Μετά το βιβλίο «Η Αδύνατη ταξική ανακωχή. Η πολιτική του ΕΑΜ στα υπουργεία Οικονομικών, Εργασίας και στα συνδικάτα μέχρι τα Δεκεμβριανά» (ΚΨΜ 2015), αυτές τις μέρες κυκλοφορεί, από τις εκδόσεις ΚΨΜ και πάλι, το δεύτερο βιβλίο του εκπαιδευτικού, και μέλους του περιοδικού Εκπαιδευτική Λέσχη, Δημήτρη Μαριόλη «Ο ιέραξ είναι εδώ. Επιθεωρητές και αξιολόγηση στο σχολείο της Εθνικοφροσύνης (1949-1974)». Το βιβλίο, μια ιστορική ματιά στην εν εξελίξει επάνοδο του επιθεωρητισμού, παρουσιάζεται στην Αθήνα την Τρίτη 20 Ιουνίου, στις 7:30 μ.μ., στον Κήπο του Μουσείου (Πατησίων 44, μπροστά από το Αρχαιολογικό Μουσείο): θα μιλήσουν γι’ αυτό ο Προκόπης Παπαστράτης (ομότιμος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο), ο Νίκος Σύφαντος (δάσκαλος) και ο συγγραφέας. Με αφορμή την παρουσίαση, το Κόκκινο και το Μαύρο δημοσιεύει ένα απόσπασμα από το βιβλίο.
Η επιθεώρηση της 21ης Φεβρουαρίου του 1961 στο 4ο Δημοτικό Σχολείο Σουφλίου πρέπει να ήταν μια δοκιμασία για γερά νεύρα, τόσο για τους μαθητές όσο και για τον δάσκαλο Κ.Β. της Στ΄ τάξης. Σύμφωνα με την έκθεση αξιολόγησης που συντάσσει ο αρμόδιος επιθεωρητής, ο Κ.Β. δεν τηρεί βιβλίο διδασκόμενης ύλης, οι μαθητές του είναι άτακτοι και απείθαρχοι, με χαμηλές επιδόσεις, η διδασκαλία του προδίδει ότι δεν προσήλθε προετοιμασμένος, η σχολική του αίθουσα ακατάστατη, με βιβλία και χαρτιά «ατάκτως εριμμένα», ενώ από το άγρυπνο μάτι της αξιολόγησης δεν διαφεύγουν δύο μελανοδοχεία «με λίαν εμφανή την επ’ αυτών κόνιν». Επιπλέον, ο επιθεωρητής υποβάλλει τους μαθητές σε ένα τεστ με προβλήματα γεωμετρίας και αριθμητικής, όπου διαπιστώνει ότι μόνο μία μαθήτρια κατορθώνει να ανταποκριθεί. Η ταραχή που προκάλεσε η επιθεώρηση στον δάσκαλο δεν περνάει απαρατήρητη, αντιθέτως χρησιμοποιείται και αυτή εναντίον του: «μάλλον καταλαμβάνεται από ανησυχίαν κατά την επιθεώρηση», διαπιστώνει ο επιθεωρητής. Ακόμα και οι μουσικές γνώσεις του Κ.Β., ο οποίος «γνωρίζει άριστα ενόργανον μουσικήν παίζων βιολί», σημειώνονται ως μειονέκτημα, αφού, όπως αναφέρει ο επιθεωρητής, η καλλιτεχνική του φύση τροφοδοτεί τον εγωισμό του και στερεί πολύτιμο χρόνο από την εργασία του. Αλλά και η δήλωση του Κ.Β. ότι έχει μεγάλη ατομική βιβλιοθήκη και ότι μελετά βιβλία και περιοδικά αμφισβητείται, καθώς «ούτε καν ενδείξεις δεν παρέχει προς την κατεύθυνσιν τούτην».
