Πηγή: nuso.org

Δημοσίευση: Ιανουάριος 2023

Μετάφραση: Α.Λ.

Η παραπομπή σε δίκη και η σύλληψη του Πέδρο Καστίγιο τον περασμένο Δεκέμβριο, μετά την προσπάθειά του να διαλύσει το Κογκρέσο, οδήγησε σε ένα νέο κύμα διαμαρτυριών. Η χώρα εμφανίζεται τώρα πολωμένη μεταξύ ενός μπλοκ υπέρ του κατεστημένου και ενός μπλοκ κατά των ελίτ. Η πρόεδρος Ντίνα Μπολουάρτε στηρίζεται, προς το παρόν, στο δεξιό κοινοβουλευτικό μπλοκ και στις Ένοπλες Δυνάμεις και έχει δώσει το πράσινο φως για ισχυρή καταστολή των διαδηλτών που ζητούν πρόωρες εκλογές.

Στις 11 Ιανουαρίου, το υπουργικό συμβούλιο της Ντίνα Μπολουάρτε με επικεφαλής τον Αλμπέρτο Οτάρολα (Alberto Otárola), κέρδισε ψήφο εμπιστοσύνης στο Κογκρέσο, με την υποστήριξη των βουλευτών που μέχρι πρόσφατα ανήκαν στο πιο ριζοσπαστικό τμήμα της αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση του Πέδρο Καστίγιο και οι οποίοι, κατά τη διάρκεια των σχεδόν 18 μηνών που ήταν στην προεδρία, προσπάθησαν με διάφορα μέτρα να τον απομακρύνουν από το αξίωμά του. Παράλληλα, ο Ραφαέλ Λόπες Αλιάγα, ο νέος ακροδεξιός δήμαρχος της Λίμα, εξέφρασε την υποστήριξή του στην κυβέρνηση που προέκυψε από την αποπομπή και τη σύλληψη του Καστίγιο μετά την απόπειρά του να κλείσει το Κογκρέσο τον περασμένο Δεκέμβριο.

Οι ψήφοι κατά του νέου υπουργικού συμβουλίου προήλθαν από τα έδρανα της Αριστεράς που πριν από μήνες ήταν σύμμαχοι της κυβέρνησης Καστίγιο. Εν τω μεταξύ, ιδίως στο νότιο τμήμα της χώρας –προπύργιο  των πολιτικών που αντιτίθενται στο κατεστημένο, όπου ο Καστίγιο απολαμβάνει την ευρύτερη αποδοχή του– άρχιζαν να αυξάνονται οι  διαδηλώσεις που ζητούσαν πρόωρες εκλογές.

Η πολιτική σκηνή του Περού αναδιαμορφώθηκε: η επισφαλής ισορροπία μεταξύ της κυβέρνησης του Καστίγιο και του Κογκρέσου, που βρίσκονταν σε αντιπαράθεση μεταξύ τους και είχαν χαμηλή αποδοχή από τους πολίτες – με το Κογκρέσο να βρίσκεται ακόμη πιο χαμηλά από τον ίδιο τον πρόεδρο, έσπασε. Έχει αντικατασταθεί από μια ατμόσφαιρα στην οποία πολλοί αντιλαμβάνονται ότι οι ελίτ και ένα Κογκρέσο με υποστήριξη μικρότερη του 10% είναι αυτοί που έχουν κερδίσει, και αυτό εξηγεί την αύξηση των διαδηλώσεων τις τελευταίες εβδομάδες, οι οποίες έχουν ήδη φτάσει στην πρωτεύουσα του Περού.

