Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς

Όποιος παρακολούθησε με κάποια προσοχή τη φάση της προεδρίας Τραμπ και ιδιαίτερα, στους μήνες της πανδημίας, την προεκλογική εκστρατεία που οδήγησε στην ήττα του, θα παρατήρησε με πόση επιμονή ο ίδιος και το περιβάλλον των υποστηρικτών του δήλωναν ότι ήθελαν να υπερασπίσουν την ελευθερία των ατόμων.

Freedom, ελευθερία, είναι ένα μάντρα στην αμερικανική ιστορία, το οποίο σε ορισμένες περιόδους το επικαλούνται κάποιοι με μεγαλύτερη έμφαση, σε άλλες με μικρότερη ένταση. Κατά τη διάρκεια όλης της αντιπαράθεσης με τον κομμουνισμό, για παράδειγμα, η λέξη ελευθερία ταυτιζόταν με όλα αυτά που ο κομμουνισμός δεν ήταν. Ελευθερία της αγοράς, πρώτα απ’ όλα, το αντίθετο του κομμουνιστικού παρεμβατισμού. Η έννοια της ελευθερίας που είχε θεσπίσει η Γαλλική Επανάσταση ως υπέρτατη αξία και θεμελιώδη αρχή της πολιτικής υπόστασης μεταβλήθηκε κατά τη διάρκεια του Χίλια Οκτακόσια σε μια έννοια ελευθερίας ως ουσία μιας συγκεκριμένης οικονομικής τάξης, μιας συγκεκριμένης θεσμικής διάρθρωσης. Από αξία που έδωσε μια ταυτότητα σε μια τάξη, την αστική τάξη, μεταβλήθηκε σε αξία που έδωσε μια ταυτότητα στο κεφάλαιο, ενώ οι υποτελείς τάξεις ύψωναν το λάβαρο που έγραφε «αλληλεγγύη».

Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι πάλι διαφορετικό, γιατί η ιδέα της ελευθερίας που προωθεί η Ακροδεξιά –και ο Τραμπ ανήκει στο χώρο της Ακροδεξιάς– πρέπει να μπορεί να μεταφραστεί σε μια συμπεριφορά που να αναγνωρίζεται ακριβώς από εκείνο το «πλήθος» χωρίς ταξικά χαρακτηριστικά που προέκυψε τόσο από το τέλος της αντίθεσης μεταξύ του μοντέλου της δυτικής δημοκρατίας και του μοντέλου του κομμουνιστικού καθεστώτος, η οποία έγινε γενικά αντίθεση μεταξύ «Δεξιάς» και «Αριστεράς», όσο και από τη διάλυση της middle class και τον κατακερματισμό και τη διαίρεση της working class.

Δεν πρέπει πλέον να εμφανίζεται άμεσα ως συνώνυμο μιας συγκεκριμένης κοινωνικής, οικονομικής και θεσμικής τάξης, αλλά ως βιολογική ουσία, «φυσική», σε μια ανθρωπότητα απλά σε αναζήτηση ευημερίας. Άρα η ελευθερία γίνεται απλά τα δικαίωμα του μεμονωμένου ατόμου να κάνει αυτό που θέλει για το όφελός του, όχι μόνο έξω από οποιοδήποτε κανόνα, θεσμική τάξη και αρχή –και πάλι ο Τραμπ είναι το παράδειγμα– αλλά και εκτός του σεβασμού για τον άλλο άνθρωπο: το άτομο έχει δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει χωρίς να ανησυχεί για το αν η δράση του μπορεί να ωφελήσει ή να βλάψει άλλους. Γιατί ο άλλος υπάρχει μόνο αν αντιπαρατεθεί μαζί του, ασκώντας το ίδιο δικαίωμα προς δικό του όφελος. Αν δεν είναι ίσος με μένα, υπερισχύω. Αν είναι τον πολεμώ, για να υπερισχύσω. Είναι προφανής η οπισθοδρόμηση: από την κοινωνία του Λοκ, από το κοινωνικό συμβόλαιο του Ρουσώ και από τον φιλελευθερισμό του Στιούαρτ Μιλ (η άσκηση της ελευθερίας μου δεν είναι δυνατό να περιορίζει την ελευθερία των άλλων) στον homo homini lupus του Χομπς και στον κοινωνικό δαρβινισμό της ιστορίας του 19ου και 20ου αιώνα του ληστρικού, ρατσιστικού, αποικιοκρατικού και νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.

