Ένα σύντομο ιστορικό
Εδώ και μερικούς μήνες ο εφιάλτης του πληθωρισμού και της αύξησης των τιμών των αγαθών επανήλθε με εκκωφαντικό θόρυβο και «απειλεί», σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της πανδημίας και τον πόλεμο στην Ουκρανία, όχι μόνο τις οικονομίες του πλανήτη αλλά το ίδιο το «αόρατο» χέρι της αγοράς. Σε μια ακόμη περίοδο κρίσης, ο ρόλος του κράτους και των δημόσιων δαπανών αναδεικνύεται κυρίαρχος είτε πρόκειται για τον δημόσιο τομέα υγείας είτε για τη στήριξη του εισοδήματος των πληττόμενων νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Αρχικά, η αύξηση των τιμών είχε αποδοθεί στις επιπτώσεις της πανδημίας. Η μεγάλη αύξηση της ζήτησης το 2021, μετά την τεράστια πτώση την προηγούμενη χρονιά, δημιούργησε ελλείψεις προϊόντων και πρώτων υλών λόγω των απουσιών των ασθενών εργαζομένων. Την αύξηση των διακινούμενων εμπορευμάτων εκμεταλλεύθηκαν οι ναυτιλιακές εταιρείες που δεκαπλασίασαν τα κόστη μεταφοράς εκτοξεύοντας τα κέρδη τους και επιβαρύνοντας τις τιμές των προϊόντων. Στη συνέχεια, με το ξέσπασμα της κρίσης στην Ουκρανία (πριν ξεκινήσει ο πόλεμος), οι κερδοσκόποι των αγορών εκμεταλλεύθηκαν τα πολεμικά σενάρια εκτοξεύοντας τις τιμές στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο που οδήγησε σε νέο σπιράλ αύξησης των τιμών. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη, που τον Μάρτιο του 2021 ήταν 1,3%, να έχει ανέλθει τον Μάρτιο του 2022 στο 7,5% και ο αντίστοιχος στις ΗΠΑ να έχει ανέλθει στο 7,9% (Φεβρουάριος 2022).
Η εξέλιξη του πληθωρισμού στην Ελλάδα παρουσίασε μεγαλύτερες διακυμάνσεις. Ενώ τον Μάρτιο του 2021 ο ετήσιος δείκτης τιμών καταναλωτή είχε καταγράψει αρνητικό ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης (-2%), τον Σεπτέμβριο είχε ανέλθει στο 2,19%, για να φθάσουμε στον Μάρτιο του 2022 που ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του δείκτη τιμών καταναλωτή αυξήθηκε στο 8%. Αυτή η έκρηξη στις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών βρίσκει τον ελληνικό λαό σε δυσμενέστερη θέση από ό,τι τους υπόλοιπους λαούς της ευρωζώνης. Η υλοποίηση των μνημονιακών πολιτικών είχε ως αποτέλεσμα αφενός τη δραστική μείωση μισθών και συντάξεων και αφετέρου την ιδιωτικοποίηση κρίσιμων υποδομών που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την αντιμετώπιση της ανόδου των τιμών.
Οι χαμηλοί μισθοί των εργαζομένων
Οι αποδοχές των εργαζομένων γνώρισαν δραστική μείωση μετά το 2009. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (Η Ελληνική Οικονομία/διάφορα έτη) δείχνουν ότι οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά μισθωτό μειώθηκαν σωρευτικά κατά 22,4%, την περίοδο 2010 – 2021.
Ανάλογη ήταν η μείωση και του επιπέδου των αμοιβών στον δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της ΑΔΕΔΥ, την περίοδο 2008 – 2020 ο μέσος μισθός στο ελληνικό δημόσιο μειώθηκε κατά 25,6% ενώ στην Ε.Ε. αυξήθηκε κατά 23,8% και στην ευρωζώνη κατά 21,4%. Αυξήσεις καταγράφηκαν ακόμα και σε χώρες όπου εφαρμόστηκαν μνημόνια, όπως η Κύπρος (6,3%), η Ισπανία (6,3%) και η Πορτογαλία (5,2%).
