Ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια εποχή κλιμακούμενης ταξικής πάλης και μαζικής λαϊκής διαμαρτυρίας, καθώς η παγκόσμια οικονομία παραπαίει στα πρόθυρα της ύφεσης και οι διεθνείς εντάσεις φτάνουν στο σημείο βρασμού μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η αναταραχή ξεκίνησε σε όλο τον κόσμο μετά την παγκόσμια οικονομική κατάρρευση του 2008, η οποία έβαλε τέλος σε δύο δεκαετίες «άνθισης της παγκοσμιοποίησης». Οι λαϊκές εξεγέρσεις έχουν έκτοτε κλιμακωθεί με αφορμή την πανδημία και, παρόλο που συγκεκριμένα κινήματα μπορεί να ανεβαίνουν και να πέφτουν, δεν διαφαίνεται ύφεση στον ορίζοντα. Τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2022 ξέσπασαν μαζικές εργατικές απεργίες και συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις σε κλάδους και χώρες σε όλο τον κόσμο.

Πηγή: Truthout (14.5.2022) | Μετάφραση: Α.Λ. | Σχόλιο του Ραούλ Ζιμπέκι

Εν τω μεταξύ, οι εμφύλιες διαμάχες και οι πολιτικές συγκρούσεις εξαπλώνονται. Καθώς η ανισότητα αυξάνεται εκθετικά και οι μαζικές δυσκολίες και στερήσεις εξαπλώνονται, ο παγκόσμιος καπιταλισμός φαίνεται να βγαίνει από την πανδημία του COVID-19 σε μια νέα επικίνδυνη φάση, θέτοντας τον κόσμο σε μια αβέβαιη κατάσταση που αγγίζει τα όρια του παγκόσμιου εμφυλίου πολέμου.

Στα δύο χρόνια που προηγήθηκαν του ξεσπάσματος του COVID-19, περισσότερες από 100 μεγάλες αντικυβερνητικές κινητοποιήσεις σάρωσαν τον κόσμο, τόσο σε πλούσιες όσο και σε φτωχές χώρες, ανατρέποντας περίπου 30 κυβερνήσεις ή ηγέτες και πυροδοτώντας μια κλιμάκωση της κρατικής βίας κατά των διαδηλωτών. Από τη Χιλή έως το Λίβανο, το Ιράκ έως την Ινδία, τη Γαλλία έως τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αϊτή έως τη Νιγηρία και από τη Νότια Αφρική έως την Κολομβία, οι μαζικοί λαϊκοί αγώνες φάνηκε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις αποκτούσαν αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα (αν και άλλες καθοδηγούνταν από δεξιά αισθήματα). Οι αντικαπιταλιστικοί αγώνες ένωσαν φοιτητές, εργαζόμενους και συχνά μετανάστες εργάτες, αγρότες, κοινότητες ιθαγενών, αντιρατσιστές, φυλακισμένους και ακτιβιστές κατά των μαζικών συλλήψεων, ακτιβιστές της δημοκρατίας και κατά της διαφθοράς, όσους αγωνίζονται για αυτονομία ή ανεξαρτησία, αγωνιστές κατά της λιτότητας, υπέρμαχους του περιβάλλοντος κ.ο.κ.

Ωστόσο, η «παγκόσμια άνοιξη» του 2017-2019 δεν ήταν παρά μια στιγμή κορύφωσης των λαϊκών εξεγέρσεων που εξαπλώθηκαν στον απόηχο της οικονομικής κατάρρευσης του 2008 – ένα πραγματικό τσουνάμι προλεταριακής εξέγερσης που είχε να εμφανιστεί εδώ και δεκαετίες. Οι μαζικές εξεγέρσεις που ακολούθησαν τη Μεγάλη Ύφεση, μεταξύ των οποίων το Occupy Wall Street (που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και πυροδότησε παρόμοια κινήματα σε δεκάδες χώρες), η Αραβική Άνοιξη και το ελληνικό κίνημα των εργαζομένων, αιχμαλώτισαν την παγκόσμια λαϊκή φαντασία. Ορισμένοι από αυτούς τους αγώνες υπέστησαν πισωγυρίσματα και ήττες. Παρόλα αυτά, η παγκόσμια εξέγερση υποχωρούσε και αναδυόταν εκ νέου καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010, αλλά δεν έσβησε, και ένα νέο κύμα ξέσπασε το 2017.