Κρίση μέσα στην κρίση

Στις 7 Δεκεμβρίου, όταν η χώρα ανέμενε το Κογκρέσο να συζητήσει για τρίτη φορά την αποπομπή του Πέδρο Καστίγιο, ο πρώην πρόεδρος αιφνιδίασε με ένα μήνυμα προς το έθνος στο οποίο ανακοίνωνε τη διάλυση του Κοινοβουλίου, την προκήρυξη νέων βουλευτικών εκλογών και τον στόχο να προχωρήσει η διαδικασία σύνταξης νέου Συντάγματος και η αναδιοργάνωση της Δικαιοσύνης. Ο Καστίγιο δήλωσε ότι τα μέτρα αποσκοπούσαν στην «εγκαθίδρυση του Κράτους Δικαίου και της Δημοκρατίας».

Παρόλο που η διάλυση του Κογκρέσου ήταν ένα αίτημα που τέθηκε από τις διάφορες φατρίες που στήριζαν τον πρόεδρο –καθώς τομείς της αντιπολίτευσης οργάνωναν την παραπομπή του προέδρου σε δίκη–, ήταν στο πλαίσιο του Συντάγματος, το οποίο επιτρέπει στον πρόεδρο, σε ορισμένες περιπτώσεις, να διαλύσει το Κογκρέσο (όπως συνέβη με τον πρόεδρο Μαρτίν Βισκάρρα το 2019). Όμως η απόφαση του Καστίγιο φάνηκε περισσότερο με ρήξη της συνταγματικής τάξης (και πολλοί τη συνέκριναν με το αυτοπραξικόπημα του Αλμπέρτο Φουχιμόρι το 1992).

Τα αποτελέσματα της ατυχούς ανακοίνωσης πολύ σύντομα έδειξαν ότι επρόκειτο για ένα πρόχειρα σχεδιασμένο μέτρο χωρίς στρατιωτική υποστήριξη: οι διάφοροι κρατικοί θεσμοί τάχθηκαν αμέσως εναντίον του και, μέσα σε δύο ώρες από την εσπευσμένη καθαίρεσή του από το Κογκρέσου, ο Καστίγιο συνελήφθη από τον ίδιο του τον σωματοφύλακα ενώ προσπαθούσε να καταφύγει στην πρεσβεία του Μεξικού με την οικογένειά του.

Την ίδια ημέρα με την αποτυχημένη απόπειρα «αυτοπραξικοπήματος», η αντιπρόεδρος Ντίνα Μπολουάρτε ορκίστηκε πρόεδρος στο πλαίσιο της συνταγματικής διαδοχής. Κατά την ορκωμοσία της, ανέφερε ότι θα υπηρετήσει ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας μέχρι τον Ιούλιο του 2026, όταν θα λήξει η θητεία του Καστίγιο. Όμως η κοινωνική πίεση οδήγησε πολύ σύντομα σε μια πρώτη επίσπευση των εκλογών για το 2024.

Ο σκληρός πυρήνας των οπαδών του Καστίγιο, ο οποίος διατήρησε την υποστήριξή του παρά τα συνεχή σκάνδαλα διαφθοράς και τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις της κυβέρνησης, τάχθηκε κατά της ανάληψης της προεδρίας από την Μπολουάρτε. Πρόσωπα αναφοράς αυτής της ομάδας, η οποία αντιπροσωπεύει περίπου το 25% του περουβιανού πληθυσμού και χαρακτηρίζεται από την υψηλή ικανότητα κινητοποίησής της και τη δυσπιστία της απέναντι στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης –που δικαιολογείται από τη μεροληπτική συμπεριφορά τους κατά την τελευταία προεκλογική εκστρατεία– χαρακτήρισαν την Μπολουάρτε «προδότρια», «σφετερίστρια» και «μαριονέτα του Κογκρέσου». Είναι γεγονός ότι, παρόλο που η Μπολουάρτε ήταν από την αρχή κοντά στην κυβέρνηση του Καστίγιο, οι θέσεις της κατά τις εβδομάδες που προηγήθηκαν της πτώσης του πρώην προέδρου, την απομάκρυναν όλο και περισσότερο από αυτόν.