Η ιδέα της ελευθερίας που υπονοείται από τη συμπεριφορά και από την αντιεμβολιαστική προπαγάνδα είναι αυτού του είδους: κάνω ό,τι θέλω, θέλω να μπορώ να κάνω αυτό που θέλω όπου θέλω. Γι’ αυτό θεωρούμε ότι το αντιεμβολιαστικό κίνημα είναι μια έκφραση της ακροδεξιάς (και είναι παράδοξο να βλέπουμε τους νεοφασίστες και τους νεοναζί στο εσωτερικό του να κατηγορούν για φασισμό και ναζισμό αυτούς που είναι υπέρ του εμβολιασμού). Θεωρούμε ότι αυτό έχει πολύ συγκεχυμένες ιδέες για τα εμβόλια και για τη διαχείρισή τους (ούτε εμείς τις έχουμε εντελώς ξεκάθαρες και ούτε ο ΠΟΥ τις έχει…). Στο εσωτερικό του υπάρχουν άτομα με διαφορετικές, ακόμη και αντίθετες πολιτικές ιδέες, αλλά όλες είναι απόλυτα βέβαιες ότι η σωστή ιδέα ελευθερίας είναι αυτή: καθένας έχει δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει και κανείς, ούτε καν αυτός ο οργανισμός που ονομάζουμε κράτος έχει το δικαίωμα να τον εμποδίσει.

(Δεν μπερδεύουμε το αντιεμβολιαστικό κίνημα με τη διαμαρτυρία ενάντια στο πράσινο πιστοποιητικό, είναι δύο διαφορετικά πράγματα, που θα τα χειριστούμε χωριστά. Η ανάμειξή τους παρέδωσε την ηγεσία των διαδηλώσεων στην Ακροδεξιά. Και αυτό αποδεικνύει πόση σύγχυση κυριαρχεί στο κεφάλι πολλών συντρόφων, πολλών εργατών και καλών ανθρώπων…).

Είναι όλο και πιο προφανές ότι το αντιεμβολιαστικό κίνημα είναι ένα κίνημα κατά του κράτους. Δεν είναι μόνο του σε αυτό. Εννοείται ότι και αναρχικές τάσεις βρήκαν συνάφεια με αυτό το κίνημα. Όμως η κυρίαρχη πηγή του δεν είναι ο αναρχικός αντικρατισμός. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η «τραμπική» Δεξιά και το αντιεμβολιαστικό κίνημα είχαν, μαζί, μεγάλη δύναμη. Η επίθεση στο Καπιτώλιο τον Γενάρη του 2021 ήταν η πληρέστερη και πιο εύγλωττη απεικόνισή του. Στη συνέχεια, μετά από τη διαδήλωση των αντιεμβολιαστών στη Ρώμη, από την οποία προέκυψε η φασιστική επίθεση στα κεντρικά γραφεία της Cgil και η προσπάθεια να φθάσουν στο Μέγαρο Κίτζι (Σ.τ.Μ.: έδρα της κυβέρνησης), ο κύκλος κλείνει: από την επίθεση στο Καπιτώλιο της Ουάσινγκτον την 6η Γενάρη στην επίθεση κατά της Cgil στη Ρώμη την 9η Οκτώβρη. Από το «να πάρουμε την Ουάσινγκτον» στο «να πάρουμε τη Ρώμη». Επιπλέον, στη Ρώμη, η αντισυνδικαλιστική επίθεση δεν είναι δυνατό να μη θυμίζει τa κατεστραμμένα και πυρπολημένα από τους φασίστες Εργατικά Κέντρα πριν από εκατό χρόνια.