Ο εγκλεισμός λόγω της πανδημίας έδιωξε τους διαδηλωτές από τους δρόμους στις αρχές του 2020. Αλλά η ανάπαυλα ήταν στιγμιαία. Μέσα σε λίγες εβδομάδες από το lockdown, οι διαδηλωτές βγήκαν και πάλι δυναμικά, παρά την καραντίνα και τους κινδύνους δημόσιας συνάθροισης. Παράλληλα με αυτές τις κινητοποιήσεις, οι διαμαρτυρίες ενάντια στην δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ από αστυνομικό, τον Μάιο του 2020, πυροδότησαν μια αντιρατσιστική εξέγερση που έφερε πάνω από 25 εκατομμύρια, κυρίως νέους, στους δρόμους εκατοντάδων πόλεων της χώρας – τη μεγαλύτερη μαζική διαμαρτυρία στην ιστορία των ΗΠΑ. Πολλοί διαδηλωτές του Black Lives Matter ζήτησαν την αποχρηματοδότηση των αστυνομικών τμημάτων και την επένδυση σε ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών υπηρεσιών και υποστήριξης. Αυτή η έκκληση για την επέκταση ενός δικτύου κοινωνικής ασφάλειας αποτέλεσε άμεση πρόκληση για τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, ο οποίος, αντί να διοχετεύει κρατικά δολάρια στις κοινότητες της εργατικής τάξης και σε προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, τα κατευθύνει στην αστυνόμευση, την «άμυνα» και την εταιρική ευημερία. Επιπλέον, οι διαμαρτυρίες του BLM υποκίνησαν δράσεις αλληλεγγύης σε όλο τον κόσμο καθώς το 2020 προχωρούσε.

Το Pew Research Center διεξάγει συνεχείς δημοσκοπήσεις στις ΗΠΑ σχετικά με τις απόψεις απέναντι στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό (αν και, φυσικά, δεν είναι σαφές τι αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι ως καπιταλισμό και σοσιαλισμό). Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση του 2019, το 42% των ερωτηθέντων στις ΗΠΑ είχε θετική άποψη για τον σοσιαλισμό, αν και η δημοσκόπηση του Pew Research Center δεν κατένειμε τις απαντήσεις ανά ηλικιακή ομάδα. Ωστόσο, μια δημοσκόπηση της Gallup του 2018, διαπίστωσε ότι το 51% των ατόμων ηλικίας 18-29 ετών είχαν ευνοϊκή άποψη για τον σοσιαλισμό. Εξετάζοντας το ιστορικό πλαίσιο, μια άλλη δημοσκόπηση της Gallup διαπίστωσε ότι η υποστήριξη του σοσιαλισμού βρισκόταν στο 25% το 1942 μεταξύ του συνολικού πληθυσμού των ΗΠΑ, ενώ το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 43% το 2019.

Αποκαλυπτική ήταν, επίσης, μια άλλη δημοσκόπηση η οποία διαπίστωσε ότι, η υποστήριξη του σοσιαλισμού στις ΗΠΑ, αυξήθηκε κατά σχεδόν 10% μεταξύ των νέων το 2020, εν μέσω της πανδημίας. Αυτή η δημοσκόπηση διαπίστωσε ότι το 60% των millennials και το 57% της γενιάς Z υποστηρίζουν μια «πλήρη αλλαγή του οικονομικού μας συστήματος μακριά από τον καπιταλισμό». Μια δημοσκόπηση του 2020 σε παγκόσμιο επίπεδο, διαπίστωσε ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο (56%) πιστεύει ότι ο καπιταλισμός κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Σε εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, η έλλειψη εμπιστοσύνης στον καπιταλισμό ήταν η υψηλότερη στην Ταϊλάνδη και την Ινδία (75% και 74%, αντίστοιχα), με τη Γαλλία να βρίσκεται πολύ κοντά (69%). Οι πλειοψηφίες απέρριψαν τον καπιταλισμό σε πολλές χώρες της Ασίας, της Ευρώπης, του Κόλπου, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Στην πραγματικότητα, μόνο στην Αυστραλία, τον Καναδά, τις ΗΠΑ, τη Νότια Κορέα, το Χονγκ Κονγκ και την Ιαπωνία οι πλειοψηφίες διαφωνούσαν με τον ισχυρισμό ότι ο καπιταλισμός σήμερα κάνει περισσότερο κακό παρά καλό.