Επιπλέον, μόλις δύο ημέρες πριν οι βουλευτές ψηφίσουν για την απομάκρυνση του Καστίγιο από το αξίωμά του, το Κοινοβούλιο απόσυρε την εναντίον της καταγγελία (1). Η καταγγελία αυτή, που προωθήθηκε από τον πιο ακραίο τομέα της αντιπολίτευσης, αποσκοπούσε στην καθαίρεσή της ώστε να μην είναι σε θέση να αναλάβει την προεδρία σε περίπτωση απομάκρυνσης του Πέδρο Καστίγιο από το αξίωμά του. Έτσι, ο πρόεδρος του Κογκρέσου Χοσέ Ουίλιαμς, εκπρόσωπος της αντιπολίτευσης, θα αναλάμβανε τη θέση. Όμως τελικά, στο πλαίσιο των επιταχυνόμενων πολιτικών ανακατατάξεων, η Μπολουάρτε κατέληξε να αναλάβει τα καθήκοντά της και να κυβερνά μέχρι σήμερα με τη στήριξη της Δεξιάς.

Η υπόσχεση της νέας προέδρου να κυβερνήσει μέχρι το 2026 ερμηνεύτηκε από διάφορους κοινωνικούς τομείς ως ένας συμβιβασμός με την αντιπολίτευση, η οποία πρότεινε να παραμείνουν όλοι στην εξουσία εκτός από τον Καστίγιο, κάτι που πολλοί θεώρησαν ως ένα είδος προσβολής.

Πόλωση

Τον τελευταίο καιρό, το Περού αντιμετωπίζει μεγάλη πολιτική και κοινωνική πόλωση. Ο κατακερματισμός και η πολιτική δυσαρέσκεια που επικρατούσε μέχρι τις αρχές του 2021 –ως αποτέλεσμα μιας μόνιμης πολιτικής κρίσης– μεταλλάχθηκαν σε μια δυαδική και μανιχαϊστική πολιτική μετά την εμφάνιση του Πέδρο Καστίγιο στην εθνική σκηνή. Σε μεγάλο βαθμό, μπορεί να ειπωθεί ότι, έκτοτε, στη χώρα έχουν δημιουργηθεί δύο αντίθετοι συνασπισμοί: ένας συνασπισμός υπέρ του κατεστημένου και ένας συνασπισμός κατά του κατεστημένου. Όπως έχει επισημάνει ο πολιτικός επιστήμονας και αναλυτής Κάρλος Μελέντες (Carlos Meléndez), ο πρώτος αποτελείται από τα κοινοβουλευτικά έδρανα της Δεξιάς και της κεντροδεξιάς, τις δυνάμεις ασφαλείας, τους μεγάλους επιχειρηματίες, τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης και την ανώτερη και μεσαία τάξη της Λίμα, ενώ ο δεύτερος περιλαμβάνει τις διάφορες ομάδες της Αριστεράς, τον πληθυσμό της υπαίθρου που ανήκει στους κατώτερους κοινωνικοοικονομικούς τομείς και τον ετερογενή κόσμο της άτυπης εργασίας.

Η Μπολουάρτε, μια αδύναμη πολιτικός που είχε κακές σχέσεις με τα αριστερά κόμματα που εκπροσωπούνται στο Κογκρέσο –και με το Perú Libre, το κόμμα με το οποίο έβαλε υποψηφιότητα– είδε πώς ο αντικαθεστωτικός τομέας της γύρισε την πλάτη και σύντομα ευθυγραμμίστηκε με την ατζέντα του φιλοκαθεστωτικού συνασπισμού, αναζητώντας υποστήριξη που θα την κρατούσε στην εξουσία.