Ο επιθεωρητής, στην έκθεση επιθεώρησης του σχ. έτους 1960-1961 που συντάσσει για τον δάσκαλο, είναι πραγματικά καταπέλτης. Τα πιθανά κίνητρα της αρνητικής στάσης του καταγράφονται στο τέλος της έκθεσης επιθεώρησης. Δύο μήνες πριν, είχε λάβει ανώνυμη επιστολή με την οποία ο άγνωστος αποστολέας καταφερόταν εναντίον του διευθυντή του σχολείου. Ο επιθεωρητής, επιστρατεύοντας ικανότητες γραφολόγου και συνδυάζοντας όλες τις σχετικές ενδείξεις και πληροφορίες, θα διαλευκάνει το μυστήριο, συμπεραίνοντας ότι αποστολέας της ανώνυμης επιστολής είναι ο δάσκαλος Κ.Β., ο οποίος πλέον βαρύνεται με το αμάρτημα της υπέρβασης της διοικητικής ιεραρχίας με μεθόδους αδόκιμες. Καθώς όμως το παράπτωμα του δασκάλου δεν μπορεί να αποδειχθεί αλλά μόνο να αναφερθεί ως εκτίμηση, ο επιθεωρητής μετέρχεται άλλων μεθόδων τιμωρίας και πειθάρχησης. Επισκέπτεται το σχολείο και επιθεωρεί τον Κ.Β. εξαντλώντας κάθε αυστηρότητα, αποκαλύπτοντας κάθε παράλειψη, στηλιτεύοντας κάθε αδυναμία, υποβάλλοντας τους μαθητές σε γραπτό διαγώνισμα και το δάσκαλο σε μια πρωτοφανή δοκιμασία.
Η καταγραφή της μακράς περιόδου του επιθεωρητισμού στη συλλογική μνήμη του εκπαιδευτικού σώματος αποτελείται από μια ατελείωτη αλυσίδα τέτοιων περιπτώσεων, συνδέεται άρρηκτα με αρνητικά συναισθήματα, δημιουργεί ευαίσθητα αντανακλαστικά και –δρώντας συμπληρωματικά με άλλους παράγοντες– ενισχύει τις ισχυρές αντιστάσεις από την πλευρά των εκπαιδευτικών σε κάθε περίπτωση που επιχειρείται η επαναφορά της αξιολόγησης, με τελικό αποτέλεσμα, την ακύρωσή της στην πράξη. Για να επιστρέψουμε στην εποχή του επιθεωρητισμού, σύμφωνα με τις μαρτυρίες επιθεωρητών και στελεχών εκπαίδευσης, όταν ένας/μία δάσκαλος/α δεχόταν αιφνιδιαστική επίσκεψη επιθεωρητή, φρόντιζε, είτε τηλεφωνικά είτε με άλλο μέσο, να ειδοποιεί τους/τις συναδέλφους των γειτονικών σχολείων χρησιμοποιώντας το γλαφυρότατο συνθηματικό «ο ιέραξ είναι εδώ» ή «ο ιέραξ έρχεται».[1] Το ίδιο το σύνθημα αλλά και οι σχετικές πρακτικές, διαδεδομένες ήδη από την προπολεμική περίοδο, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για τις απόψεις των εκπαιδευτικών γύρω από τον θεσμό του επιθεωρητή – από μια άποψη συνιστούν δείγματα συναδελφικής αλληλεγγύης και τακτικών επαγγελματικής επιβίωσης εντός ενός ακραία ανταγωνιστικού, αυταρχικού και ασφυκτικού εκπαιδευτικού πλαισίου εποπτείας. Το απλό αυτό σύνθημα ενεργοποιούσε μια σειρά αμυντικούς μηχανισμούς που, στην πράξη, ακύρωναν το πλεονέκτημα αιφνιδιασμού του επιθεωρητή. Τα υπόλοιπα είναι λίγο πολύ γνωστά. Όπως γνωστές και ευρύτατα διαδεδομένες είναι οι μαρτυρίες για τους μαθητές των «πίσω θρανίων» που τους έστελνε ο δάσκαλος στο σπίτι, για πρακτικές του τύπου «όσοι ξέρουν την απάντηση θα σηκώνουν το δεξί χέρι και όσοι δεν την ξέρουν θα σηκώνουν το αριστερό» και άλλα παρόμοια. Με δυο λόγια, το σχολείο προετοιμαζόταν για να παρουσιάσει την καλύτερη δυνατή εικόνα στον επιθεωρητή. Τι μας ενδιαφέρουν όμως όλα αυτά σήμερα;
Έχει ειπωθεί ότι η ανασύνθεση του παρελθόντος σημαίνει την απόκτηση μιας ανάμνησης σε μια στιγμή κινδύνου· αιωρείται εδώ ένας υπαινιγμός: κοιτώντας κανείς προς τα πίσω μπορεί να διαισθανθεί αυτό που πρόκειται να έλθει.[2] Με αυτή την έννοια, το σύνθημα «ο ιέραξ είναι εδώ» δεν αποτελεί απλώς μια γλαφυρή πλευρά της ιστορίας της εκπαίδευσης. Νοηματοδοτείται εκ νέου, εκπέμποντας σήμερα ένα σήμα κινδύνου στη ζωντανή εκπαίδευση, ανασύροντας στην επιφάνεια τις συλλογικές μνήμες, συνδέοντάς τις με τις παρούσες συνθήκες όπου επιχειρείται να επιβληθεί το πιο σκληρό και αυταρχικό μοντέλο αξιολόγησης εκπαιδευτικών και σχολείων.