Και ο ακόμη χαμηλότερος βασικός μισθός
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, «η αγοραστική δύναμη του εργαζομένου που λαμβάνει τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα είναι η έβδομη χαμηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ». Η θέση αυτή είναι ελαφρώς βελτιωμένη σε σχέση με τις αρχές του 2021, όχι τόσο λόγω της αύξησης του κατώτατου μισθού κατά 2% στις αρχές του 2022, αλλά κυρίως λόγω της επιδείνωσης της αγοραστικής δύναμης σε ορισμένες χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Τα πράγματα γίνονται χειρότερα αν ληφθούν υπόψιν τα στοιχεία από την ίδια μελέτη, σύμφωνα με τα οποία, «το ποσοστό των μισθωτών στην Ελλάδα που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και ζουν σε συνθήκες υλικής στέρησης είναι 46%, το υψηλότερο ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ). Επιπλέον, η διαφορά με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη είναι εξαιρετικά μεγάλη. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στη δεύτερη στην κατάταξη Ρουμανία, το αντίστοιχο ποσοστό είναι δέκα ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από την Ελλάδα, ενώ στην Πορτογαλία τριανταπέντε ποσοστιαίες μονάδες».
Και πρωταθλητές στην ανεργία…
Το επίσημο ποσοστό (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ) της ανεργίας στην Ελλάδα ήταν 12,8% (Ιανουάριος 2022) έναντι 6,9% που ήταν στην ευρωζώνη και το ποσοστό ανεργίας των νέων ηλικίας 15 – 24 ετών ήταν 32,6% στην Ελλάδα και 12,8% στην ευρωζώνη. Παρά την εύλογη αμφισβήτηση του ύψους της ανεργίας (οι εγγεγραμμένοι άνεργοι στον ΟΑΕΔ είναι υπερδιπλάσιοι αυτών που καταγράφει η ΕΛΣΤΑΤ), η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι πρωταθλήτρια στην ανεργία και στην ανεργία των νέων μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.
Και χρεωμένοι!
Η δραστική μείωση μισθών και συντάξεων στην Ελλάδα αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί την κύρια αιτία για την εκτόξευση του ιδιωτικού χρέους που επιδεινώνει τη συνολική οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών. Στο τέλος του 2021, το συνολικό ιδιωτικό χρέος ανήλθε σε 260 δισ. ευρώ. Το χρέος στην εφορία διαμορφώθηκε στα 111 δισ. ευρώ, τα συνολικά χρέη στον ΕΦΚΑ έφτασαν τα 41 δισ. ευρώ, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, εντός και εκτός τραπεζών, ανήλθαν σε 106,7 δισ. ευρώ, ενώ απροσδιόριστο είναι το ποσό των οφειλών στις εταιρείες ενέργειας και στους ΟΤΑ. Η εντεινόμενη ακρίβεια εκτιμάται ότι θα αυξήσει ακόμη περισσότερο το ιδιωτικό χρέος και είναι ενδεικτικά τα στοιχεία της ΑΑΔΕ που δείχνουν για τον μήνα Ιανουάριο αύξηση των απλήρωτων φόρων κατά 803 εκατ. ευρώ.