Αυτό το αντικαπιταλιστικό συναίσθημα των μαζών, εκφράστηκε με μια κλιμάκωση των διαμαρτυριών κατά τη διάρκεια της ίδιας της πανδημίας. Μια αισθητή ριζοσπαστικοποίηση φάνηκε να λαμβάνει χώρα μεταξύ των εργαζομένων και των φτωχών, μια αυξημένη αίσθηση αλληλεγγύης εντός και εκτός συνόρων που εντάθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, όχι λιγότερες από 1.000 απεργίες ξέσπασαν σε όλη τη χώρα τους πρώτους έξι μήνες της επιδημίας. Οι εργαζόμενοι πραγματοποίησαν διαμαρτυρίες για να διεκδικήσουν την ασφάλειά τους. Οι ενοικιαστές κάλεσαν σε απεργίες για τα ενοίκια,ακτιβιστές για τα δικαιώματα των μεταναστών περικύκλωσαν τα κέντρα κράτησης, οργανώσεις ενάντια στις φυλακές απαίτησαν την απελευθέρωση κρατουμένων, εργαζόμενοι στα fastfood και στην επεξεργασία κρέατος έκαναν «άγριες στάσεις εργασίας» (wildcat stoppages)(1) για να αναγκάσουν τα εργοστάσια να κλείσουν, άστεγοι κατέλαβαν άδεια σπίτια και εργαζόμενοι στην στην πρώτη γραμμή της υγειονομική περίθαλψης, απαίτησαν τον ατομικό προστατευτικό εξοπλισμό που χρειάζονταν, για να κάνουν τη δουλειά τους παραμένοντας ασφαλείς. Ως επί το πλείστον, οι «άγριες απεργίες» (wildcat strikes) οργανώθηκαν όχι από την ηγεσία των συνδικάτων αλλά από τη βάση.

Ο COVID-19 ήταν, επομένως, η αστραπή πριν από τον κεραυνό. «Λίγες μόλις εβδομάδες μετά την ευρεία επιβολή lockdowns, οι διαμαρτυρίες άρχισαν να επανεμφανίζονται», σημειώνει το Carnegie Endowment. «Ήδη από τον Απρίλιο [2020], ο αριθμός των διαδηλώσεων αυξήθηκε σε υψηλό βαθμό  – περίπου μία νέα σημαντική αντικυβερνητική διαμαρτυρία κάθε τέσσερις ημέρες». Και το 2021 δεν υπήρξε καμία ύφεση στις μαζικές διαμαρτυρίες που, σύμφωνα με το Carnegie Endowment, τροφοδοτήθηκαν από ένα όλο και πιο αυταρχικό πολιτικό τοπίο και «αυξανόμενη οικονομική ανασφάλεια» που «έφερε την απογοήτευση του κόσμου στο σημείο βρασμού». Προσθέτει επίσης ότι πολλές χώρες που δεν εμφανίζονταν προηγουμένως στον χάρτη κατέγραψαν διαμαρτυρίες εκείνο το έτος. Στη συνέχεια, καθώς η παγκόσμια ταξική πάλη θερμαίνεται, τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2022 ξέσπασαν μαζικές εργατικές απεργίες σε βιομηχανίες και χώρες σε όλο τον κόσμο.

Καταστροφικές επιπτώσεις της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης

Με όλη τους την ποικιλομορφία, πολλοί από αυτούς τους αγώνες είχαν –και  έχουν– έναν  κοινό βασικό παρονομαστή: έναν επιθετικό παγκόσμιο καπιταλισμό σε κρίση που πιέζει να επεκταθεί στις πλάτες των εργαζόμενων μαζών που δεν μπορούν να ανεχθούν άλλες κακουχίες και στερήσεις. Τα καπιταλιστικά κράτη αντιμετωπίζουν σπειροειδείς κρίσεις νομιμότητας, μετά από δεκαετίες κοινωνικής παρακμής και στερήσεων που προκάλεσε ο νεοφιλελευθερισμός, οι οποίες επιδεινώθηκαν από την αδυναμία των κρατών αυτών να διαχειριστούν την πανδημία του COVID και την οικονομική ελεύθερη πτώση που προκάλεσε. Το μέγεθος της πόλωσης μεταξύ του πλούτου και της εξουσίας, της στέρησης και της δυστυχίας της φτωχής πλειοψηφίας του κόσμου, ήταν ήδη απίστευτη πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας. Το 2018, μόλις 17 παγκόσμιοι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι διαχειρίστηκαν συλλογικά 41,1 τρισεκατομμύρια δολάρια, περισσότερο από το μισό ΑΕΠ ολόκληρου του πλανήτη. Την ίδια χρονιά, το πλουσιότερο 1% της ανθρωπότητας με επικεφαλής 36 εκατομμύρια εκατομμυριούχους και 2.400 δισεκατομμυριούχους ήλεγχε περισσότερο από το μισό του παγκόσμιου πλούτου, ενώ το κατώτερο 80% –σχεδόν 6 δισεκατομμύρια άνθρωποι – έπρεπε να τα βγάλει πέρα με μόλις το 5% αυτού του πλούτου.