Έτσι, σε ένα πλαίσιο αυξανόμενης βίας, ο φιλοκαθεστωτικός τομέας έχει αποκτήσει την πλήρη εκπροσώπηση της επίσημης πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της εκτελεστικής εξουσίας, γεγονός που επιτρέπει το μονοπώλιο της «νόμιμης βίας». Πράγματι, η κατασταλτική απάντηση στην πρόκληση των δρόμων έχει ήδη οδηγήσει σε περίπου πενήντα θανάτους.

Ποιοι διαδηλώνουν;

Όπως υποστήριξε ο ειδικός στα κοινωνικά κινήματα Ομάρ Κορονέλ (Omar Coronel), οι κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο εξελίχθηκαν ποικίλλοντας ως προς την ένταση, το μέγεθος και τα επίπεδα βίας, μπορούμε λοιπόν να διακρίνουμε τρεις φάσεις. Η πρώτη καθοδηγήθηκε από τον «σκληρό πυρήνα» της βάσης του Καστίγιο ο οποίος βγήκε να διαμαρτυρηθεί απαιτώντας την απελευθέρωση του πρώην προέδρου, νέο Σύνταγμα και το κλείσιμο του Κογκρέσου. Η δεύτερη –που ξεκίνησε γύρω στις 15 Δεκεμβρίου, μετά το θάνατο εννέα διαδηλωτών στο Αγιακούτσο από τις δυνάμεις ασφαλείας– ενώθηκε με έναν ευρύτερο κομμάτι που απαιτούσε δικαιοσύνη και αποκατάσταση των θυμάτων. Τέλος, σε μια τρίτη στιγμή, εντάχθηκαν στις κινητοποιήσεις φορείς με πολλαπλά και συγκεκριμένα αιτήματα που συνδέονται με ζητήματα όπως οι εξορύξεις, τα εργασιακά δικαιώματα, η προστασία του περιβάλλοντος και οι βασικές υπηρεσίες. Όλοι ζητούν πρόωρες εκλογές μέσα στο 2023.

Σύμφωνα με τις εκθέσεις που συνέταξε ο Συνήγορος του Πολίτη, μεταξύ 2006 και 2022, στο Περού καταγράφεται μια κοινωνική σύγκρουση κάθε εβδομάδα. Ωστόσο, πρόκειται για συγκρούσεις με αρκετά περιορισμένες, μεμονωμένες και πολύ συγκεκριμένες πλατφόρμες που, μέχρι πρόσφατα, δεν είχαν βρει μια μεγάλη ενοποιητική αφήγηση που να τις υπερβαίνει. Σήμερα έχουν μια.

Ο Καστίγιο κατάφερε να συνδέσει τις διάφορες αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες της χώρας και να τις πλαισιώσει με μια συλλογική αφήγηση. Με την πτώση του, αυτοί οι ενδυναμωμένοι πλέον τομείς πέτυχαν ένα νέο επίπεδο συνοχής. Οι διαμαρτυρίες αποτελούνται από διάφορους φορείς που κινητοποιούνται ενάντια στο κατεστημένο, οι οποίοι έχουν υιοθετήσει μια πλατφόρμα αγώνα που ανταποκρίνεται στη δημιουργία ενός κοινού και περιστασιακού εχθρού: το Κογκρέσο και η Ντίνα Μπολουάρτε. Επιπλέον, επιδιώκουν έναν θεμελιώδη πολιτικό στόχο: ένα νέο Σύνταγμα που θα εγκαθιδρύει μια νέα σχέση μεταξύ ατόμου και Κράτους.

