώλεια της θέσης εργασίας τους, σε σχέση με τους ομόλογούς τους στον ιδιωτικό τομέα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το Δημόσιο είναι ο κύριος αρωγός του ελληνικού συνδικαλισμού.

Κατά συνέπεια, η παραμέληση της συνδικαλιστικής συνδρομής και η σχεδόν αποκλειστική χρηματοδότηση των συνδικάτων του ιδιωτικού τομέα από τις εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών υπέρ του Οργανισμού Εργατικής Εστίας (ΟΕΕ), μέχρι το 2012, όπου καταργήθηκε ο ΟΕΕ και αντικαταστάθηκε με άλλον τρόπο χρηματοδότησης, ο οποίος περιλαμβάνει μόνο τις εισφορές των εργαζομένων, στερεί από το συνδικάτο τον ανεξάρτητο και αυτόνομο ρόλο του, δεν ενισχύει την αμοιβαία και συνειδητή εμπιστοσύνη ανάμεσα στα μέλη του, ενώ αντίθετα ενισχύει την εξάρτηση των συνδικάτων από τις εκάστοτε κυβερνήσεις και βάλλει κατά της κινηματικής λογικής.

Κοινωνικός εταιρισμός

Επιπροσθέτως, κάποια άλλα ζητήματα που έχουν τεθεί είναι ότι τα συνδικάτα ενσωματώθηκαν στους θεσμούς του συστήματος, είτε μέσα από τη συμμετοχή τους σε διάφορους συνδιαχειριστικούς θεσμούς που φτιάχτηκαν σε μια σειρά τομείς και επιχειρήσεις, ιδιαιτέρως της κοινής ωφέλειας, είτε από τη λογική του κοινωνικού εταιρισμού, της «κοινωνικής συναίνεσης» και του «κοινωνικού διαλόγου» μεταξύ εργαζομένων-εργοδοτών-κράτους. Αντί να συμμετέχουν με μια λογική εργατικού ελέγχου στους διάφορους θεσμούς, αντιθέτως οι συνδικαλιστικοί τους εκπρόσωποι μετατράπηκαν σε «ισότιμους» κοινωνικούς εταίρους στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Η απόσπαση και αποκοπή τους, για πολλά χρόνια, από τους χώρους εργασίας και την εργασιακή διαδικασία, η αμειβόμενη συμμετοχή τους σε διάφορες επιτροπές και συμβούλια, η συγκέντρωση πολλών αρμοδιοτήτων σε λίγα πρόσωπα, οι συνεχόμενες θητείες χωρίς την ύπαρξη χρονικού περιορισμού, ο καριερισμός και οι πολιτικές φιλοδοξίες σε κάποιους από αυτούς και πολλές άλλες διευκολύνσεις διαμόρφωσε μια εικόνα ειδικών παροχών και προνομίων των ανώτερων συνδικαλιστικών στελεχών.

Δεν είναι τυχαίο ότι η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίστηκε από σχετική απεργιακή υποτονικότητα, καθώς απέναντι στην παραδοσιακή διεκδικητική και συγκρουσιακή λογική των συνδικάτων άρχισαν να κυριαρχούν, όπως και έγινε, οι αντιλήψεις περί κοινωνικής συναίνεσης. Συνεπακόλουθο αυτής της λογικής είναι ότι αναγνώρισαν ως αναγκαιότητα την επίτευξη διαφόρων εθνικών στόχων, όπως ήδη είπαμε.

Ανάθεση

Όμως, ένα επιπλέον ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι στην αντίληψη του κοινωνικού εταιρισμού και άρα του διαλόγου και της συναίνεσης μεταξύ εργοδοτών και συνδικάτων συναινούν σε μεγάλο βαθμό και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Σε έρευνα της V-PRC, το 2010, για λογαριασμό του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, οι εργαζόμενοι απαντούσαν πως προτιμούν το διάλογο και τη διαπραγμάτευση ως τον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισης των εργασιακών προβλημάτων σε ποσοστό 72% έναντι 18% όσων απαντούσαν πως προτιμούν τις διαδηλώσεις και τις απεργίες. Είναι μια λογική της ανάθεσης, η οποία καλλιεργείται τόσο από το ίδιο το κοινωνικό σύστημα όσο και από τους ίδιους τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους, την οποία όμως αποδέχονται και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, όταν πιστεύουν ότι καθήκον των εκπροσώπων τους είναι να επιλύουν τα προβλήματά τους, όμως, χωρίς οι ίδιοι να συμμετέχουν ή ακόμη και να είναι μέλη των συνδικάτων.