Παγκοσμίως, το 50% των ανθρώπων ζει με λιγότερα από 2,50 δολάρια την ημέρα και το 80% ζει με λιγότερα από 10 δολάρια την ημέρα. Ένας στους τρεις ανθρώπους στον πλανήτη υποφέρει από κάποια μορφή υποσιτισμού, σχεδόν ένα δισεκατομμύριο πέφτουν για ύπνο πεινασμένοι κάθε βράδυ και άλλα 2 δισεκατομμύρια υποφέρουν από επισιτιστική ανασφάλεια. Οι πρόσφυγες από τον πόλεμο, την κλιματική κρίση, την πολιτική καταπίεση και την οικονομική κατάρρευση ανέρχονται ήδη σε εκατοντάδες εκατομμύρια, καθώς ο κοινωνικός ιστός διαλύεται και ολόκληρες κοινότητες καταρρέουν σε περιφερειακές περιοχές. Η πανδημία, ακολουθούμενη από τις επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, έχει εντείνει ακόμη περισσότερο αυτές τις συνθήκες.

Η διεθνής αναπτυξιακή οργάνωση Oxfam ανέφερε τον περασμένο Ιανουάριο ότι, κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών της πανδημίας COVID-19, οι 10 πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο υπερδιπλασίασαν την περιουσία τους, από 700 δισεκατομμύρια δολάρια σε 1,5 τρισεκατομμύριο δολάρια, ενώ το 99% της ανθρωπότητας είδε μείωση του εισοδήματός του και 160 εκατομμύρια άνθρωποι έπεσαν στη φτώχεια. Το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα–ΠΕΠ (World Food Program WFP) ανέφερε τον Μάιο ότι «οι προοπτικές για την παγκόσμια οξεία επισιτιστική ανασφάλεια το 2022 αναμένεται να επιδεινωθούν περαιτέρω σε σχέση με το 2021», μια χρονιά που, σύμφωνα με το ΠΕΠ, «ξεπέρασε όλα τα προηγούμενα ρεκόρ». Ο πόλεμος στην Ουκρανία «είναι πιθανό να επιδεινώσει τις ήδη δυσοίωνες προβλέψεις για την οξεία επισιτιστική ανασφάλεια του 2022, δεδομένων των επιπτώσεων του πολέμου στις παγκόσμιες τιμές και προμήθειες τροφίμων, ενέργειας και λιπασμάτων».

Εκατοντάδες εκατομμύρια, ίσως δισεκατομμύρια άνθρωποι, έχουν εκτοπιστεί από τις υπαίθρους του Παγκόσμιου Νότου τις τελευταίες δεκαετίες από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, τις κοινωνικές εκκαθαρίσεις και την οργανωμένη βία, όπως ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» και ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», οι οποίες, και οι δύο, έχουν χρησιμεύσει ως μέσα μαζικής εκτόπισης και για τη βίαιη αναδιάρθρωση και ενσωμάτωση χωρών και περιοχών στη νέα παγκόσμια οικονομία. Οι εκτοπισμένοι συρρέουν στις μεγαλουπόλεις του κόσμου που έχουν γίνει το σημείο μηδέν για μαζικές διαμαρτυρίες.

Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας (International Labour Office) ανέφερε ότι 1,53 δισεκατομμύρια εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο αντιμετώπιζαν «ευάλωτες» εργασιακές ρυθμίσεις το 2009, αντιπροσωπεύοντας περισσότερο από το 50% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού, και ότι το 2018 η πλειοψηφία των 3,5 δισεκατομμυρίων εργαζομένων στον κόσμο «βίωσε έλλειψη υλικής ευημερίας, οικονομικής ασφάλειας, ισότητας ευκαιριών ή δυνατοτήτων ανθρώπινης ανάπτυξης».

Καθώς η ψηφιοποίηση οδηγεί τώρα σε έναν νέο γύρο παγκόσμιας αναδιάρθρωσης, προμηνύεται η επέκταση της επισφάλειας των εργαζομένων που έχουν απασχόληση και επίσης η διεύρυνση των τάξεων της ανθρωπότητας που αποκλείονται από την αγορά εργασίας, ενώ η κλιματική κρίση θα δημιουργήσει ελλείψεις νερού και τροφίμων, θα εκτοπίσει εκατοντάδες εκατομμύρια ακόμη και θα αυξήσει την έκθεση σε φυσικές καταστροφές.