Το αντιεμβολιαστικό κίνημα δεν έχει ταξικά χαρακτηριστικά, αντίθετα εντάσσεται απόλυτα στο φαινόμενο της διάλυσης της middle class και της working class, της κρίσης των μεσαίων στρωμάτων και του μετασχηματισμού του κόσμου της εργασίας. Όμως εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται ως ένα κίνημα το οποίο φαίνεται να μην έχει αναφορές σε μια συγκεκριμένη οικονομική τάξη, ενώ στην πραγματικότητα έχει αναφορά στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Άρνηση του κράτους σημαίνει άρνηση της δημόσιας υπηρεσίας και επομένως να ισχυρίζεσαι ξεκάθαρα ότι η διαχείριση της υγείας, του νερού, της παιδείας, των μεταφορών, της πρόνοιας κλπ δεν πρέπει ή δεν μπορεί να είναι δημόσια. Γιατί, αν είναι, η στήριξη του κόστους προϋποθέτει ότι θα αφαιρεθεί κάτι από εμένα προς όφελος άλλων. Όλα πρέπει να παραδοθούν στους ιδιώτες και τόσο το χειρότερο για όποιον ή όποια δεν είναι σε θέση να πληρώσει.

Πρέπει να απαλλαγούμε από τα πρότυπα που χρησιμοποιούσαμε πάντα για να ορίζουμε την Ακροδεξιά, ιδιαίτερα από το πρότυπο του ναζισμού και του φασισμού. Πρέπει να μιλήσουμε σήμερα για ένα «νεοναζισμό χωρίς τον Χίτλερ», γιατί ο εθνικοσοσιαλισμός της δεκαετίας του τριάντα όπως τον γνωρίσαμε πριν και μετά τις τερατώδεις πράξεις του, ήταν κάθε άλλο παρά μια ατομικιστική θεωρία, αντίθετα, βασιζόταν στην ιδέα του Volksgemeinschaft, της κοινότητας του λαού (ασφαλώς του «γερμανικού» λαού). Σήμερα, ο αυταρχισμός του Τραμπ ταιριάζει τέλεια με τον ατομισμό: είναι ατομισμός σε παγκόσμια προβολή, σε επίπεδο Internet, και επειδή η εικονική οικουμένη του web είναι μια οικουμένη από άτομα χωρίς θεσμικές δεσμεύσεις, χωρίς μια ανώτερη ρυθμιστική αρχή, είναι κατάλληλη να αποτελέσει έναν χώρο στον οποίο η φαντασία του ατόμου του σύγχρονου «πλήθους» προβάλλει τις υλικές του συμπεριφορές. Στον εικονικό χώρο του web το άτομο νομίζει ότι μπορεί να κάνει αυτό που θέλει, καμία κυβέρνηση –ή θεσμός, ή «ενδιάμεσο σώμα»- δεν μπορεί να του υπαγορέψει τους κανόνες, καμία εξουσία δεν μπορεί να το πειθαρχήσει.

Μέχρι και ο καπιταλισμός των πολυεθνικών, στάδιο της εξέλιξής του που θεωρούσαμε ως υπέρτατο, είναι παλιός. Η τάξη που επιβλήθηκε από τους νέους Λεβιάθαν – Google, Amazon, Facebook και λίγους άλλους παρόμοιους, η Big Tech – συνιστά ένα νέο στάδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ένα από τα χαρακτηριστικά του είναι ακριβώς ο «εκδημοκρατισμός» της πρόσβασης στην επικοινωνία, η δυνατότητα που προσφέρεται στο άτομο να επικοινωνήσει με τον κόσμο και θεωρητικά να δράσει στην αγορά. Το παλιό καπιταλιστικό μοντέλο των πολυεθνικών διατηρούσε τα εμφανή ιεραρχικά χαρακτηριστικά διεύθυνσης και διατηρούσε για την επιχείρηση την αποκλειστικότητα της πρόσβασης στην αγορά. Η αποκλειστικότητα της δυνατότητας υλικής, οικονομικής επιβίωσης του ατόμου, παρέμενε στην επιχείρηση, την παραγωγό της μισθωτής, εξαρτημένης εργασίας. Σήμερα η φυσική τάση προς τον ατομισμό –υπό αυτή την έννοια ο/η freelance είναι η μορφή-σύμβολο της εποχής μας – είναι ενισχυμένη σε τεράστιο βαθμό από την πεποίθηση ότι η πρόσβαση στο web μπορεί να γίνει πρόσβαση στην αγορά και συνεπώς στην επιβίωση, χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου θεσμού, χωρίς τη μεσολάβηση της εξαρτημένης εργασίας και του μισθού. Οι επιχειρήσεις εμφανίζουν τα ενδιάμεσα σώματα όπως το συνδικαλιστικό ως εμπόδια στην αυτοπραγμάτωση κι έτσι τα αντιλαμβάνονται και οι ατομιστές.

