Ένα πράγμα που με ενοχλεί στους πολιτικούς είναι η προσπάθεια να εμφανίζουν τον στόχο κάποιων πράξεών τους ως διαφορετικό από τον πραγματικό. Μερικές φορές, μάλιστα, αυτός ο πραγματικός στόχος είναι τόσο καθαρός που μου προκαλεί μεγάλη έκπληξη η προθυμία κάποιων ανιδιοτελών ανθρώπων να συμμετέχουν σε μια συζήτηση για τον προβαλλόμενο ψευδή λόγο, και όχι για τον αποκρυπτόμενο αληθή. Μια τέτοια περίπτωση είναι η αιφνιδιαστική πρόταση που κατέθεσε ο Αλέξης Τσίπρας στο διορισμένο Πολιτικό Συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ-Προoδευτική Συμμαχία, σύμφωνα με την οποία ο Προέδρος και η Κεντρική Επιτροπή θα εκλεγούν από τα μέλη του κόμματος και όχι από το επικείμενο 1o (3o) συνέδριο, όπως γινόταν στον (σκέτο) ΣΥΡΙΖΑ.

Το επιχείρημα τόσο του ίδιου του Τσίπρα, όσο και αυτών που πίνουν νερό στο όνομά του ή/και συμμερίζονται τον πραγματικό στόχο της συγκεκριμένης πρότασής του είναι ότι η εφαρμογή της θα ενισχύσει το ρόλο των απλών μελών του κόμματος, προωθώντας τη συμμετοχικότητα και συμβάλλοντας στον εκδημοκρατισμό του. Σ’ αυτό το κείμενο δεν σκοπεύω να αντικρούσω επί της ουσίας το συγκεκριμένο επιχείρημα, κάτι που όχι μόνο δεν είναι δύσκολο αλλά το έχουν ήδη κάνει ορισμένα γνωστά στελέχη αυτού του κόμματος, των οποίων δεν αναφέρω τα ονόματα προκειμένου να τα προστατεύσω από ένα ακόμα λεκτικό λιντσάρισμα από την πλευρά των διαφωνούντων συντρόφων τους. Αντίθετα, σκοπεύω να αναφερθώ στους κατά την γνώμη μου πραγματικούς λόγους που βρίσκονται πίσω από την πρόταση του αρχηγού του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η σημασία της κομματικής οργανωτικής δομής

Προφανώς, τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς οφείλουν να επανεξετάζουν διαρκώς την οργανωτική τους δομή προκειμένου να υπηρετήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την προώθηση, μέσα από την δράση τους, εκείνων των πολιτικών που εντάσσονται στο στόχο του κοινωνικού μετασχηματισμού με ορίζοντα την υπέρβαση του καπιταλισμού. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να είναι αδιάφορο στον κόσμο της Αριστεράς, ιδιαίτερα σε όσες και όσους θεωρούν ότι οι ριζοσπαστικοί αριστεροί πολιτικοί οργανισμοί δεν μπορούν να στηρίζονται για την αύξηση της επιρροής τους ούτε στην ακτινοβολία ενός ηγέτη που συνομιλεί απευθείας με τον λαό, ούτε σε γκρίζες ιεραρχικές, γραφειοκρατικές δομές.

Το θέμα της κομματικής οργάνωσης απασχολεί το εργατικό κίνημα από τον δέκατο ένατο αιώνα, και προφανώς δεν λύθηκε με την επιλογή είτε του λενινιστικού κόμματος «νέου τύπου», είτε των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που από ένα σημείο και μετά ενδιαφέρονταν μόνο για την ύπαρξη ενός «ανθρώπινου» καπιταλισμού. Ορισμένοι προβληματισμοί, μάλιστα, που διατυπώθηκαν σ’ αυτό το μακρινό παρελθόν θεωρώ ότι μπορούν να μας είναι χρήσιμοι ακόμη και σήμερα. Να αναφέρω, επίσης, ότι ακόμα και στις όχι τόσο παλιές για κάποιες και κάποιους από εμάς δεκαετίες του 1960 και του 1970 εμφανίστηκαν κόμματα, όπως π.χ. οι Πράσινοι, με μια εναλλακτική οργανωτική δομή, η οποία όμως στις περισσότερες περιπτώσεις δεν απέτρεψε την εξαφάνιση του ριζοσπαστισμού τους με την πάροδο του χρόνου. Οι οργανωτικές αναζητήσεις εντάθηκαν μετά την κατάρρευση των καθεστώτων σοβιετικού τύπου στο τέλος της δεκαετίας του 1980, και συνεχίστηκαν, εν κινήσει, κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του 2000 με την ανάπτυξη του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Τέλος, στη σημερινή εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης υπάρχουν πολλοί ακτιβιστές και διανοούμενοι, κυρίως νεώτερης ηλικίας, που ασχολούνται επισταμένως μ’ αυτό το ζήτημα, χωρίς δυστυχώς να έχουν καταφέρει ακόμη να ανοίξουν μια συζήτηση στο εσωτερικό των αριστερών κομμάτων και κινημάτων.