Αυτή η κοινωνική κρίση είναι εκρηκτική. Τροφοδοτεί τις μαζικές διαμαρτυρίες των καταπιεσμένων και οδηγεί τις κυρίαρχες ομάδες να αναπτύξουν ένα, όλο και περισσότερο, πανταχού παρόν παγκόσμιο αστυνομικό κράτος, για να συγκρατήσει την εξέγερση των παγκόσμιων εργατικών και λαϊκών τάξεων. Καθώς ο παγκόσμιος εμφύλιος πόλεμος θερμαίνεται, στον μετα-πανδημικό κόσμο, ο κοινωνικός ιστός διαλύεται. Η κρίση δημιουργεί τεράστιες πολιτικές εντάσεις που οι κυρίαρχες ομάδες πρέπει να διαχειριστούν μπροστά στην κοινωνική αποσύνθεση και την πολιτική κατάρρευση σε πολλές χώρες. Αναθερμαίνει τις γεωπολιτικές συγκρούσεις, καθώς τα κράτη προσπαθούν να εξωτερικεύσουν τις κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις και επιταχύνει την κατάρρευση της διεθνούς τάξης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυξάνοντας τον κίνδυνο διεθνούς στρατιωτικής ανάφλεξης (μάρτυρας η σύγκρουση στην Ουκρανία).

Πανδημική καταστολή και παγκόσμιο αστυνομικό κράτος

Ο COVID-19 ήταν, από ορισμένες απόψεις, μια μεταμφιεσμένη ευλογία για την άρχουσα τάξη. Η πανδημία ανάγκασε τους διαδηλωτές να φύγουν προς στιγμήν από τους δρόμους και έδωσε στα καπιταλιστικά κράτη μια ανάσα, με την οποία μπόρεσαν να συγκεντρώσουν τις κατασταλτικές τους δυνάμεις και να τις αναπτύξουν εναντίον των ανήσυχων πληθυσμών. Το κύμα καταστολής και βιαιότητας που εξαπέλυσαν, εναντίον των ίδιων των πολιτών τους, απλά δεν μπορεί να εξηγηθεί από την ανάγκη αυτών των κρατών να τους κρατήσουν ασφαλείς. Αντιθέτως, η πανδημία παρείχε ένα πρόσφορο προπέτασμα καπνού για να αντεπιτεθούν στις παγκόσμιες εξεγέρσεις.

Η περίπτωση της Ινδίας είναι αποκαλυπτική. Περίπου 150 εκατομμύρια εργαζόμενοι κατέβηκαν σε απεργία τον Ιανουάριο του 2019. Στη συνέχεια, το ίδιο έτος, ακολούθησαν μήνες διαμαρτυρίας κατά των προτεινόμενων αλλαγών σε έναν νόμο για την ιθαγένεια που θα έκανε διακρίσεις εις βάρος των μουσουλμάνων και από μια δεύτερη γενική απεργία, το 2020, που έβγαλε στους δρόμους 250 εκατομμύρια εργάτες και αγρότες – η μεγαλύτερη εργατική κινητοποίηση στην παγκόσμια ιστορία. Η απαγόρευση κυκλοφορίας που επέβαλε η κυβέρνηση λόγω της πανδημίας ήταν βολική για την υπονόμευση της εξέγερσης των πολιτών. Όταν η κυβέρνηση άρχισε να επιβάλλει αυστηρά τοπικά lockdowns καθώς ο ιός εξαπλωνόταν, ξεχώρισε γειτονιές που ταυτίζονταν με τις διαμαρτυρίες. Σε αυτές τις περιοχές, μεγάλα αστυνομικά οδοφράγματα εγκλώβισαν τους κατοίκους για εβδομάδες. Η κυβέρνηση ανάγκασε επίσης δεκάδες εκατομμύρια απεργούς [εσωτερικούς] μετανάστες εργάτες να φύγουν για τα χωριά τους για να μείνουν εκεί κατά τη διάρκεια του lockdown, υπομένοντας στη διαδρομή ανελέητη κρατική καταστολή, η οποία περιελάμβανε ακραία απανθρωποποίηση, θανάτους υπό κράτηση και μαζικές συλλήψεις (όλα αυτά ενώ ο Mukesh Ambani, ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Ινδία, αύξανε τον πλούτο του κατά 12 εκατομμύρια δολάρια την ώρα κατά τη διάρκεια της πανδημίας).