Πρωτοκαθεδρία του πολιτικού έναντι του οικονομικού

Το εν λόγω πρόβλημα, δηλαδή το πρόβλημα της ανάθεσης, είναι κατά πώς φαίνεται διαχρονικό και είναι συνέπεια της κυριαρχίας του πολιτικού έναντι του οικονομικού αγώνα. Εδράζεται στην αντίληψη ότι ο συνδικαλιστικός-οικονομικός αγώνας υπόκειται στον πολιτικό, δηλαδή ότι είναι υποστηρικτικός της πολιτικής πάλης και άρα δευτερευούσης σημασίας, με συνέπεια να εγκλωβίζεται στον πολιτικό φορέα (οργάνωση, κόμμα, πολιτική πρωτοπορία), υποτιμώντας έτσι τη σημασία της οργάνωσης του αγώνα στο χώρο εργασίας, της αυτοοργάνωσης στη βάση, της θέσπισης απεργιακών ταμείων κ.λπ. Και από τη στιγμή που ένα κίνημα είναι δευτερευόντως ταξικό και πρωτίστως πολιτικό, το οποίο σημαίνει ότι εύκολα μετατρέπεται σε ιμάντα μεταβίβασης των αποφάσεων των εκάστοτε πολιτικών φορέων, η εξουσία δεν έχει τίποτα άλλο να κάνει από το να το εξοντώσει πολιτικά.

Όμως, είναι σε αντιπαράθεση ο πολιτικός από τον συνδικαλιστικό-οικονομικό αγώνα; Απεναντίας.

[Ωστόσο] δεν μπορούν να υποτιμώνται, μεταξύ άλλων, και οι «πολιτικές-ψυχολογικές διαδικασίες», οι οποίες συμβαίνουν κάθε φορά στην εργατική τάξη, όπως η απογοήτευση, η σύγχυση, ο θυμός, ο σκεπτικισμός, η αίσθηση της ματαίωσης και της αναποτελεσματικότητας, οι οποίες διαμορφώνουν με τη σειρά τους την ταξική συνείδηση. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε τα χρέη, τα δάνεια, τις πιστωτικές κάρτες, τους χαμηλούς μισθούς, τον ατομικισμό, τον ανταγωνισμό μεταξύ διαφόρων τμημάτων των εργαζομένων, τη λογική ότι «δεν υπάρχει αποτέλεσμα από τους αγώνες» και ότι έτσι «χάνουμε μισθούς», την αγανάκτηση που αισθάνονται ενάντια στους γραφειοκράτες συνδικαλιστές, τους οποίους, όμως, θα τους ψηφίσουν ξανά, την έλλειψη ιστορικής μνήμης κ.λπ. είναι δυνατό να συμπεράνουμε για ποιο λόγο, όταν έρχεται η ώρα της αναμέτρησης, δεν μπορούν να συγκρουστούν με όρους νίκης με τον αντίπαλο.

Κατά συνέπεια, η απόλυτη πρωτοκαθεδρία του πολιτικού παράγοντα έναντι του ταξικού έχει ως αρνητικό αποτέλεσμα ο κόσμος της εργασίας να ασχολείται πιο πολύ με ζητήματα απόκτησης πολιτικής ταυτότητας παρά με τους υλικούς όρους της ύπαρξής του. Για παράδειγμα, όλοι/-ες έχουν άποψη για τον ιμπεριαλισμό ή για το όνομα του κράτους της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας ή για το ρόλο του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή για τις απόψεις των πολιτικών κομμάτων κ.ά., αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν τι προβλέπουν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και η εργατική νομοθεσία ή ποια είναι η ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης στην Ελλάδα.