Ως μη πολιτικός επιστήμονας, δεν κατέχω την ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία για την οργάνωση των κομμάτων που επιδιώκουν τον κοινωνικό μετασχηματισμό, αλλά θυμάμαι τις πολύωρες συζητήσεις που γίνονταν στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ, καθώς και το ενδιαφέρον που μου είχε προκαλέσει η έκδοση του περιοδικού Socialist Register (2013), με τίτλο The Question of Strategy [Το ζήτημα της στρατηγικής], και ιδιαίτερα ένα άρθρο που υπήρχε σ’ αυτόν τον τόμο γραμμένο από τον ιταλό ακτιβιστή και μέλος τότε της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, Μίμο Πορκάρο, με τίτλο “Occupy Lenin” [Καταλάβετε τον Λένιν], το οποίο αναφερόταν στο «συνδετικό κόμμα» (connective party), ένα κόμμα οργανωμένο στη βάση θεσμών συμμετοχικής δημοκρατίας και συνδεδεμένο με τα κινήματα. Οι ενδιαφερόμενοι αγγλομαθείς μπορούν, επίσης να βρουν ενδιαφέροντα άρθρα με την ίδια θεματολογία στην online έκδοση του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, με τίτλο Connective Party or a Return to a War of Maneuver? (Συνδετικό κόμμα ή επιστροφή στον πόλεμο κινήσεων;) (εδώ). Τέλος, από κάποια σκόρπια διαβάσματα, αλλά και από πληροφορίες νεαρών συντρόφων, έχω διαπιστώσει ότι πρόσφατα υπάρχει ένας πλούσιος προβληματισμός για την οργάνωση των κομμάτων στην ψηφιακή εποχή, που θεωρώ ότι πρέπει να γίνει αντικείμενο εκτεταμένης μεταξύ μας συζήτησης.

Οι πραγματικοί λόγοι της πρότασης

Όπως προανέφερα, το αντικείμενο του παρόντος κειμένου είναι η παρουσίαση των πραγματικών λόγων που κατά την άποψή μου οδήγησαν τον Αλέξη Τσίπρα στην κατάθεση της συγκεκριμένης πρότασής του. Εδώ, προκειμένου να μην μου απευθυνθεί η γνωστή κατηγορία περί «δίκης προθέσεων» (αλήθεια, γιατί είναι κακό να γίνεται εκτίμηση των στοχεύσεων που κρύβει η θέση ενός πολιτικού;), παραπέμπω κατ’ αρχάς σε ένα μικρό απόσπασμα άρθρου του σοσιαλδημοκράτη φίλου μου Νίκου Μπίστη, μέλους του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, στην Αυγή της 30ης Ιανουαρίου 2022, με θέμα «Το παλιό πέθανε. Το νέο αναζητείται», το οποίο ανάρτησε και στη σελίδα του στο facebook. Γράφει, λοιπόν, ο Μπίστης (τον οποίο παρεμπιπτόντως τιμώ για τη διαχρονικά σταθερή αντιεθνικιστική στάση του):

«…Η πρόταση Τσίπρα … επιταχύνει την διεύρυνση και τον μετασχηματισμό (τα bold είναι δικά μου) του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία σε ανοιχτό, μαζικό, λαϊκό κόμμα της σύγχρονης Αριστεράς…»