Από την πλευρά τους, η Μπολουάρτε και ο Οτάρολα, επικεφαλής του υπουργικού συμβουλίου, έχουν υιοθετήσει την απαξιωτική ρητορική των ακροδεξιών ομάδων της χώρας που ζητούν σιδηρά πυγμή και εναντιώνονται στις διαδηλώσεις. Η στρατηγική αυτής της ρητορικής βασίζεται σε δύο κύριες ιδέες. Η πρώτη είναι ότι εξωγενείς παράγοντες έχουν καταφέρει να διεισδύσουν σε ειρηνικές διαδηλώσεις πολιτών για να σπείρουν τη βία. Οι ομάδες αυτές φέρονται να αποτελούνται από μέλη των υπολειμμάτων του Κομμουνιστικού Κόμματος του Περού-Φωτεινό Μονοπάτι (PCP-Sendero Luminoso), της ανατρεπτικής ομάδας που σταμάτησε τον ένοπλο αγώνα και επιδίωξε ανεπιτυχώς μια ειρηνευτική συμφωνία το 1993, και από εκπροσώπους παράνομων οικονομιών που συνδέονται με τη διακίνηση ναρκωτικών και την παράνομη εξόρυξη. Επίσης, κατηγορούν μέχρι και τον πρώην πρόεδρος της Βολιβίας Έβο Μοράλες για την υποκίνηση των διαδηλώσεων στο νότιο Περού. Με όλα τα παραπάνω, στοχεύουν στο terruqueo (2) των διαδηλώσεων, όπως ονομάζεται στο Περού η σύνδεση ενός αντιπάλου με την τρομοκρατία, προκειμένου να δυσφημιστεί ο σκοπός του. Η Μπολουάρτε κάνει λόγο για εγκληματικές ομάδες που επιδιώκουν να δημιουργήσουν χάος και να υπονομεύσουν το κράτος δικαίου.

Η πραγματικότητα είναι ότι, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά το τέλος της εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης, όσοι στο παρελθόν πήραν τα όπλα και πλήρωσαν την ποινή τους, στη συνέχεια κατάφεραν να επανενταχθούν σε άλλα πολιτικά εγχειρήματα, πολλά από τα οποία συνδέονται με τη ριζοσπαστική αριστερή παράδοση. Πρόκειται για στρατευμένα άτομα που, δεδομένης της πολιτικής τους εμπειρίας, έχουν καταφέρει να καταλάβουν ηγετικούς ρόλους σε κοινωνικά κινήματα της υπαίθρου της χώρας.

Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι οι παράνομες ή εγκληματικές οικονομίες –σε μια χώρα με άτυπη οικονομία που φτάνει το 76,8% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και το 87% των νοικοκυριών– έχουν καταφέρει να συνυπάρχουν και να αναμειγνύονται με την επίσημη και την άτυπη οικονομία. Ο κοινωνιολόγος Φρανσίσκο Ντουράντ (Francisco Durand) έχει επισημάνει ότι οι ανεπίσημες οικονομίες έχουν γίνει ανεκτές ή δεν υπόκεινται σε ελέγχους από το κράτος, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να έχουν ωριμάσει και να έχουν αποκτήσει ιεραρχική δομή, με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον για τη διατήρηση των παράνομων οικονομιών να διαπερνά όλες τις κοινωνικές τάξεις, συμπεριλαμβανομένης μιας άτυπης εργοδοτικής ελίτ, ειδικευμένων εργατών και εργαζομένων σε άτυπες μορφές εργασίας.

Έτσι, περιοχές όπως η κοιλάδα των ποταμών Απουρίμακ, Ένε και Μαντάρο (Βράεμ) που βρίσκεται στο κέντρο της χώρας καθώς και η Περιφέρεια Μάδρε ντε Ντιός που βρίσκεται στην Αμαζονία, χαρακτηρίζονται τόσο από την παρουσία λαθρεμπορίου ναρκωτικών που συνδέεται με την καλλιέργεια φύλλων κόκας, όσο και από την παράνομη εξόρυξη. Σε αυτά τα μέρη, οι παράνομες δραστηριότητες είναι τόσο εκτεταμένες που έχουν καταφέρει να αποκτήσουν την αποδοχή ακόμα και τοπικών παραγόντων/φορέων που δεν εμπλέκονται άμεσα. Πρόκειται για την υπεράσπιση μιας ηθικής οικονομίας της παρανομίας που θεωρεί τις δραστηριότητες αυτές απαραίτητες για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών των ανθρώπων και των καταναλωτικών προσδοκιών της κοινωνίας.

