Μερικές σκέψεις με φόντο το φινάλε του επιθεωρητή Σάλβο Μονταλμπάνο – Του Πάνου Ραμαντάνη

«Ο τρόπος της αποχώρησης του Μονταλμπάνο από την ενεργό δράση μού ήρθε ως ιδέα στα ογδόντα μου χρόνια κι έτσι βρέθηκα να γράφω το βιβλίο αυτό, που αποτελεί το τελευταίο κεφάλαιο, το τελευταίο βιβλίο της σειράς. Το έστειλα στον εκδότη μου λέγοντάς του να το βάλει στο συρτάρι και να το εκδώσει μετά τον θάνατό μου.»

Αντρέα Καμιλέρι (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου Ρικκαρντίνο, εκδόσεις Πατάκη, 2021)

Το φινάλε του επιθεωρητή Μονταλμπάνο εκ των πραγμάτων αποτελεί ένα μεγάλο εκδοτικό γεγονός για τον κόσμο της νουάρ μυθιστορίας. Γραμμένο το 2005-2006, ξαναδουλεμένο (με μικρές αλλαγές/παρεμβάσεις) δέκα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 2016, το Ρικκαρντίνο αποτελεί κατά μια έννοια τη διαθήκη του Αντρέα Καμιλέρι ως προς τις νουάρ γραφές του με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Σάλβο Μονταλμπάνο.

Το οπισθόφυλλο του κειμένου δίνει μια πρώτη «γεύση», μια λιτή εισαγωγή στην λογοτεχνική πλοκή καθ’αυτή, για τον τρόπο που διαρθρώνεται η ιστορία: Τούτη τη φορά ο Καμιλέρι δημιουργεί μια ιστορία γύρω από τη δολοφονία του νεαρού διευθυντή ενός υποκαταστήματος τράπεζας στη Βιγκάτα. Αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας είναι τρία άτομα, τα οποία εμφανίζονται ως επιστήθιοι φίλοι του θύματος. Γι’ ακόμη μια φορά η υπόθεση μοιάζει προφανής. Είναι όμως; Κόντρα στο προφανές ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται…

Κατ’ αρχήν θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να επισημάνουμε εξαρχής ότι αυτό που εντυπωσιάζει στο φινάλε του επιθεωρητή Μονταλμπάνο δεν είναι η ιστορία καθ’αυτή. Πράγματι η μυθοπλασία (ως προς την πλοκή που εμφανίζει η αστυνομική/νουάρ διάσταση του κειμένου) του Ρικκαρντίνο μοιάζει επαναλαμβανόμενη (και ίσως χωρίς την ίδια δυναμική) σε σχέση με τα υπόλοιπα κείμενα της σειράς –τούτο βέβαια επ’ ουδενί δεν σημαίνει ότι πρόκειται για μέτρια γραφή, το αντίθετο συμβαίνει. Εντούτοις, το εντυπωσιακό στοιχείο εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο ο Καμιλέρι αντιμετωπίζει (αλλά και αντιμετωπίζεται) από τον ίδιο τον ήρωά του, την στιγμή που τον αναπαράγει ως μορφή μέσα από τα μυθιστορήματα του. Τούτο αν και μοιάζει μπερδεμένο (και ίσως αντιφατικό) εξηγείται από τις ιδιαιτερότητες του ρόλου του ήρωα: Ο Μονταλμπάνο μπορεί κι εμφανίζεται ως μια πραγματική και ως μια λογοτεχνική μορφή παράλληλα.

Γι’ αυτό άλλωστε και στο φινάλε του Μονταλμπάνο ο Καμιλέρι επιλέγει μια αναμέτρηση με τον ήρωά του. Αυτή η επιλογή μοιάζει να επαναφέρει ένα ζήτημα αυτονομίας του ίδιου του ήρωα από τον δημιουργό του. Ο Μονταλμπάνο θέλει να ξεφύγει από την πρόζα του Καμιλέρι, την ώρα που ο Καμιλέρι «εκνευρίζεται» από τις τάσεις αυτονομίας του ήρωά του. Ο Μονταλμπάνο ενεργεί σε ένα πεδίο αυτονομίας, απορρίπτοντας κατά κάποιο τρόπο τον χειραφετικό ρόλο του δημιουργού του.

Αντιστρέφοντας την οπτική του Μπένγιαμιν στο περίφημο κείμενο «Ο συγγραφέας ως παραγωγός» – επί της ουσίας μοιάζει σα να ασπάζεται την άποψη του Αντόρνο για την αυτονομία του έργου τέχνης – ο Μονταλμπάνο αρνείται να παραδοθεί στην λογοτεχνική αποστολή που του επιφυλάσσει ο πλάστης του, εναντιώνεται σε μια συγκεκριμένη μορφή που κατά κάποιο τρόπο περιορίζει τόσο τον τρόπο που σκέφτεται όσο και τον τρόπο που ενεργεί.

