Δύο ήταν οι υποθέσεις, που χαρακτήρισαν καθοριστικά την διαδρομή του Χρήστου Σαρτζετάκη:

Καταρχάς, η υπόθεση Λαμπράκη, που τον κατέστησε σύμβολο και τον οδήγησε στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Η δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη από το παρακράτος της Δεξιάς συντάραξε το πανελλήνιο, ενώ επιχειρήθηκε η με κάθε τρόπο συσκότιση, αλλοίωση,  εξαφάνιση στοιχείων, η πλήρης συγκάλυψη των ενόχων. Ο Χρήστος Σαρτζετάκης, ως ανακριτής της υπόθεσης, κινούμενος, προφανώς, από μια ιδεαλιστική του θεώρηση περί Δικαιοσύνης (και όχι, εν προκειμένω, από εμμονική τυπολατρία εφαρμογής μιας συγκεκριμένης διάταξης), διακρίθηκε για την σθεναρή στάση του, στάση και μόνον, που τον έκανε ήρωα, άνευ άλλου τίνος στα μάτια της τότε Αριστεράς.

Έπειτα, η υπόθεση του καταδικασμενου Χρήστου Ρούσσου, όπου, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας πλέον, ο Σαρτζετάκης στιγματίστηκε για την ανατριχιαστικά ομοφοβική του στάση, απορρίπτοντας την αίτηση χάριτος, παρότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις του νόμου και υπήρχε κυβερνητική απόφαση. Η άρνησή του να εφαρμόσει εν προκειμένω το νόμο, στην βάση διακρίσεων λόγω σεξουαλικών προτιμήσεων τον έφερε αντιμέτωπο όχι μόνον με την τότε κυβέρνηση, αλλά και με μεγάλα και δυναμικά τμήματα της κοινωνίας, που για πρώτη φορά, δημόσια και μαζικά, κατήγγειλαν την ομοφοβία και τις διακρίσεις βάσει φύλου.

Υπάρχει όμως και μια ακόμα υπόθεση, που δεν είναι τόσο γνωστή, ή έστω ευρέως γνωστή, η υπόθεση Ρολφ Πόλε.

Ο Χρήστος Σαρτζετάκης συμμετείχε στην σύνθεση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που με την 12-13/1976 απόφασή του απέρριψε κατά πλειοψηφία (3 προς 2), το αίτημα της Γερμανίας για έκδοση του Ρολφ Πόλε, Γερμανού, καταδικασμένου στην Γερμανία ως τρομοκράτη, για συμμετοχή στη RAF-Φράξια Κόκκινος Στράτος, με το αιτιολογικό ότι τα εγκλήματά του είναι πολιτικά, και γι’ αυτό απαγορεύεται από το Σύνταγμα η έκδοσή του στη Γερμανία.

Για εμάς τους νομικούς έχει ιδιαίτερη αξία το αιτιολογικό της απόρριψης, γιατί η απόφαση έπαιρνε σαφή θέση στο ερώτημα τι είναι πολιτικό έγκλημα σε σχέση ακόμα και με πράξεις που χαρακτηρίζονται ως τρομοκρατικές.

Σύμφωνα με την απόφαση,

ούτος συμμετέσχε ως μέλος εις μίαν επαναστατικήν εξτρεμιστικήν οργάνωσιν, ήτις είχε πολιτικούς σκοπούς και απέβλεπεν εις ενεργόν δράσιν προς ανατροπήν του κρατούντος εν Δυτική Γερμανία πολιτικού καθεστώτος και εις αγώνα μετά των καταπιεζομένων εις όλον τον Κόσμον … κατά του Ιμπεριαλισμού και του μονοπωλιακού Καπιταλισμού και εστρέφετο εν γένει κατά του πολιτικού κατεστημένου της Δυτικής Κοινωνίας», τα δε εγκλήματα για τα οποία είχε καταδικαστεί «συνάπτονται αμέσως και ευθέως προς τους σκοπούς της εν λόγω οργανώσεως.