Βία

Ενώ υπάρχουν ηγέτες και διαδηλωτές που είναι πρώην μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος του Περού-Φωτεινό Μονοπάτι και άλλοι που συνδέονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με παράνομες οικονομίες, δεν λειτουργούν ωστόσο ως εξωτερικοί φορείς με σκοτεινούς στόχους, αλλά αποτελούν μέρος του κοινωνικού ιστού που βγαίνει για να διαμαρτυρηθεί.

Το δεύτερο επιχείρημα που χρησιμοποιείται για να απαξιωθούν οι κινητοποιήσεις –να χαρακτηριστούν δηλαδή ως προϊόν πολιτικών και όχι απλώς κοινωνικών αιτημάτων– ανταποκρίνεται στην ιδέα ότι η διαμαρτυρία είναι έγκυρη μόνο εαν αφορά συγκεκριμένες διεκδικήσεις για την επίτευξη μιας ελάχιστα αξιοπρεπούς ζωής. Ένα πολιτικό αίτημα από έναν πληθυσμό που ζει στο περιθώριο του Κράτους –είτε λόγω της εγκατάλειψής του από το Κράτος είτε λόγω της εκούσιας απομάκρυνσης όσων ασκούν δραστηριότητες που δεν επιθυμούν να ρυθμίζονται– θεωρείται ως πρόκληση απέναντι στο status quo. Και πράγματι είναι. Ωστόσο, το ενδιαφέρον είναι ότι, εδώ και δεκαετίες, οι άτυπες και παράνομες οικονομίες ήταν σε θέση να ασκούν επιρροή σε χώρους εκπροσώπησης και λήψης πολιτικών αποφάσεων, όπως το Κογκρέσο της Δημοκρατίας και οι τοπικές κυβερνήσεις, με στόχο τη διατήρηση του status quo εντός του οποίου ήταν σε θέση να αναπτυχθούν και να επεκταθούν. Το αίτημα για Συντακτική Συνέλευση από ένα μέρος των ομάδων των εργαζομένων που συνδέονται με αυτές τις οικονομίες, υποδηλώνει πρόθεση προσέγγισης με το Κράτος στη βάση της επανίδρυσής του.

Οι δράσεις διαμαρτυρίας σε όλη τη χώρα έχουν λάβει τη μορφή κινητοποιήσεων, απεργιών και αποκλεισμών δρόμων. Ένα από τα κεντρικά χαρακτηριστικά όλων ήταν η μη κομματικοποίηση. Σε αντίθεση με τις διαδηλώσεις του Νοεμβρίου 2020, στις οποίες ήταν δυνατόν να βρεθούν φυσικοί σύμμαχοι στο Κογκρέσο –όπως οι βουλευτές που ανήκαν στο Partido Morado του Φρανσίσκο Σαγκάστι (Francisco Sagasti), ο οποίος τελικά ανέλαβε την Προεδρία της Δημοκρατίας (2020-2021)– αυτή τη φορά οι διαδηλωτές εκφράζουν μια γενικευμένη αποδοκιμασία απέναντι σε όλα τα μέλη του Κοινοβουλίου. Ακόμα και τα μέλη του Κογκρέσου από το Perú Libre, το κόμμα με το οποίο ο Καστίγιο ήταν υποψήφιος, που θα μπορούσαν να είναι οι πιο συμπαθείς προς τους διαδηλωτές επειδή έχουν δείξει αλληλεγγύη στις κινητοποιήσεις, αποδοκιμάζονται με την ίδια ένταση.