Για ένα νέο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα

[Η] εργατική τάξη δεν αποτελεί ένα ομοιογενές σύνολο. Μια σειρά από διαφοροποιήσεις στους κόλπους της, οι οποίες αφορούν το επάγγελμα, την ειδίκευση, το μορφωτικό επίπεδο, τις αποδοχές, τον τρόπο ζωής και την ψυχολογία της, που αντικατοπτρίζονται στη διαμόρφωση κοινωνικής συνείδησης, είναι λόγοι οι οποίοι πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη.

Απόρροια αυτών των διαφοροποιήσεων είναι, πολλές φορές, και το χαμηλό επίπεδο αλληλεγγύης ανάμεσα στις επιμέρους κατηγορίες της εργατικής τάξης, γεγονός το οποίο θα πρέπει επίσης να απασχολήσει σοβαρά τα συνδικάτα. Επιπλέον, η ανεργία και ο φασισμός έχουν αρχίσει να προβάλλουν επικίνδυνα και να γίνονται από τα πιο σοβαρά και κρίσιμα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει το συνδικαλιστικό κίνημα. Όλα αυτά, τείνουν να φέρουν ξανά στην επιφάνεια και να δυναμώσουν εκ νέου παλιές διαιρέσεις και ανισότητες στους κόλπους των εργαζομένων. Η ανάπτυξη της άτυπης εργασίας, της επισφάλειας και της ανεργίας έχουν αρνητικά αποτελέσματα στο συνδικαλιστικό αγώνα, επειδή γίνεται δύσκολη η ένταξη των εργαζομένων στις συνδικαλιστικές δομές, αφού αυτές περιορίζονται σε ορισμένους κλάδους. Έτσι, η προσφυγή στην απεργία καθίσταται δύσκολη, με αποτέλεσμα αυτές οι κατηγορίες εργαζομένων που δεν απεργούν να παίζουν ανασταλτικό ρόλο.

Η κρίση και η προωθούμενη καπιταλιστική αναδιάρθρωση εντείνουν τους διαχωρισμούς και τις διαστρωματώσεις μέσα στην εργατική τάξη, δημιουργώντας μαζί με την ίδια την οργάνωση της εργασίας πολυπλοκότητα και αντιφάσεις στη συμπεριφορά και τη συνείδησή της. Καπιταλιστική αναδιάρθρωση σημαίνει μια πολλαπλή κινητικότητα τμημάτων της εργατικής τάξης, μια μεταβατική κατάσταση, μέχρι τη φάση της δυναμικής ισορροπίας της, η οποία τροποποιεί συμπεριφορές, παρουσιάζει νέες αντιφάσεις, εμφανίζει νέα τμήματα και διαλύει άλλα. Ο χαρακτήρας της εργασίας γίνεται, πλέον, προσωρινός και η έννοια της «σταθερής εργασίας» τείνει να καταργηθεί. Οι εξελίξεις αυτές οδηγούν ορισμένους να μιλούν για μετατροπή της σύμβασης εργασίας του εργαζόμενου σε «σύμβαση δραστηριότητας». Ταυτοχρόνως, αυτές οι αναδιαρθρώσεις επιδρούν στις ίδιες τις εργασιακές σχέσεις και αλλάζουν την οργανωτική δομή της εργασίας, δηλαδή τόσο τη διάρθρωση της εργατικής τάξης όσο και αυτή των συνδικάτων. Το κεφάλαιο προσπαθεί να αξιοποιήσει την κρίση και τη βίαια καπιταλιστική αναδιάρθρωση, προκειμένου να δημιουργήσει ρήγματα στην ενότητα της εργατικής τάξης και στους δεσμούς με τους κοινωνικούς της συμμάχους. Επενδύει ιδεολογικά στην προσπάθεια να πειστούν ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων ότι δεν ανήκουν στην εργατική τάξη (π.χ. τραπεζοϋπάλληλοι, δημόσιοι υπάλληλοι κ.ά.). Επιπλέον, τα φαινόμενα διαχωρισμού των μισθωτών, τα οποία εντείνονται και από την ανάπτυξη του ρατσισμού και του φασισμού, λειτουργούν αρνητικά για τις δυνάμεις της εργασίας, διότι το κεφάλαιο, χτυπώντας, κατ’ αρχάς, τα πλέον αδύνατα στρώματα της εργατικής τάξης, εφαρμόζει την πιο αντιδραστική και αντεργατική πολιτική.