Ταξική φορολογία
Και σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, η δομή της φορολογίας στην Ελλάδα επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την οικονομική κατάσταση των φτωχότερων στρωμάτων. Ενώ όλες οι κυβερνήσεις παραδέχονται τον άδικο χαρακτήρα της έμμεσης φορολογίας, όχι μόνο δεν έχει γίνει καμία προσπάθεια για να αλλάξει η αναλογία άμεσων και έμμεσων φόρων αλλά τα έσοδα από τους έμμεσους φόρους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, συνεχώς αυξάνονται. Την περίοδο 2009 – 2019 τα έσοδα από τους έμμεσους φόρους αυξήθηκαν από 11,8% σε 17,5% του ΑΕΠ, με τα έσοδα από ΦΠΑ να αυξάνονται από 6,3% σε 8,4% του ΑΕΠ. Η σύγκριση με την Ε.Ε. είναι καταλυτική: το 2019 στην Ε.Ε. τα έσοδα από άμεσους φόρους ανήλθαν στο 13,3% του ΑΕΠ ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα ήταν 9,9% και τα έσοδα από τους έμμεσους φόρους ανήλθαν στο 13,7% του ΑΕΠ έναντι 17,5% στην Ελλάδα. Επιπλέον, οι όποιες φορολογικές ελαφρύνσεις, όπως οι μειώσεις στον ΕΝΦΙΑ ή οι μειώσεις στο φόρο γονικών παροχών απευθύνονται στα ανώτατα εισοδηματικά στρώματα και ελάχιστα έως καθόλου βελτιώνουν το εισόδημα των φτωχών νοικοκυριών.
Για παράδειγμα, η υψηλή έμμεση φορολογία έρχεται να συμπληρώσει την κερδοσκοπία στη διαμόρφωση των υψηλών τιμών στην ενέργεια. Η φορολογική επιβάρυνση της αμόλυβδης στην Ελλάδα είναι κοντά στο 60% της λιανικής τιμής της ανά λίτρο, κατατάσσοντας τη χώρα στη δεύτερη υψηλότερη θέση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Στο πετρέλαιο κίνησης, η φορολογική επιβάρυνση ανά λίτρο είναι περίπου 46%, ενώ στο πετρέλαιο θέρμανσης η φορολογική επιβάρυνση ‒η οποία βρίσκεται σέ πολύ υψηλότερα επίπεδα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και της ΕΕ‒ είναι 43%.
Η ταξική μεροληψία του πληθωρισμού
Από την παράθεση των παραπάνω στοιχείων προκύπτει η διαρκής επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών για την πλειοψηφία των μισθωτών, των συνταξιούχων και το σύνολο των ανέργων. Όμως ακόμη και η δομή του πληθωρισμού έρχεται να επιδεινώσει ακόμη περισσότερο την ήδη επιβαρυμένη κατάσταση. Η γενική αναφορά στην ακρίβεια και στο ποσοστό του πληθωρισμού συσκοτίζει την πραγματικότητα καθώς δεν αυξάνονται οι τιμές όλων των προϊόντων και των υπηρεσιών. Οι τρεις βασικές κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών που κατέγραψαν τον Φεβρουάριο 2022 τις μεγαλύτερες αυξήσεις είναι η «Στέγαση», οι «Μεταφορές» και τα «Είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά». Με βάση σύγκρισης το 2020=100, οι τιμές για τις υπηρεσίες στέγασης (θέρμανση, ενέργεια, ενοίκια, ύδρευση, συντήρηση κατοικιών κλπ) αυξήθηκαν κατά 27,07% οι τιμές για τις υπηρεσίες μεταφορών (μετακινήσεις, καύσιμα, αγορές οχημάτων κλπ) κατά 12,42% και οι τιμές για την αγορά ειδών διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών κατά 7,15%.
Πού δαπανούν τα εισοδήματά τους τα φτωχά νοικοκυριά; Στις δαπάνες για την αγορά ειδών διατροφής και υπηρεσιών στέγασης. Συγκεκριμένα, τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 35,9% του εισοδήματός τους για την αγορά ειδών διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών (το αντίστοιχο ποσοστό για τα μη φτωχά είναι 22,2%) και το 22,7% του εισοδήματός τους για τις δαπάνες στέγασης (το αντίστοιχο ποσοστό για τα μη φτωχά είναι 16%).
Συμπέρασμα: οι κατηγορίες δαπανών στις οποίες καταγράφονται οι μεγαλύτερες αυξήσεις στις τιμές είναι οι κατηγορίες στις οποίες τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 58% περίπου του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματός τους.