Είναι απόλυτα αναγκαίο να ανατρέξουμε στις κοινωνικές ρίζες της ατομιστικής συμπεριφοράς, για να κατανοήσουμε την προδιάθεσή του ατόμου να αποδεχτεί συγκεκριμένες ιδέες ελευθερίας.

Το να βασίζει κανείς τη συμπεριφορά του στην πεποίθηση ότι καθένας έχει το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει είναι ο ριζοσπαστικότερος τρόπος για να αρνηθεί όλες τις αξίες πάνω στις οποίες έχει οικοδομηθεί το εργατικό κίνημα, ο σοσιαλισμός, με μια λέξη «η αριστερά», να αρνηθεί την αξία της αλληλοβοήθειας, της αλληλεγγύης, της κοινότητας, αξίες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκαν ο κοινωνικός ιστός και η κοινωνική πάλη. Αξίες από τις οποίες εμπνέεται το περιοδικό μας, έτσι απλά, χωρίς πολλές κουβέντες και χωρίς ανάγκη για εξηγήσεις.

Τούτων δοθέντων, μπορούμε να μπούμε στην ουσία των ζητημάτων που αφορούν τη δημόσια υγεία, ζητήματα που το κίνημα των αντιεμβολιαστών επιλύει με την απλοποίηση: Ο καθένας ρυθμίζει τα θέματά του όπως θέλει, η δημόσια υγεία δεν είναι πρόβλημά μου, εγώ πρέπει να φροντίσω μόνο για την υγεία μου, δεν υπάρχει επιστήμη της υγείας, ή μάλλον δεν υπάρχει η επιστήμη, άρα δεν μπορεί να υπάρξει μια ρυθμιστική εξουσία βασισμένη πάνω σε μια υποτιθέμενη μεγαλύτερη γνώση από αυτήν που το άτομο κατέχει ήδη και που εμπεριέχεται ολόκληρη στην επιβεβαίωση της ατομικής του ελευθερίας.

Η ιδέα ότι η ελευθερία του ατόμου να σκέφτεται από μόνο του και να φροντίζει μόνο τον εαυτό του είναι γνώση και, επιπλέον, γνώση ανώτερη από εκείνη των υποτιθέμενων «ειδικών» – οι οποίοι θεωρούνται υπάλληλοι ή μεσάζοντες μιας κρατικής εξουσίας ή υπηρέτες φαρμακευτικών πολυεθνικών– αντιστοιχεί με την άρνηση της αξίας της αρμοδιότητας, της μόρφωσης, της επιστημονικής έρευνας. Δεν σημαίνει όμως επιστροφή στην ιδέα του «καλού άγριου» του Ρουσώ, αλλά στην κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι στο έλεος της αγοράς. Τα άτομα που σκέφτονται τον εαυτό τους ως ανεξάρτητο ον, που δεν έχουν ανάγκη κανένα, που δεν βασίζουν την ύπαρξή τους στη σχέση αλλά στον ατομισμό, είναι αυτά που χάνουν περισσότερο την ελευθερία τους, ιδιαίτερα στις σχέσεις εργασίας: αρνούμενοι την αλληλεγγύη, την κοινότητα και την αλληλοβοήθεια, καταλήγουν να είναι αντικείμενο του πιο ξέφρενης εκμετάλλευσης, γιατί βρίσκονται σε μια θέση μεγαλύτερης συμβασιακής αδυναμίας στην αγορά, στη θέση του μεμονωμένου ατόμου.

