Με τη συνήθη διαύγειά του, ο William I. Robinson* αναρωτιέται αν το παγκόσμιο κύμα διαμαρτυριών και κινητοποιήσεων θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Πράγματι, από την κρίση του 2008 και μετά, υπήρξε μια ατελείωτη αλυσίδα διαμαρτυριών και λαϊκών εξεγέρσεων. Υπενθυμίζει ότι στα χρόνια που προηγήθηκαν της πανδημίας υπήρξαν περισσότερες από 100 μεγάλες διαμαρτυρίες που έριξαν 30 κυβερνήσεις.

Πηγή: La Jornada (20.5.22) | Μετάφραση: Α.Λ.

Αναφέρει τη γιγαντιαία κινητοποίηση στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ τον Μάιο του 2020, την οποία ορίζει ως «μια αντιρατσιστική εξέγερση που έφερε πάνω από 25 εκατομμύρια, κυρίως νέους, στους δρόμους εκατοντάδων πόλεων της χώρας – τη μεγαλύτερη μαζική διαμαρτυρία στην ιστορία των ΗΠΑ».

Στη Λατινική Αμερική, οι κινητοποιήσεις και οι εξεγέρσεις στο Εκουαδόρ, τη Χιλή, τη Νικαράγουα και, κυρίως, την Κολομβία, είχαν έκταση, διάρκεια και βάθος που λίγες φορές έχουν παρατηρηθεί σε αυτή την ήπειρο. Οι διαμαρτυρίες στην Κολομβία παρέλυσαν τη χώρα για τρεις μήνες, έδειξαν εντυπωσιακά επίπεδα λαϊκής δημιουργικότητας (όπως τα 25 σημεία αντίστασης στην πόλη Κάλι) και απολύτως πρωτοφανείς τρόπους διασύνδεσης μεταξύ των λαών και των συμμετεχόντων, στους δρόμους, από κάτω.

Ο Ρόμπινσον υπενθυμίζει ότι, οι άρχουσες τάξεις, οδήγησαν σε οπισθοχώρηση τον κύκλο των κινητοποιήσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 «μέσω της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και της νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης». Αυτό, συνέβη στον βορρά, γιατί στον παγκόσμιο νότο το έκαναν με σφαίρες και σφαγές.

Προς το τέλος του άρθρου του αναρωτιέται «πώς να μεταφράσουμε τη μαζική εξέγερση σε ένα σχέδιο που μπορεί να αμφισβητήσει την εξουσία του παγκόσμιου κεφαλαίου». Το ερώτημα είναι βάσιμο. Κατ’ αρχήν, επειδή δεν ξέρουμε τη απάντηση, επειδή οι κυβερνήσεις που προέκυψαν μετά από μεγάλες εξεγέρσεις δεν έκαναν τίποτα περισσότερο από το να βαθαίνουν τον καπιταλισμό και να προωθούν την αποδιοργάνωση των λαϊκών στρωμάτων.

Ακόμα και αν συμμετέχουμε σε μεγάλες κινητοποιήσεις και εξεγέρσεις, που αποτελούν μέρος της πολιτικής κουλτούρας της διαμαρτυρίας, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τα όριά τους ως μηχανισμούς μετασχηματισμού του κόσμου. Δεν θα τις εγκαταλείψουμε, αλλά μπορούμε να μάθουμε να πηγαίνουμε παραπέρα, για να γίνουμε ικανοί να χτίσουμε το νέο και να το υπερασπιστούμε.

Ανάμεσα στα όρια που εντοπίζω υπάρχουν αρκετά που θα ήθελα να θέσω προς συζήτηση.

Το πρώτο είναι ότι οι κυβερνήσεις έχουν μάθει να διαχειρίζονται τις διαμαρτυρίες, μέσω μιας σειράς παρεμβάσεων που περιλαμβάνουν από την καταστολή έως τις μερικές παραχωρήσεις για τον αναπροσανατολισμό της κατάστασης. Εδώ και δύο αιώνες, η διαμαρτυρία έχει γίνει κοινός τόπος, σε βαθμό που οι άρχουσες τάξεις και οι κυβερνήσεις να μην τη φοβούνται πλέον, όπως συνέβαινε στο παρελθόν αλλά, κυρίως, έχουν μάθει να τη βλέπουν ως ευκαιρία για να κερδίσουν νομιμοποίηση.

Οι από πάνω [η εξουσία] γνωρίζουν ότι η στιγμή-κλειδί είναι όταν μειώνεται η ένταση, όταν οι φωτιές της κινητοποίησης σβήνουν και η τάση επιστροφής στην καθημερινή ζωή κερδίζει έδαφος. Για τους διαδηλωτές, αυτή είναι μια ευαίσθητη στιγμή, καθώς μπορεί να σημαίνει ένα βήμα προς τα πίσω, αν δεν έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν οργανώσεις συμπαγείς και με διάρκεια ζωής.