Αυτός, λοιπόν, είναι ο αληθινός στόχος του προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης: η πραγματοποίηση μιας τομής στην, και τυπική, απομάκρυνσή του κόμματός του από την ριζοσπαστική Αριστερά, για την οποία έδωσε το σινιάλο χωρίς να ενημερώσει κάποιο κομματικό όργανο, το βράδυ των εκλογών της 7ης Ιουλίου 2019 στο Ζάππειο. Η εκτίμησή μου είναι ότι ο Τσίπρας θα προτιμούσε η επανεκλογή του στο νέο πια κόμμα να γίνει με προσφυγή στο λαό, όπως τον προέτρεπαν κάποιοι στενοί συνεργάτες του και πολλοί οπαδοί του, μια επιλογή όμως που θα μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα αν ο αριθμός των ατόμων που θα προσέρχονταν στις εσωκομματικές κάλπες ήταν μικρότερος εκείνου που είχε πρόσφατα εκλέξει μ’ αυτόν τον τρόπο τον Νίκο Ανδρουλάκη ως πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ. Αυτό το καθόλου απίθανο ενδεχόμενο καθησύχαζε την πάντοτε άτολμη εσωκομματική «αντιπολίτευση» με την σκέψη ότι ο πρόεδρός του κόμματος δεν θα αποτολμούσε αυτό το ακραίο βήμα, το οποίο θα προκαλούσε και κάποιες εσωτερικές αναταράξεις οι οποίες θα χαλούσαν την εικόνα ενός ενωτικού συνεδρίου που θα οδηγούσε στην εκλογική νίκη.

Ως μαέστρος του τακτικισμού, ο Τσίπρας ξεπέρασε το παραπάνω πρόβλημα και, πιστός στην στρατηγική στόχευση του μετασχηματισμού του πρώην ΣΥΡΙΖΑ σε ένα πολυσυλλεκτικό κεντροαριστερό κόμμα, κατέθεσε τελικά μια παρεμφερή πρόταση που αιφνιδίασε τους πάντες. Ισχυρίζομαι ότι το μέρος της πρότασης που αφορά την εκλογή και των μελών της Κεντρικής Επιτροπής από τα κομματικά μέλη, που θεωρητικά τα αναβιβάζει σε ρόλο περίπου ισότιμο του προέδρου, δεν ενείχε κάποιον σοβαρό κίνδυνο διακινδύνευσης της κυριαρχίας του. Ο λόγος είναι ότι οι υποψήφιοι/ες για την ΚΕ θα εκλεγούν από μια ενιαία πανελλαδική λίστα, με αναμενόμενο αποτέλεσμα την εκλογή αναγνωρίσιμων προσώπων (ηθοποιών, παρουσιαστών τηλεοπτικών καναλιών, διακεκριμένων διανοουμένων, αλλά και πολιτευτών με μεγάλη οικονομική επιφάνεια που θα τους εξασφαλίσει μια πανελλαδική στήριξη, κ.α.), γεγονός που θα μειώσει δραστικά την επιρροή εκείνων των οργανωμένων τάσεων που είτε έχουν ριζοσπαστικές αριστερές αντιλήψεις, ή έστω επιθυμούν να αποτρέψουν την δημιουργία ενός εντελώς αρχηγικού κόμματος στο οποίο δεν θα παίζουν κάποιον ουσιαστικό ρόλο. Παρεμπιπτόντως, ο ισχυρισμός ορισμένων απολογητών της προεδρικής πρότασης ότι με αυτόν τον τρόπο εκλέγεται και η διεύθυνση του ισπανικού Podemos δεν είναι ακριβής. Σ’ αυτό το, επίσης αρχηγικό, κόμμα η εκλογή των υποψηφίων γίνεται με ξεχωριστά ψηφοδέλτια, με τις περιφερειακές οργανώσεις να έχουν μια σχετική αυτονομία.

Η αιτία τώρα, και όχι ο λόγος, που ο Τσίπρας υπέβαλε την πρότασή του, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή ξεπερνώντας κάποιους προσωρινούς δισταγμούς του, θεωρώ ότι ήταν η δημοσκοπική άνοδος του ΚΙΝΑΛ που ενώ είναι μάλλον απίθανο να εκτοπίσει τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΡΟΣΥ από την κυριαρχία του στον χώρο της κεντροαριστεράς, αρκεί, αν επιβεβαιωθεί στις κάλπες, να εξατμίσει τις όποιες ισχνές ελπίδες του κόμματός του να κατακτήσει την πρώτη θέση.