Ποιος ωφελείται;
Οι λάτρεις των αστυνομικών μυθιστορημάτων γνωρίζουν πολύ καλά ότι το βασικό ερώτημα που τίθεται προκειμένου να διαλευκανθεί ένας φόνος είναι «ποιος ωφελείται;». Ακριβώς το ίδιο ερώτημα τίθεται και στην τωρινή έξαρση της ακρίβειας. Διότι όσο και αν προσπαθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη αφενός να μεταθέσει τις ευθύνες της για την άνοδο των τιμών στον πόλεμο (άρα δεν υπάρχει κερδοσκοπία) και αφετέρου να πείσει ότι αυτές είναι προσωρινές και θα επανέλθουν σε φυσιολογικά (;) επίπεδα όταν ομαλοποιηθεί διεθνώς η κατάσταση, τα γεγονότα καταρρίπτουν την προπαγάνδα της.
Με τη δημοσίευση των οικονομικών αποτελεσμάτων των εταιρειών που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο, άρχισαν και τα αποκαλυπτήρια για τους ενόχους. Ενδεικτικό είναι το ότι, μέχρι σήμερα, 29 μη τραπεζικές εισηγμένες, που έχουν ανακοινώσει τα ετήσια αποτελέσματά τους, εμφανίζουν καθαρά κέρδη αυξημένα κατά 241% σε σχέση με πέρυσι και κατά 40% ανώτερα από αυτά του 2019. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πολύ υψηλή κερδοφορία του 2021 προέρχεται από την ανατίμηση αποθεμάτων και τη διεύρυνση περιθωρίων κέρδους λόγω της εκτίναξης των τιμών των εμπορευμάτων, εκτός από την αύξηση των πωλήσεων σε όγκο, προερχόμενη από την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας (ΑΕΠ +8,3%). Και βέβαια η πολύ αυξημένη κερδοφορία θα οδηγήσει φέτος και σε μεγαλύτερα μερίσματα, για τα οποία έχει ήδη προβλεφθεί μείωση της φορολόγησής τους. Μεταξύ των πρωταθλητριών εταιρειών στην κερδοφορία περιλαμβάνονται και όλες οι εταιρείες (εισηγμένες και μη) που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας όπως επίσης και οι διεθνείς ομόλογοί τους.
Η ακρίβεια που πλήττει ιδιαίτερα εργαζόμενους και άνεργους προκαλεί εύλογες ανησυχίες στις οικονομικές και πολιτικές ελίτ της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους διαχρονικούς εκπροσώπους τους στον χώρο των ΜΜΕ, ο Παπαχελάς, παρομοίασε, πρόσφατα στην «Καθημερινή», την ακρίβεια με τον «ελέφαντα στο δωμάτιο» αναγνωρίζοντας ότι είναι ένα θέμα που κυριαρχεί σε κάθε κουβέντα και «απασχολεί πια ανθρώπους που θεωρούσαν ότι δεν θα βρίσκονταν ποτέ ξανά αντιμέτωποι με το φάσμα της επιβίωσης». Μάλιστα, κάνει την εκτίμηση ότι για την αντιμετώπιση της ακρίβειας θα χρειαστούν απαντήσεις «έξω από το κουτί» και συγκεκριμένα γράφει ότι «θα δούμε από εδώ και πέρα προτάσεις και λύσεις που θα σοκάρουν, όπως πλαφόν σε κέρδη και κρατικοποιήσεις ζωτικών κλάδων».
Όμως γνωρίζουμε καλά, ότι απαντήσεις «έξω από το κουτί» δεν μπορεί να είναι άλλες από την εξοντωση του τέρατος που γεννά πείνα και φτώχεια, πολέμους, πανδημίες, καταστρέφει το περιβάλλον και απειλεί, πλέον, άμεσα και την ίδια την ύπαρξή μας, επαναφέροντας στην επικαιρότητα την πιθανότητα πυρηνικού πολέμου. Αν όχι τώρα, πότε;