Το δεύτερο όριο απορρέει από τον ευτελισμό της διαμαρτυρίας μέσω της μετατροπής της σε θέαμα. Ορισμένοι τομείς επιδιώκουν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη μέσω αυτού του μηχανισμού, σε σημείο που το θέαμα έχει γίνει ένα νέο ρεπερτόριο συλλογικής δράσης. Η εξάρτηση από τα μέσα ενημέρωσης είναι μία από τις χειρότερες πτυχές αυτής της παρέκκλισης.

Το τρίτο σχετίζεται με το γεγονός ότι οι διαδηλωτές συχνά δεν βρίσκουν χώρο και χρόνο για να συζητήσουν τι επιτεύχθηκε στη διαμαρτυρία, να αξιολογήσουν πώς να συνεχίσουν, ποια λάθη έγιναν και ποιες ήταν οι επιτυχίες. Το χειρότερο είναι ότι αυτή η «αξιολόγηση» γίνεται συχνά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ή από ακαδημαϊκούς, οι οποίοι δεν αποτελούν μέρος των κινημάτων.

Το τέταρτο όριο που διαπιστώνω είναι ότι οι διαμαρτυρίες είναι αναγκαστικά σποραδικές και περιστασιακές. Κανένα συλλογικό αντικείμενο δεν μπορεί να βρίσκεται συνεχώς στους δρόμους διότι η φθορά είναι τεράστια. Έτσι, οι στιγμές για την εισβολή στο προσκήνιο πρέπει να επιλέγονται προσεκτικά, όπως κάνουν οι αυτόχθονες λαοί που εκδηλώνονται όταν αισθάνονται ότι έφτασε η κατάλληλη στιγμή.

Πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ της δραστηριότητας προς τα έξω και προς τα μέσα, μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής κινητοποίησης, γνωρίζοντας ότι αυτό είναι το κλειδί για να διατηρηθούμε ως λαοί, να δώσουμε συνέχεια στη ζωή και να εδραιωθούμε ως διαφορετικά υποκείμενα. Είναι σε στιγμές εσωτερικής απόσυρσης που επιβεβαιώνουμε τα αντικαπιταλιστικά μας χαρακτηριστικά.

Τέλος, η αυτονομία δεν οικοδομείται κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων, αλλά πριν, κατά τη διάρκεια και μετά. Κυρίως, πριν. Η διαμαρτυρία δεν πρέπει να έχει απλώς χαρακτήρα αντίδρασης διότι τότε η πρωτοβουλία βρίσκεται πάντα εκτός του κινήματος. Η αυτονομία απαιτεί μια μακρά διαδικασία εσωτερικής προσπάθειας και απαιτεί καθημερινή εγρήγορση για να κρατηθεί όρθια.

Αισθάνομαι ότι, ως κινήματα και συλλογικότητες, οφείλουμε στους εαυτούς μας χρόνο για συζήτηση γιατί, το να μην αναπαράγουμε το σύστημα, σημαίνει να δουλεύουμε εντατικά, χωρίς αυθορμητισμούς, ξεπερνώντας την αδράνεια για να συνεχίσουμε να αναπτυσσόμαστε.

Ο Ραούλ Ζιμπέκι (1952,Ουρουγουάη) είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και στρατευμένος διανοούμενος, που έχει αφιερώσει την εργασία του στη μελέτη των κοινωνικών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε νωρίτερα στα ελληνικά στο ιστολόγιο Αέναη Κίνηση.

_________________________

* Ο William I. Robinson (1959, ΗΠΑ) είναι αμερικανός καθηγητής κοινωνιολογίας στο University of California στη Σάντα Μπάρμπαρα. Το έργο του επικεντρώνεται στην πολιτική οικονομία, την παγκοσμιοποίηση, τη Λατινική Αμερική και τον ιστορικό υλισμό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εμπόλεμη Νικαράγουα. Στη συνέχεια συνέχισε τις σπουδές του στη δημοσιογραφία στο Friends World College στο Ναϊρόμπι (Κένυα), στο Ιμπαντάν (Νιγηρία) και στην Κόστα Ρίκα. Ακολούθως, έλαβε τόσο το μεταπτυχιακό του στις λατινοαμερικανικές σπουδές και το διδακτορικό του στην κοινωνιολογία στο University of New Mexico. Είναι μέλος της Διεθνούς Αποστολής του Κοινοβουλίου και της κοινωνίας των πολιτών για τη διερεύνηση της πολιτικής μετάβασης στο Ιράκ. https://robinson.faculty.soc.ucsb.edu/

 

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…