Η πρωτοβουλία του Τσίπρα θορύβησε, σοβαρά αυτή τη φορά, τους εσωκομματικούς «αντιπάλους» του, οι οποίοι επιτέλους ανακάλυψαν το προφανές: ότι η εισροή ενός ικανοποιητικού αριθμού νέων οπαδών του ηγέτη μέσω της εγγραφής τους στον i-syriza, η οποία προβλέπεται να αυξηθεί το επόμενο διάστημα, και η συμμαχία τους με κάποια παλιά μέλη που αποδέχονταν τον ΣΥΡΙΖΑ περισσότερο ως ένα επιτυχημένο brand name παρά ως αυτό που έλεγε το όνομά του, δηλαδή ως ένα Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, έχουν αλλάξει αποφασιστικά τους εσωκομματικούς συσχετισμούς. Έτσι, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα, αν τελικά εφαρμοστεί η πρόταση Τσίπρα, ο λεγόμενος «αριστερός πόλος» να είναι, μετά το συνέδριο του νέου κόμματος, μια ασήμαντη μειοψηφία.

Η εκλογή των ηγετών από «ευρύτερα σώματα»

Πριν κλείσω αυτήν την ομολογημένη «δίκη προθέσεων» (βλ. και όσα έγραψα πιο πάνω γι’ αυτό το θέμα), θα ήθελα να κάνω μια πολύ σύντομη αναφορά στο θέμα της άμεσης εκλογής από τα λαό ή τα κομματικά μέλη των επικεφαλής κάποιων άλλων ευρωπαϊκών κομμάτων αφού, σύμφωνα πάλι με το άρθρο του Μπίστη, «Η εκλογή Προέδρου από ευρύτερα σώματα είναι πλέον διεθνώς η συνήθης πρακτική. Σε αυτή την τάση ανταποκρίνεται η πρόταση Τσίπρα για εκλογή ηγεσίας από την βάση.»

Δεν ψεύδεται ο φίλος μου, μόνο που δεν αναφέρει ότι αυτό συμβαίνει σε κάποια κόμματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και της Δεξιάς, και όχι στα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, στα οποία θεωρητικά (πολύ θεωρητικά) εξακολουθεί προς το παρόν να ανήκει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΡΟΣΥ, παρά το γεγονός ότι, από το 2015 μέχρι σήμερα, ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει χάσει ούτε μία σύνοδο των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών.

Γιατί, όμως, τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αποφάσισαν κάποια στιγμή να εκλέγουν τους ηγέτες τους με αυτόν τον τρόπο; Νομίζω ότι ο λόγος ήταν η προσπάθειά τους να ανακόψουν τη συνεχή μείωση των εκλογικών τους ποσοστών, κυρίως από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, λόγω της έλλειψης κάποιας σαφούς διαχωριστικής γραμμής μεταξύ της δικής τους πολιτικής και αυτής των συντηρητικών κομμάτων, καθώς και την ακόμα μεγαλύτερη μείωση των μελών τους που είχε προηγηθεί. Μπροστά στη διακομματική αποδοχή του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού μοντέλου, ως μόνος δρόμος σωτηρίας της σοσιαλδημοκρατίας θεωρήθηκε η αναζήτηση χαρισματικών ηγετών που θα είχαν μεγαλύτερη απήχηση στο εκλογικό σώμα από εκείνη των συντηρητικών πολιτικών τους αντιπάλων. Αποφάσισαν, λοιπόν, να εκλέγουν εκείνον τον ηγέτη που να έχει τη δυνατότητα να κερδίζει εκλογές, όχι με την προβολή των θέσεων του κόμματός του, αλλά μέσω της προσωπικής του γοητείας στους ψηφοφόρους. Οι χαρισματικοί ηγέτες θα μπορούσαν, φυσικά, να εκλέγονται και από μια Κεντρική Επιτροπή ή από ένα Συνέδριο, τα μέλη των οποίων  συμμερίζονται αυτήν την αντίληψη για τον τρόπο που κερδίζονται οι εκλογές. Κρίθηκε, όμως, ότι τα «ευρύτερα σώματα» δίνουν στα μέλη ή στους φίλους του κόμματος την ψευδαίσθηση της συμμετοχής τους στα πολιτικά δρώμενα.