Το πρώτο ερώτημα που θα μας απασχολήσει εδώ είναι οι στόχοι του επιθεωρητισμού και της αξιολόγησης καθώς και η σύγκριση της στοχοθεσίας της εκπαιδευτικής πολιτικής της μεταπολεμικής περιόδου με την αντίστοιχη σημερινή.
Το δεύτερο ερώτημα αφορά την ανάλυση των μεθόδων και των χαρακτηριστικών του επιθεωρητισμού. Με ποιους τρόπους ο επιθεωρητισμός, οι ελεγκτικοί –εκπαιδευτικοί και μη εκπαιδευτικοί– μηχανισμοί, η ίδια η ύπαρξη του υπηρεσιακού ατομικού φακέλου του δασκάλου και των εποπτικών και αξιολογικών διαδικασιών, λειτουργιών και δραστηριοτήτων που κατέγραφε, καθόριζαν την υπαλληλική συμπεριφορά και εξέλιξή του και σε ποιο βαθμό επηρέαζαν τη διδακτική του πράξη αλλά και τις κοινωνικές του σχέσεις, τον οικογενειακό του βίο, την ίδια του τη ζωή και την καθημερινότητα, μεταξύ αυτών και τον ιδεολογικό και κοινωνικό του ρόλο εντός και εκτός σχολείου.[3] Η διερεύνηση αυτού του ερωτήματος φωτίζει από μια διαφορετική πλευρά τη σχολική καθημερινότητα καταδεικνύοντας πως οι κεντρικές εκπαιδευτικές πολιτικές, διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία του μεταπολεμικού σχολείου, αυτού που ορίζεται ως σχολείο της εθνικοφροσύνης. Σύμφωνα με τον Νούτσο, το σχολείο της εθνικοφροσύνης «συγκροτήθηκε ιστορικά ως αποτέλεσμα της κρατικής βίας […] με στόχο τη συντριβή κατ’ αρχήν των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων και της ιδεολογίας της εαμικής αριστεράς».[4]
Τα δεδομένα των ατομικών υπηρεσιακών φακέλων μάς επιτρέπουν να μελετήσουμε πώς κινήθηκαν οι δάσκαλοι και οι δασκάλες στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, από τα χρόνια του εμφυλίου έως την πτώση της δικτατορίας, μέσα στο πλαίσιο που έθετε το τρίγωνο εκπαιδευτική πολιτική και νομοθεσία – κυρίαρχη παιδαγωγική – επιθεωρητές.
Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η σύγκριση με το θεσμικό πλαίσιο που προωθείται σήμερα για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και της σχολικής μονάδας, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από υπερεθνικούς οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ.