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα κύμα εργατικών κινητοποιήσεων που εξαπλώθηκε ακόμη και πριν από την πανδημία του COVID-19, με επικεφαλής μια σειρά μαζικών απεργιών των εκπαιδευτικών το 2018 και το 2019, εξερράγη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, λόγω των άθλιων και μη ασφαλών συνθηκών εργασίας στα σχολεία εν μέσω της πανδημίας.

Οι μνημειώδεις εξεγέρσεις του Black Lives Matter, το 2020, αντιμετωπίστηκαν με ιδιαίτερα βίαιη κρατική καταστολή. Οι κυβερνώντες, φοβούμενοι ότι θα χάσουν τον έλεγχο, εξαπέλυσαν χωρίς φραγμούς τον κρατικό κατασταλτικό μηχανισμό εναντίον των, σε μεγάλο βαθμό, ειρηνικών διαδηλωτών, αφήνοντας τουλάχιστον 14 νεκρούς, εκατοντάδες τραυματίες και περίπου 10.000 συλληφθέντες. (Συμμετείχα ο ίδιος στις διαδηλώσεις στην πόλη διαμονής μου, το Λος Άντζελες, όπου έγινα μάρτυρας της χρήσης δακρυγόνων, χειροβομβίδων κρότου-λάμψης, όπλων taser, σπρέι πιπεριού, σφαιρών από καουτσούκ και γκλομπς από στρατιωτικοποιημένες μονάδες της αστυνομίας και της εθνοφρουράς εναντίον των διαδηλωτών).

Οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο έδωσαν κεντρικοποιημένη απάντηση στην πανδημία και πολλές κήρυξαν καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, επιβάλλοντας στην ουσία αυτό που ορισμένοι αποκάλεσαν «ιατρικό στρατιωτικό νόμο». Ένας τέτοιος συντονισμός μπορεί να ήταν απαραίτητος για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Όμως, η συγκεντροποίηση των εξουσιών έκτακτης ανάγκης στα αυταρχικά καπιταλιστικά κράτη χρησιμοποιήθηκε για την ανάπτυξη αστυνομικών και στρατιωτικών δυνάμεων, για τη λογοκρισία κάθε κριτικής στις κυβερνήσεις, για την συγκράτηση της δυσαρέσκειας, την αύξηση της επιτήρησης και την επιβολή κατασταλτικού κοινωνικού ελέγχου – δηλαδή για την προώθηση του παγκόσμιου αστυνομικού κράτους. Στη μία χώρα μετά την άλλη, οι εξουσίες έκτακτης ανάγκης χρησιμοποιήθηκαν με επιλεκτικό τρόπο για την απαγόρευση διαδηλώσεων με την αιτιολογία ότι εξαπλώνουν τον COVID-19, τις διώξεις διαφωνούντων, τη λογοκρισία δημοσιογράφων και την αντιμετώπιση μειονοτικών ομάδων ως αποδιοπομπαίων τράγων. Τουλάχιστον 158 κυβερνήσεις επέβαλαν περιορισμούς στις διαδηλώσεις.

Σε πολλές χώρες, οι κυβερνήσεις απαίτησαν από τους πολίτες να φέρουν έγγραφα που να πιστοποιούν το «δικαίωμά» τους να βρίσκονται εκτός των σπιτιών τους κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού. Η ιδέα φαίνεται ότι απλώς εξυπηρετούσε να συνηθίσουν οι πληθυσμοί να παράγουν χαρτιά κατά παραγγελία, να ζητούν άδεια ύπαρξης στο δημόσιο χώρο. Στις Φιλιππίνες, ο ισχυρός πρόεδρος Ροντρίγκο Ντουτέρτε, εξέδωσε διάταγμα εκτέλεσης για όποιον αψηφούσε την εντολή εγκλεισμού στο σπίτι ενώ η κυβέρνησή του ενίσχυσε την εκστρατεία εξωδικαστικών δολοφονιών χιλιάδων υποτιθέμενων εγκληματιών. Στη Λατινική Αμερική –κατήγγειλε η Διεθνής Αμνηστία– οι κυβερνήσεις στράφηκαν σε αυθαίρετες, τιμωρητικές και κατασταλτικές τακτικές για να επιβάλουν τη συμμόρφωση με τα μέτρα καραντίνας και να καταστείλουν τις λαϊκές διαμαρτυρίες. «Αν προστεθούν στις διαρθρωτικές προκλητικές καταστάσεις και τις τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές διαιρέσεις που υπήρχαν πριν από την πανδημία, τα μέτρα αυτά συνδυάζονται μόνο για να διαιωνίσουν την ανισότητα και τις διακρίσεις σε ολόκληρη την ήπειρο». Η καταστολή αυτή ήταν ευρέως διαδεδομένη σε όλο τον κόσμο. Όπως περιγράφω λεπτομερώς στο νέο μου βιβλίο, Global Civil War: Capitalism-Post Pandemic, στη μία χώρα μετά την άλλη η πανδημία παρείχε στα καπιταλιστικά κράτη ένα βολικό πρόσχημα για να καταπνίξουν την παγκόσμια εξέγερση, να αυστηροποιήσουν τα συστήματα μαζικής επιτήρησης και κοινωνικού ελέγχου και να περάσουν νομοθεσία έκτακτης ανάγκης που τους έδινε εκτεταμένες εξουσίες για να καταστείλουν τα κινήματα διαμαρτυρίας που είχαν φτάσει σε κρεσέντο την παραμονή του ξεσπάσματος.