Ως Έλληνες πρέπει να νοιώθουμε εθνική υπερηφάνεια για το γεγονός ότι το πρώτο κόμμα που εφάρμοσε την ανοιχτή διαδικασία των προκαταρκτικών εκλογών (primaries) για την επιλογή του ηγέτη, στο πρότυπο του αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος, ήταν το ΠΑΣΟΚ το οποίο, το 2004, εξέλεξε ως πρόεδρό του τον μοναδικό υποψήφιο για το εν λόγω αξίωμα, Γιώργο Παπανδρέου, με ποσοστό 99,7% (!). Ακολούθησε, το 2013, το ιταλικό Δημοκρατικό Κόμμα (δηλαδή το μεταλλαγμένο, μετά την πτώση του υπαρκτού «σοσιαλισμού», Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα), που ανέδειξε ως επικεφαλής του, με την ίδια διαδικασία στην οποία όμως συμμετείχαν τρεις υποψήφιοι, τον σοσιαλφιλελεύθερο Ματέο Ρέντσι με ποσοστό 68%.

Το κάνει σαν τον Κόρμπιν; 

Θα κλείσω αυτή την παρέμβαση με αναφορά στην εμπειρία της ανάδειξης, το 2015, μέσω προκριματικών εκλογών, του ριζοσπάστη σοσιαλιστή Τζέρεμι Κόρμπιν στη θέση του ηγέτη του βρετανικού Εργατικού Κόμματος, με ποσοστό 59,5%. Το γεγονός αυτό χρησιμοποιείται, θα έλεγα εκ του πονηρού λόγω της δημοφιλίας του Κόρμπιν στην ελληνική Αριστερά, από τους υποστηρικτές του μετασχηματισμού του πρώην ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να στηρίξει την πρόταση Τσίπρα. Εδώ αναγκάζομαι πάλι να επανέλθω στο ζήτημα των πραγματικών προθέσεων που υποκρύπτονται από κάποια δήθεν αξιακά προτάγματα, όπως αυτό της δημοκρατικής και συμμετοχικής λειτουργίας ενός αριστερού κομματος.Υποστηρίζω, λοιπόν, ότι οι διαφορες μεταξύ της εκλογής του Κόρμπιν και της αναμενόμενης εκλογής του Τσίπρα, με την ίδια εκλογική διαδικασία, είναι μεγάλες, και ότι αυτό που θα έπρεπε να ενδιαφέρει τους αριστερούς σε μια κρίσιμη συγκυρία δεν είναι ο τρόπος εκλογής της ηγεσίας ενός κόμματος, είτε της σοσιαλδημοκρατίας, είτε της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά η πολιτική του πρόταση.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Η πρώτη διαφορά είναι ότι, σε αντίθεση με τον Τσίπρα, δεν ήταν ο Κόρμπιν αυτός που πρότεινε την απευθείας εκλογή του από τα μέλη. Απλώς, επωφελήθηκε από ένα προϋπάρχον εκλογικό σύστημα που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 2015, αφού είχε προηγηθεί απόφαση που πήρε το κόμμα το 2014 με πρωτοβουλία του τότε προέδρου του Έντ Μίλιμπαντ στη βάση της αρχής «ένα μέλος, μία ψήφος». Το βρετανικό Εργατικό Κόμμα δεν είχε ποτέ ένα σύστημα εκλογής του προέδρου από το συνέδριο, ανάλογο αυτού των κομμάτων της κομμουνιστικής και αργότερα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά και πολλών ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Από την ίδρυσή του, το 1900, μέχρι το τέλος του 1980, ο αρχηγός και ο αναπληρωτής αρχηγός εκλέγονταν από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος. Το 1981, αποφασίστηκε η εκλογή να γίνεται από ένα εκλεκτορικό σώμα όπου τα συμβεβλημένα με το κόμμα συνδικάτα θα είχαν το 40% των ψήφων, με την κοινοβουλευτική ομάδα και τις τοπικές οργανώσεις να μοιράζονται ισότιμα το υπόλοιπο 60%. Το αυξημένο ποσοστό των συνδικάτων θεωρήθηκε, σωστά, ως νίκη της αριστερής πτέρυγας του κόμματος και οδήγησε στην αποχώρηση της συντηρητικής του πτέρυγας που ίδρυσε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το οποίο εξαφανίστηκε από την πολιτική σκηνή σχετικά σύντομα. Στο συνέδριο των Εργατικών του 1993, η επικράτηση των εκσυγχρονιστών οδήγησε στην αλλαγή της σύνθεσης του εκλεκτορικού σώματος εις βάρος των συνδικάτων, με τις ψήφους καθενός από τα τρία προαναφερθέντα μέρη να αντιστοιχούν έκτοτε στο ένα τρίτο του συνόλου. Το σύστημα αυτό εφαρμόστηκε το 1994, εκλέγοντας ως αρχηγό τον Τόνι Μπλερ και ίσχυσε μέχρι το 2014, όταν όπως αναφέρθηκε πιο πάνω το άλλαξε ο Εντ Μίλιμπαντ, ο οποίος είχε εκλεγεί αρχηγός από το εκλεκτορικό κόμμα. Να υπενθυμίσω εδώ ότι στον παλιό ΣΥΡΙΖΑ ο πρόεδρος εκλεγόταν από το συνέδριο, με την άποψη ότι αυτός πρέπει να εκλέγεται από την Κεντρική Επιτροπή να μειοψηφεί στο πρώτο συνέδριο του 2013 και να μην κατατίθεται στο δεύτερο συνέδριο το 2016.