Ο φανατικός υπερασπιστής των ατομικών του ελευθεριών, που δεν αναγνωρίζει κανένα ρυθμιστικό φορέα ή θεσμό και επομένως ούτε το κράτος πρόνοιας, παραδίνεται εξ ολοκλήρου και ασυνείδητα στην αγορά, που δεν θα παραλείψει να τον συνθλίψει καταδικάζοντάς τον σε μια επισφαλή ύπαρξη working poor. Και το να νομίζει κανείς ότι είναι ελεύθερος και να βρίσκεται μετά αδύναμος όχι απέναντι στο παλιό αφεντικό, αλλά σε εξουσίες χωρίς πρόσωπο και συχνά χωρίς όνομα για τις οποίες το άτομο μόνο του είναι ένα τίποτα διευκολύνει τη γέννηση των φαντασμάτων: όχι τις δυναμικές που εντάσσονται στις συγκεκριμένες σχέσεις εξουσίας της κοινωνίας, αλλά σκοτεινές εχθρικές παρουσίες που αλλάζουν τον κόσμο γύρω μου και είναι, ή μάλλον συνωμοτούν «εναντίον μου». Δεν ξέρω ποιες είναι, μα ξέρω ότι υπάρχουν, γιατί κάποιος πρέπει να είναι υπεύθυνος για τη ζημιά στην οποία υπόκειμαι. Ο ανώτερος φορέας που είναι άμεσα αναγνωρίσιμος, αν και άπιαστος, είναι το κράτος. Εδώ ξεπηδάει και η δυσπιστία, η επιθετικότητα, η βία ενάντια σε όποιον είναι διαφορετικός από μένα, ακόμα μεγαλύτερη όσο περισσότερο εκείνος ή εκείνη είναι σωματικά κοντά μου, αναγνωρίσιμοι (από το χρώμα του δέρματος ή από το στιλ ντυσίματος ή από τη μυρωδιά της κουζίνας τους) και κοινωνικά αδύναμοι.

Το αντιεμβολιαστικό κίνημα δεν έχει καμία ιδέα δημόσιας υγείας ή υγιεινής. Γιατί η συλλογική διάσταση του είναι εντελώς ξένη, ενώ του είναι ξένη και η έννοια της δημόσιας υπηρεσίας. Για ποιο λόγο, λοιπόν, άνθρωποι που λένε ότι ασπάζονται αξίες πολύ διαφορετικές από τις τραμπικές, αξίες λιγότερο ή περισσότερο αόριστα «αριστερές», καταλήγουν να ακολουθούν αυτή την ομάδα ανεύθυνων; Αυτή η υποτελής συμπεριφορά είναι ακόμη περισσότερο ακατανόητη, αφού στη δική μας παράδοση εμπειριών, αγώνων, συζητήσεων, ερευνών, τόσο το πρόβλημα της δημόσιας υγείας, όσο και το πρόβλημα των επιδημιών, αντιμετωπίστηκε επί μακρόν και σε βάθος.

Ένα μόνο παράδειγμα. Είναι από το τέλος της δεκαετίας του Εβδομήντα που υπάρχει το περιοδικό Epidemiologia e prevenzione (Σ.τ.Μ.: Επιδημιολογία και Πρόληψη) έκφραση εκείνου του «κινήματος αγώνα για την υγεία» επικεφαλής των πολιτικών και νομικών μαχών που οδήγησαν στην αναγνώριση των κινδύνων για τους εργαζομένους που είναι εκτεθειμένοι σε τοξικές ουσίες –όπως ο αμίαντος, ο τετρααιθυλιούχος μόλυβδος, το χλωριούχο βινύλιο, η βεταναφθυλαμίνη– και στο δικαίωμα στην αποζημίωση. Θυμίζουμε τα ονόματα του Τζούλιο Μακακάρο και του Ίβαρ Οντόνε. Το περιοδικό γεννήθηκε για να καταρτίσει νοσηλευτικό προσωπικό στην επικράτεια, για να καταπολεμήσει την αλαζονεία των φαρμακευτικών οίκων και των βιομηχανιών που αρνούνται το προφανές των ζημιών που παράγονται από τις επεξεργασίες τους και που χρηματοδοτούν πλουσιοπάροχα μελέτες που έχουν στόχο να αποδείξουν την ανυπαρξία κινδύνου, για να καταπολεμήσουν ένα μοντέλο δημόσιας υγείας που βασίζεται μόνο σε μεγάλα νοσοκομειακά κέντρα και σε ιδιωτικές κλινικές, στην υπηρεσία εκείνων που μπορούν να παρέχουν στον εαυτό τους ακριβές θεραπείες.