Με λίγα λόγια, γινόμαστε μάρτυρες ενός πολλαπλού διαχωρισμού της εργατικής τάξης, ο οποίος θέτει σε κίνδυνο την ενότητά της, απειλώντας τις δυνάμεις της εργασίας από συντριπτική ήττα. Η αναγνώριση της προαναφερθείσας κατάστασης και των διαπιστώσεων είναι η αναγκαία αφετηρία για την αντιμετώπιση της πραγματικότητας και για τους όρους υπέρβασής της. Δηλαδή, η αναγνώριση ότι δεν έχει αλλάξει η συγκυρία στην ταξική πάλη, πως δεν έχει διαμορφωθεί μια νέα εργασιακή ηθική και κουλτούρα, ότι τα νέα στρώματα της εργατικής τάξης δεν έχουν αποκτήσει συνείδηση της θέσης και του ρόλου τους. Υπάρχουν, βέβαια, εμβρυακές καταστάσεις, αλλά ακόμη βρίσκονται στην αρχή. Μπροστά σ’ αυτές τις εξελίξεις, είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι ο τρόπος με τον οποίο επιβιώνουν τα συνδικάτα αποτελεί, κάθε φορά, μια υπόθεση εργασίας. Διότι, στο βαθμό που μεγαλώνει η ανεργία, η επισφάλεια, η μαύρη-αδήλωτη εργασία κ.λπ., τα συνδικάτα χάνουν μέλη. Σε ένα τέτοιο κλίμα, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία χάνει όλο και περισσότερο τον προσανατολισμό της, συμβιβάζεται όλο και περισσότερο, ενώ οι εργαζόμενοι δυσαρεστούνται.

Κατά πώς φαίνεται, η εύρυθμη λειτουργία των συνδικάτων εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την ικανότητά τους να προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα που επιβάλλουν οι αλλαγές στην αγορά εργασίας και κυρίως να προσελκύουν τα τμήματα των εργαζομένων που παραμένουν έξω από τις δομές του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος, για τους οποίους θα πρέπει να υπάρξουν τρόποι συλλογικής εκπροσώπησης (π.χ. οργανώσεις ανέργων κ.λπ.). Διότι, η κρίση του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος είναι αναμφισβήτητη και αντικατοπτρίζει τη γενικότερη κρίση, η οποία διαχέεται σε όλους τους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Επιπροσθέτως, στην εποχή της διεθνοποίησης των οικονομιών απαιτείται και οι δραστηριότητες του συνδικαλιστικού κινήματος να είναι διεθνιστικές και να έχουν τα χαρακτηριστικά ενός μαζικού κοινωνικού κινήματος, ανοιχτού σε όλους τους εργαζόμενους, χωρίς καμία διάκριση και κανέναν αποκλεισμό. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι θα πρέπει «[…] να κάνουμε το σωματείο όχημα μέσω του οποίου τα μέλη του όχι μόνο να ασχοληθούν με τα υπό διαπραγμάτευση αιτήματά τους, αλλά να καθοδηγήσουν ενεργητικά την πάλη για οτιδήποτε επηρεάζει τους εργαζόμενους…

Ο κινηματικός συνδικαλισμός περιλαμβάνει τη διαμόρφωση των υπό διαπραγμάτευση αιτημάτων, του φάσματος των δραστηριοτήτων του σωματείου, την προσέγγιση των ζητημάτων της αλλαγής, και πάνω απ’ όλα την αίσθηση αυτή της δέσμευσης με ένα ευρύτερο κίνημα που μπορεί να υφίσταται ήττες, δεν μπορεί όμως να καταστραφεί. Με λίγα λόγια, πρόκειται για ένα αυτόνομο συνδικαλιστικό κίνημα, ενεργών αυτόνομων πολιτικών υποκειμένων, τα οποία συνδέονται με τους αντίστοιχους συναδέλφους τους των άλλων εθνών σε ένα διεθνιστικό κίνημα».

Άρα, η ανασυγκρότηση του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς επίσης η αναβάθμιση του περιεχομένου της συνδικαλιστικής παρέμβασης και διεκδίκησης επιδέχονται, πλέον, και νέες μορφές οργάνωσης του κόσμου της εργασίας, αξιοποιώντας όλες τις δυνατότητες, μεταξύ αυτών και την ιστορική εμπειρία.