Αυτό το οποίο πέτυχε η Αριστερά των Εργατικών το 2015 με το σύστημα Μίλιμπαντ ήταν απλώς να εγγραφούν ως μέλη πολλά άτομα, ακόμα και της άκρας Αριστεράς, που ήθελαν μια αριστερή στροφή τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική του, την οποία υποσχόταν να πραγματοποιήσει ο Κόρμπιν και η ομάδα Momentum που στήριζε την υποψηφιότητά του. Με τη μαζική εγγραφή κυρίως νέων σε ηλικία μελών, ο Κόρμπιν κατάφερε να επικρατήσει των τεσσάρων συνυποψηφίων του με μεγάλη άνεση.

Σε αντίθεση με τον Κόρμπιν, που είχε στόχο  την πραγματοποίηση μιας  αριστερής στροφής των Εργατικών, ο Τσίπρας θα επικρατήσει στις εσωκομματικές εκλογές ως ο μόνος υποψήφιος πρόεδρος, στο πρότυπο της προαναφερθείσας εκλογής του Γιώργου Παπανδρέου το 2004, προκειμένου να στρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΡΟΣΥ στο χώρο του κέντρου, γιατί όπως του έχουν πει οι δημοσκόποι έτσι μόνο μπορεί να ελπίζει ότι θα κερδίσει στις εθνικές εκλογές. Στα δεδομένα που προκύπτουν από τη βούληση του Τσίπρα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι τα νέα μέλη που εγγράφονται στο κόμμα έχουν στην μεγάλη πλειοψηφία τους κεντρώα προέλευση και ιδεολογία. Για τα μέλη αυτά, αλλά και για κάποιους εκσυγχρονιστές σοσιαλδημοκράτες που είτε προϋπήρχαν στον παλιό ΣΥΡΙΖΑ είτε προσήλθαν σ’ αυτόν μέσω της συλλογικότητας «Γέφυρα», οι προτάσεις που περιέχονταν στο Μανιφέστο του Εργατικού Κόμματος στις εκλογές του 2017, όπως η μεταφορά στο δημόσιο των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων παραγωγής και διανομής ενέργειας, νερού, καθώς και των σιδηροδρόμων, η αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων ή η υποχρεωτική μείωση της διαφοράς στους μισθούς μεταξύ των στελεχών και των εργαζομένων των ιδιωτικών επιχειρήσεων, θα φάνταζαν περίπου σαν πρόγραμμα της Κομμούνας.

Εν πάση περιπτώσει, αυτό που προκύπτει από την πρόταση του Αλέξη Τσίπρα την οποία, όπως ακούω, είναι αποφασισμένος να πάει ως το τέλος αδιαφορώντας για τις όποιες αντιδράσεις, προκειμένου να ενισχύσει την εικόνα του ως στιβαρού ηγέτη, είναι ότι με το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία κλείνει και τυπικά ο κύκλος που άνοιξε ο ΣΥΡΙΖΑ ως ένα κόμμα της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς.

 

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…