Αυτή είναι η μεγάλη κληρονομιά εμπειριών και γνώσεων που μας άφησε το κίνημα των κοινωνικών αγώνων της δεκαετίας του Εβδομήντα, μια κληρονομιά που ανανεώνεται από γενιά σε γενιά. Εμείς δεν έχουμε ανάγκη να καταφύγουμε σε μπερδεμένες ιστορίες συνωμοσίας για να καταγγείλουμε πραγματικά εγκλήματα που πραγματοποιούνται από τις φαρμακευτικές εταιρείες, μας αρκεί να θυμηθούμε τη μαρξιστική έννοια του κέρδους. Ούτε έχουμε ανάγκη να ακολουθήσουμε την αντικυβερνητική δράση των Αδελφών της Ιταλίας για να καταγγείλουμε την ανησυχητική περικοπή της δαπάνης για τη δημόσια υγεία της κυβέρνησης Ντράγκι. Η μάχη για μια υγεία στην υπηρεσία όλων των πολιτών, για μια μόνιμη περιφρούρηση της επικράτειας, με μια πρόληψη που βασίζεται στο αίσθημα ευθύνης απέναντι στους άλλους, είναι μια δική μας μάχη εδώ και μισό αιώνα, δεν είναι υλικό για μαθητευόμενους μάγους.

Υ.Γ. Μετά τη φασιστική επίθεση στην έδρα της Cgil στη Ρώμη, από πολλές μεριές υψώθηκε το αίτημα να τεθεί εκτός νόμου η Forza Nuova. Εδώ και πολλά χρόνια το πρόβλημα μιας αναγέννησης της φασιστικής πίστης στην Ιταλία είναι ένα σοβαρό πρόβλημα. Η Aριστερά, ο τύπος, μεγάλο μέρος των διανοουμένων, το δικαστικό σώμα, όχι μόνο αγνόησαν αυτό το πρόβλημα, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις υποβοήθησαν η χειρότερη τάση της Ακροδεξιάς, όπως στην περίπτωση των foibe (Σ.τ.Μ.: καταβόθρες, στις οποίες, στις πρώην επαρχίες της Τεργέστης, νυν επαρχίες της Κροατίας, σύμφωνα με ένα μύθο που καλλιέργησε η Δεξιά, οι παρτιζάνοι πετούσαν τους δολοφονημένους αντιπάλους τους) . Θέτοντας εκτός νόμου τη Forza Nuova νομίζουν ότι θα έχουν επιλύσει το πρόβλημα; Έτσι θα συνεχίσουν να το αγνοούν, να παριστάνουν ότι δεν υπάρχει; Πριν τους θέσουν εκτός νόμου ας αρχίσει η αστυνομία να τους φέρεται όπως φέρεται στους απεργούς εργάτες. Σε μια τέτοια περίπτωση και η επίθεση στην Cgil δεν θα είχε πετύχει. Το θέμα δεν είναι μόνο να τεθούν εκτός νόμου, αλλά να τεθούν εκτός παιχνιδιού πολιτικά. Και αυτή είναι δική μας δουλειά, είναι δική μας ευθύνη να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για να απομονωθούν και να ηττηθούν.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Primo Maggio. Η πρώτη μετάφρασή του στα ελληνικά αναρτήθηκε στο Athens Indymedia.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…