Προφανώς μια τέτοια απόφαση ήταν κόκκινο πανί για τα θεμέλια του αστικού κράτους, καθώς την έννοια και την αντιμετώπιση αυτών των πολιτικοκοινωνικών φαινομένων απαιτεί να καθορίζει πάντα το εκάστοτε μπλοκ εξουσίας των κυρίαρχων ελίτ. Έτσι,

* η απόφαση αυτή αναιρέθηκε με αμφιβόλου βασιμότητας αιτιολογία,

* ο Πόλε εκδόθηκε στη Γερμανία και

* ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο γνωστός Ευστάθιος Μπλέτσας, διορισμένος στη θέση αυτή από την ΝΔ, άσκησε πειθαρχική δίωξη για παράβαση καθήκοντος κατά των τριών πλειοψηφησάντων δικαστών (Κωνσταντίνος Αλεξόπουλος, Πρόεδρος, Χρήστος Σαρτζετάκης, Στέργιος Βάλλας) για την απόφαση αυτή, με το σκεπτικό, κατά το κατηγορητήριο,

“ὅτι τὸ συμπέρασμά των (των 3 δικαστών) περὶ τοῦ χαρακτῆρος τῆς συμμετοχῆς τοῦ ἐκζητουμένου Πόλε εἰς τὴν ἀνωτέρω «ἐγκληματικὴν ἕνωσιν» ὡς πολιτικοῦ ἐγκλήματος «παρίσταται σαφῶς αὐθαίρετον καὶ ὑποβολιμαῖον»!, γεγονός-δίωξη  πρωτοφανές σε καθεστώς κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Έκτοτε δόθηκαν πολλές μάχες, νομικές και πολιτικές, στις λεγόμενες «τρομοδίκες»,  μέσα στη δικαστική αίθουσα του Κορυδαλλού για την κοινώς λεγόμενη «ένσταση του πολιτικού εγκλήματος».

Μάχες για την αναγνώριση της βίας (ατόμων και οργανώσεων), ως πολιτικού και όχι ως κοινού ποινικού εγκλήματος, μάχες για την αναγνώριση των κατηγορουμένων ως πολιτικών αδικηματιών, ως πολιτικών κρατουμένων και όχι ως παραβατών του κοινού ποινικού δικαίου, με όλα όσα αυτή η αναγνώριση νομικά θα συνεπαγόταν.

Είτε έτσι είτε αλλιώς, ένα ολόκληρο νέο ειδικό-εξαιρετικό νομοθετικό οπλοστάσιο έχει πλέον θεσπιστεί, προκειμένου να δικάζονται σε ειδικά-εξαιρετικά δικαστήρια, ειδικοί κατηγορούμενοι για ειδικές πράξεις.

Μάχες, που στέφθηκαν για όλους εμάς, τους υπερασπιστές, με αποτυχία.

Με τερατώδη νομολογιακά επιχειρήματα, τύπου «εντός του δημοκρατικού πολιτεύματος δεν υφίσταται η έννοια του πολιτικού εγκλήματος…».

Σε αντιδιαστολή, η τότε απόφαση Πόλε, του 1976, φαντάζει τόσο μακρινή, σαν από άλλο γαλαξία, μια που ξεκάθαρα θεωρεί ότι είναι πολιτικά εγκλήματα αυτά που διαπράττει κάποιος ως μέλος μιας οργάνωσης και συνδέονται αμέσως και ευθέως με τους πολιτικούς σκοπούς της, όπως η ανατροπή του όποιου κρατούντος πολιτικού καθεστώτος.

Κίνητρο και σκοπός συνέθεταν την έννοια του πολιτικού εγκλήματος το 1976, ως απόρροια της τότε φιλελεύθερης «open mind» προσέγγισης του Δικαίου και της συγκρότησης του Κράτους Δικαίου.

Το 2022 έχει de facto καταργηθεί η έννοια του πολιτικού εγκλήματος, ενώ διώκεται ποινικά, με σωρεία τρομονόμων, κάθε προσπάθεια, όχι ανατροπής του αστικού  καθεστώτος, αλλά και η ριζοσπαστικοποίηση πολιτικών και κοινωνικών ομάδων, η οποιαδήποτε πράξη αμφισβήτησης και αντίστασης στον κρατικό αυταρχισμό και την καταστολή. Ενώ ορατός είναι ο κίνδυνος της ποινικοποίησης του εκδηλωμένου φρονήματος, εφόσον, αυτό,  δεν είναι συμβατό με τις παραδεκτές νόρμες διατήρησης και αναπαραγωγής του κυρίαρχου συστήματος.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…