Ενώ μια σοβαρή κυβερνητική αντίδραση μπορεί να ήταν αναγκαία από άποψη δημόσιας υγείας, έγινε σαφές ότι η «νέα κανονικότητα» καθώς ο κόσμος θα έβγαινε από την πανδημία θα περιελάμβανε ένα πιο εκτεταμένο παγκόσμιο αστυνομικό κράτος, συμπεριλαμβανομένης της μόνιμης μαζικής επιτήρησης και ενός νέου βιοπολιτικού καθεστώτος, στο οποίο τα κράτη θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη «δημόσια υγεία» ως νέο πρόσχημα για να συγκρατήσουν την παγκόσμια εξέγερση. Τα κράτη χρησιμοποίησαν αυτό που ο μελετητής των διεθνών σχέσεων Kees van der Pijl (2) ανέφερε ως «βιοπολιτική κατάσταση έκτακτης ανάγκης» για να ομαλοποιήσουν και να θεσμοθετήσουν περαιτέρω την κρατική επιτήρηση και τον κατασταλτικό έλεγχο, με τρόπο που θύμιζε τα επακόλουθα των επιθέσεων του 2001. Στον απόηχο αυτών των επιθέσεων, 140 χώρες ψήφισαν δρακόντειες «αντιτρομοκρατικές» νομοθεσίες για την ασφάλεια που συχνά καθιστούσαν νόμιμη την καταστολή των κοινωνικών κινημάτων και της πολιτικής διαφωνίας. Οι νόμοι παρέμειναν σε ισχύ πολύ μετά τα γεγονότα του 2001.

Πανδημίες πολιτικής βίας

Μια πρόσφατη έκθεση του Lloyd’s of London, ενός παγκόσμιου ασφαλιστικού και χρηματοπιστωτικού ομίλου, προειδοποίησε ότι «οι περιπτώσεις μετάδοσης της πολιτικής βίας γίνονται όλο και πιο συχνές» και οδεύουν προς αυτό που αποκαλεί «πανδημίες πολιτικής βίας» (PV [political violence] pandemics). Εντόπισε τα λεγόμενα «υπερ-στελέχη» της πολιτικής βίας. Μεταξύ αυτών που ο Lloyd’s θεωρεί ως «υπερ-στελέχη» είναι τα «αντιιμπεριαλιστικά» «κινήματα ανεξαρτησίας», τα κοινωνικά κινήματα που ζητούν την απομάκρυνση μιας «κατοχικής δύναμης», οι «μαζικές διαμαρτυρίες υπέρ των μεταρρυθμίσεων, κατά εθνικών κυβερνήσεων» και οι «ένοπλες εξεγέρσεις» εμπνευσμένες από τον «Μαρξισμό» και τον «Ισλαμισμό».

Οι κρατικές αντιδράσεις σε αυτή την «πολιτική βία» είναι μια τεράστια επιχείρηση. Σύμφωνα με την έκθεση του 2016, Global Riot Control System Market, 2016-2020, η οποία εκπονήθηκε από μια παγκόσμια εταιρεία επιχειρηματικών πληροφοριών, στους πελάτες της οποίας περιλαμβάνονται εταιρείες του Fortune 500, τα επόμενα χρόνια θα υπάρξει μια έκρηξη πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων στην παγκόσμια αγορά των «συστημάτων ελέγχου ταραχών». Η έκθεση προβλέπει «δραματική αύξηση των πολιτικών αναταραχών σε όλο τον κόσμο».