Ο Μονταλμπάνο στο συγκεκριμένο κείμενο εμφανίζει μια ιδιαιτερότητα η οποία έχει να κάνει με μια διττή μορφή του. Είναι τόσο ίδια όπως στα προηγούμενα μυθιστορήματα και τόσο μοναδική λες και εμφανίζεται ο ήρωας για πρώτη φορά στα μάτια των αναγνωστών του. Αυτό δεν μπορεί παρά να πιστώνεται στην απελευθέρωση του ίδιου του Καμιλέρι από την αυστηρή πρόζα μιας συνηθισμένης μορφής του Μονταλμπάνο.

Ακόμα και η αντίθεση του ήρωα προς την υλιστική οπτική των πραγμάτων δείχνει μια διάσταση (η οποία παίρνει τον χαρακτήρα μια ολιστικής μεταστροφής) την οποία ο Καμιλέρι είχε στο μυαλό του αλλά για κάποιο λόγο αρνιόταν να την εμφανίζει στον (πρώην ευρωκομουνιστή) επιθεωρητή Σάλβο Μονταλμπάνο. Αλλά τούτη τη φορά, στο φευγιό του Μονταλμπάνο από τη λογοτεχνικό κάδρο της φαντασιακής Βιγκάτα, ο Καμιλέρι μοιάζει να ντύνει τον ήρωά του με ένα ιδιόμορφο μεταμοντέρνο πέπλο, έξω από το πεδίο των πραγματικών (υλιστικών) βιοπολιτικών πρακτικών. Οι διάλογοι του επιθεωρητή Μονταλμπάνο με τον Συγγραφέα –τούτη την ονομασία δίνει ο Αντρέα Καμιλέρι στον εαυτό του κατά τις αντιλογίες με τον ήρωά του – είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικοί ως προς αυτή τη μεταστροφή.

Οι πυκνές αναφορές του Μονταλμπάνο τόσο στον Ρομπέρτο Μπολάνιο –ο Καμιλέρι από ένα σημείο και έπειτα πυκνώνει τις αναφορές στον Χιλιανό συγγραφέα σε σχέση με τον «νονό» του ήρωά του, Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν – αλλά και οι αποσπασματικές θύμησες των ιστοριών του Φίλιπ Ροθ, μοιάζουν να τον βγάζουν από ένα υπαρξιακό τέλμα στο οποίο έχει μπει με την πάροδο του χρόνου. Το γιατί ο Καμιλέρι επιλέγει αυτή την φαινομενολογική «ασφυξία» του ήρωά του, μοιάζει άγνωστο. Η απάντηση θα μπορούσε να ήταν «γιατί έτσι θέλει», αλλά και πάλι η απάντηση δεν θα άλλαζε το κενό του Μονταλμπάνο. Ο Μποντριγιάρ, τον οποίο ο ήρωας επικαλείται σε κάποιο σημείο του μυθιστορήματος, τόνιζε συχνά πυκνά την όξυνση της αλλοτρίωσης (της αποξένωσης για να είμαστε πιο ακριβείς) τόσο από τον κοινωνικό σχηματισμό ως όλον, όσο και από την ίδια την ανθρώπινη φύση.

Η παραπάνω κατάσταση όμως δεν φιλτράρεται από μια υλιστική οπτική όσο από μια μετανεωτερική προσέγγιση που μοιάζει να έχει περισσότερα ιδεαλιστικά χαρακτηριστικά. Κατά τον τρόπο που η υπόσταση του ατόμου στη σύγχρονη κοινωνία έχει ήδη μεταβληθεί, μετασχηματίζεται και ο ήρωας του Καμιλέρι. Ο Μονταλμπάνο, δηλαδή, δρα και σκέφτεται, την στιγμή που η έννοια του πραγματικού δίνει τη θέση της σε μια «υπερπραγματικότητα».

Γι’ αυτό και το «φινάλε» δεν θα μπορούσε να κινηθεί στο συμβατικό πλαίσο του φαντασιακού (κατά τα άλλα) κόσμου της Βιγκάτα. Τούτο δεν θα το ήθελε ούτε ο Αντρέα Καμιλέρι, ούτε όμως και ο «αυτόνομος» πλέον ήρωας του, ο επιθεωρητής Σάλβο Μονταλμπάνο.

Ο Μονταλμπάνο (της Βιγκάτα) έφυγε! Το αν θα ξαναγυρίσει αφορά τον ίδιο και μόνο αυτόν. Ο Αντρέα Καμιλέρι τον απελευθέρωσε ή, αν προτιμάτε, ο Μονταλμπάνο, τούτη τη φορά, «απέδρασε» από τον δημιουργό του…

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…