Όλα αυτά είναι απαραίτητα, διότι η ίδια η πραγματικότητα ωθεί τα συνδικάτα να παρατηρήσουν τις διεργασίες που συντελούνται στο ευρύτερο κοινωνικό σώμα, ώστε να προσπαθήσουν να ξεπεράσουν τις αγκυλώσεις, να πειραματιστούν, να ανοίξουν νέους δρόμους και να δώσουν απαντήσεις. Κατά συνέπεια, η ανασυγκρότηση της εργατικής τάξης και των συνδικάτων σημαίνει αξιοποίηση όλων των μορφών και εμπειριών τόσο του παρελθόντος όσο και των σύγχρονων. Ως τέτοιες μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες, «από τα κάτω», πρωτοβουλίες οι οποίες μπορούν να υπάρξουν, όπως είναι οι επιτροπές αγώνα, οι τοπικές εργατικές λέσχες, οι επιτροπές κατά της ανεργίας, οι εργατικοί σύνδεσμοι, τα κέντρα συμβουλευτικής υποστήριξης εργαζομένων και ανέργων, οι μορφές εργατικής βοήθειας και αλληλεγγύης, οι διάφορες πολιτιστικές δράσεις κ.λπ., καθώς και πιο προωθημένες μορφές παρέμβασης, όπως είναι ο συντονισμός συνδικάτων, οι επιτροπές αυτοάμυνας, ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται οι διαδηλώσεις, οι καταλήψεις χώρων εργασίας και η προσπάθεια λειτουργίας των επιχειρήσεων με μορφές εργατικού ελέγχου και αυτοδιαχείρισης (π.χ. ΒΙΟΜΕ, ΕΡΤ) κ.λπ.

Επίσης, πολύτιμη εμπειρία μπορεί να αποτελέσει η συνεργασία με τοπικές λαϊκές συνελεύσεις, δίκτυα αλληλεγγύης, συνεταιριστικά εγχειρήματα, δίκτυα χωρίς μεσάζοντες κ.λπ., τα οποία επιτελούν έργο συμπληρωματικό και ενισχυτικό και όχι ανταγωνιστικό απέναντι στα συνδικάτα, τα οποία θα μπορούσαν να μπολιαστούν με γνώσεις και πρακτικές, ξεχασμένες, αλλά εξαιρετικά πολύτιμες. Όλα αυτά και άλλα ακόμη, τα οποία μπορεί να ανακαλύψει η εργατική τάξη μέσα από τη δράση και από τις εμπειρίες της βοηθούν στην περαιτέρω ωρίμανση της συνείδησής της, ούτως ώστε να δημιουργήσει τις δικές της δομές αντι-εξουσίας. Τέτοιες πρωτοβουλίες είναι αναγκαίο να τις δούμε σε ένα γενικότερο πλαίσιο της αυθόρμητης απόπειρας αναπλήρωσης των αδυναμιών που οφείλονται, από τη μια στη θεσμική απαξίωση των συνδικάτων που επέτυχαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις και από την άλλη στις διαχρονικές οργανωτικές δυσλειτουργίες και χωριστικές πρακτικές που επικρατούν στο εσωτερικό της εργατικής τάξης και του συνδικαλιστικού κινήματος.

Με λίγα λόγια, το ζητούμενο είναι μέσα από τέτοιες πρωτοβουλίες και δράσεις να βρεθούν οι τρόποι για την ανασυγκρότηση των δυνάμεων της εργασίας και των συνδικάτων και να μείνουν ενεργοί οι άνθρωποι. Διότι, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Λυμπεράτος, η ιστορική εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης έδειξε ότι οι σκουπιδοτενεκέδες της πείνας γεννούσαν πιο συχνά καταδότες, συνεργάτες, κλέφτες και μαυραγορίτες από ό,τι επαναστάτες. Εντελώς αντίθετα, οι ενεργητικές πολιτικές, οι συγκεκριμένες προτάσεις, η κινηματική οργάνωση ήταν εκείνα που παρήγαγαν σύνθετα και διαρκή αποτελέσματα που απαιτούσε η τεράστια αντιστασιακή προσπάθεια.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…