Ιστορικά, η εργατική μαχητικότητα και οι μαζικές διαμαρτυρίες εκτυλίσσονται σε κύματα, προσαρμοσμένα στην καπιταλιστική επέκταση και τις κρίσεις, τους πολέμους και τις μεγάλες πολιτικές αλλαγές. Οι κυρίαρχες ομάδες κατάφεραν να αποκρούσουν τον τελευταίο μεγάλο κύκλο παγκόσμιας κινητοποίησης από τα κάτω, στη δεκαετία του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μέσω της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και της νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης. Αλλά αυτή τη φορά οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός φτάνει στα όρια της επέκτασής του, δεδομένης της οικολογικής κατάρρευσης και της κλιμακούμενης απειλής πυρηνικής αντιπαράθεσης. Η κρίση είναι πρωτοφανής και επίσης υπαρξιακή. Επιπλέον, η παγκόσμια οικονομία και κοινωνία είναι πιο ολοκληρωμένες και αλληλοεξαρτώμενες από ποτέ, και οι παγκόσμιες επικοινωνίες συνδέουν μεταξύ τους τις κοινότητες που αντιστέκονται, πέρα από σύνορα και σε πλανητική κλίμακα.

Εκτός από την ανατροπή του συστήματος, η μόνη διέξοδος από την κοινωνική κρίση για τις μεγάλες μάζες της ανθρωπότητας είναι η αντιστροφή των κλιμακούμενων ανισοτήτων μέσω μιας ριζικής αναδιανομής του πλούτου και της εξουσίας προς τα κάτω και μέσω δραστικών περιβαλλοντικών μέτρων. Η πρόκληση για τους χειραφετητικούς αγώνες είναι πώς να μεταφράσουν τη μαζική εξέγερση σε ένα σχέδιο που μπορεί να αμφισβητήσει την εξουσία του παγκόσμιου κεφαλαίου και να επιφέρει μια τέτοια ριζική αναδιανομή. Μέχρι σήμερα, η παγκόσμια εξέγερση έχει εξαπλωθεί ανομοιόμορφα και αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις, όπως ο κατακερματισμός, η απορρόφηση από την καπιταλιστική κουλτούρα και, ως επί το πλείστον, η έλλειψη συνεκτικής αριστερής ιδεολογίας και οράματος για ένα μετασχηματιστικό σχέδιο πέρα από τα άμεσα αιτήματα. Για να αντεπιτεθούν αποτελεσματικά, τα αποσπασματικά κινήματα, πρέπει να βρουν τρόπους να συναντηθούν σε ένα ευρύτερο χειραφετητικό σχέδιο και να αναπτύξουν δημιουργικές στρατηγικές για να προωθήσουν ένα τέτοιο σχέδιο.

_____________________________

Σημειώσεις

* Ο William I. Robinson (1959, ΗΠΑ) είναι αμερικανός καθηγητής κοινωνιολογίας στο University of California στη Σάντα Μπάρμπαρα. Το έργο του επικεντρώνεται στην πολιτική οικονομία, την παγκοσμιοποίηση, τη Λατινική Αμερική και τον ιστορικό υλισμό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εμπόλεμη Νικαράγουα. Στη συνέχεια συνέχισε τις σπουδές του στη δημοσιογραφία στο Friends World College στο Ναϊρόμπι (Κένυα), στο Ιμπαντάν (Νιγηρία) και στην Κόστα Ρίκα. Ακολούθως, έλαβε το μεταπτυχιακό του στις λατινοαμερικανικές σπουδές και το διδακτορικό του στην κοινωνιολογία στο University of New Mexico. Είναι μέλος της Διεθνούς Αποστολής του Κοινοβουλίου και της κοινωνίας των πολιτών για τη διερεύνηση της πολιτικής μετάβασης στο Ιράκ https://robinson.faculty.soc.ucsb.edu/

1. wildcat stoppage, wildcat strike, απεργία ή στάση εργασίας που πραγματοποιείται από εργαζόμενους χωρίς να έχει κυρηχθεί ή να έχει τη συγκατάθεση των αντίστοιχων συνδικάτων (συνδικαλιστική απεργία). Εκτός από «άγρια απεργία» αφέρεται επίσης ως «αιφνιδιαστική», «απροειδοποίητη» ή «ανεπίσημη απεργία».

2. Kees van der Pijl (1947), Ολλανδός πολιτικός επιστήμονας, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο University of Sussex.

 

 

 

1 σχόλιο

Comments are closed.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…