___________________________
[1] «Στις 5 του Απρίλη ελήφθη το συνθηματικό τηλεφώνημα από το γειτονικό δάσκαλο: “Ιέραξ είναι εδώ” δηλ. ο Επιθεωρητής είναι εδώ. Όπως συνέβαινε πάντοτε, το απόγευμα θα ήταν στο σχολείο του». Π.Δ. Παναγόπουλος, «Ο νοικοκύρης δάσκαλος», στο Επετηρίς Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, 1932, εκδ. οίκος Δημητράκου Α.Ε., Αθήναι, 1932, σ. 247-254. Ακολουθεί μια τελετουργία προετοιμασίας του σχολείου, των παιδιών και του βιβλίου ύλης, ώστε τα πάντα να δείχνουν έτοιμα προς επιθεώρηση, δίκην θεατρικής παράστασης. Επίσης, όπως αναφέρει στην εισήγησή του ο Παρασκευόπουλος: «Επιθεωρητής ωρισμένης εκπαιδευτικής περιφερείας εκαυχάτο ότι επεσκέπτετο κατ’ αιφνιδιαστικόν τρόπον τα σχολεία του και επίστευεν ότι το κατόρθωνεν. Αλλ’ οι διδάσκαλοι εν αγνοία του είχον εύρει τρόπον αντιδράσεως. Όταν ο επιθεωρητής επεθεώρει το σχολείον, ο διδάσκαλος του ειδοποίει δι’ εκτάκτου ταχυδρόμου ή διά του τηλεφώνου τους διδασκάλους πάντων των γειτονικών του χωρίων περί της εις το χωρίον του παρουσίας του επιθεωρητού με την συντομωτάτην φράσιν “Εδώ ιέραξ”». Εισήγηση Παρασκευόπουλου, στο Υπουργείον Εθν. Παιδείας, Πρακτικά Συνεδρίου Εκπαιδευτικών (Γενικών Επιθεωρητών Μέσης και Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως, Επιθεωρητών Δημ. Σχολείων και Υγειον. Επιθεωρητών Σχολείων), Εν Αθήναις, 17 – 22 Οκτωβρίου 1949, σ. 308.
[2] Αναφερόμαστε στη θέση VI για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας του Walter Benjamin, καθώς και στη θέση ΙΧ, όπου αναφέρεται στον άγγελο της ιστορίας που έχει στραμμένο το πρόσωπό του στο παρελθόν, ενώ μια δυνατή θύελλα τον σπρώχνει ακαταμάχητα προς το μέλλον, στο οποίο έχει στραμμένη την πλάτη του.
[3] Αξιοποιείται εδώ μεγάλο μέρος της έρευνας σε 214 ατομικούς υπηρεσιακούς φακέλους δασκάλων της μεταπολεμικής περιόδου από την Α΄ και τη Ζ΄ Εκπαιδευτική Περιφέρεια Αθηνών καθώς και τριών βιβλίων ετήσιων επιθεωρήσεων της Ζ΄ Εκπαιδευτικής Περιφέρειας που διεξήχθη στα πλαίσια της διδακτορικής μου διατριβής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με επιβλέπουσα τη Δέσποινα Παπαδημητρίου. Σε αρκετές περιπτώσεις οι αναφορές στις εκθέσεις δεν παραπέμπουν σε υποσημειώσεις, αφού πρόκειται για ατομικούς φακέλους δασκάλων όπου για λόγους προσωπικών δεδομένων δεν μπορούν να αναφερθούν τα ονόματά τους και καταγράφονται με αρχικά τα οποία δεν παραπέμπουν στο ονοματεπώνυμό τους.
[4] Αυτή η βία ασκήθηκε σε τρία επίπεδα: στο επίπεδο των μαζικών διώξεων αριστερών και δημοκρατών εκπαιδευτικών, στο επίπεδο της επιβολής της ελληνοχριστιανικής ιδεολογίας και στο επίπεδο της έντασης των ταξικών φραγμών και της επιλεκτικής λειτουργίας του σχολείου με την επαναφορά της καθαρεύουσας και των μηχανισμών απόρριψης. Χαράλαμπος Νούτσος, «Το σχολείο της “εθνικοφροσύνης” (1945-1952)», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τόμος Δ΄, μέρος Β΄, 1945-1952, Ανασυγκρότηση, εμφύλιος, παλινόρθωση, Βιβλιόραμα, 2009.