Αυτή η απουσία πολιτικής ηγεσίας έχει οδηγήσει σε επεισόδια βίας και σε αδυναμία έναρξης ενός διαλόγου με την κυβέρνηση. Επίσης, ούτε οι νέοι περιφερειακοί κυβερνήτες που ανέλαβαν τα καθήκοντά τους την 1η Ιανουαρίου διαθέτουν επαρκείς αρμοδιότητες για να διαχειριστούν τη βία των διαδηλωτών στο εσωτερικό της χώρας. Αντιθέτως, δέχθηκαν πιέσεις να μην διαπραγματευτούν με την κυβέρνηση, καθώς η μόνη λύση στα μάτια του πλήθους που έχει βγει στους δρόμους, είναι η παραίτηση της προέδρου Ντίνα Μπολουάρτε.

Επίμαχα ζητήματα

Δύο είναι τα σημαντικά επίμαχα ζητήματα στην πολιτική σκηνή του Περού σήμερα. Το πρώτο είναι η ημερομηνία των εκλογών για την ανάδειξη νέου προέδρου και νέου κοινοβουλίου. Η κυβέρνηση, μπροστά στην κοινωνική αναταραχή, παρουσίασε ένα νομοσχέδιο που προτείνει την επίσπευση των γενικών εκλογών για τον Απρίλιο του 2024.

Το νομοσχέδιο αυτό ορίζει το επόμενο έτος ως επαρκές χρονικό διάστημα για τη συμμόρφωση με διάφορες νομικές διατάξεις, όπως το κλείσιμο του εκλογικού καταλόγου ένα έτος πριν από τη διαδικασία και τη διεξαγωγή προκριματικών εκλογών για την επιλογή των υποψηφίων. Επιπλέον, η κυβέρνηση εκτίμησε ότι η ημερομηνία αυτή θα παρείχε τον απαραίτητο χρόνο για τη σύνταξη συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που θα επέτρεπαν ουσιαστικές αλλαγές στην πολιτική του Περού.

Από την πλευρά του λαού που βρίσκεται στους δρομους, ένα από τα κύρια αιτήματά του είναι οι εκλογές να διεξαχθούν το 2023. Ο πρόεδρος του Εθνικού Εκλογικού Συμβουλίου, του αρμόδιου για τις εκλογικές διαδικασίες οργάνου, δήλωσε ότι είναι δυνατόν να διεξαχθεί εκλογική διαδικασία έξι μήνες μετά την προκήρυξη των εκλογών, αλλά θα ήταν μια διαδικασία εξπρές, κατά την οποία δεν θα υπήρχε χρόνος να ολοκληρωθούν φάσεις που διάφοροι ειδικοί στα εκλογικά συστήματα θεωρούν απαραίτητες για τη βελτίωση της πολιτικής εκπροσώπησης.

Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης έγινε ευρέως αποδεκτό στο κοινοβούλιο. Ωστόσο, οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις που παρουσιάζονται στο κυβερνητικό έγγραφο ως «δημοκρατικές και συνταγματικές αλλαγές που προτείνονται στο Κογκρέσο υπακούοντας ουσιαστικά στο αίσθημα των πολιτών», έχουν μετατραπεί στην πράξη σε ένα πακέτο διατάξεων που παρουσίασαν οι βουλευτές προκειμένου να επωφεληθούν οι ίδιοι μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Έτσι, το νομοθετικό σώμα επιδιώκει, επί του παρόντος, να εγκρίνει την καθιέρωση δύο σωμάτων στο Κογκρέσο [Βουλή-Γερουσία] και τη δυνατότητα επανεκλογής των μελών του Κογκρέσου –που το 2018 απαγορεύτηκαν μέσω λαϊκής διαβούλευσης (3)– καθώς και την κατάργηση της ανάγκης για ψήφο εμπιστοσύνης του Κογκρέσου στα υπουργικά συμβούλια, προκειμένου να αφαιρεθεί η δυνατότητα των προέδρων να διαλύσουν το Κογκρέσο εάν αυτό απορρίψει δύο διαδοχικά υπουργικά συμβούλια, όπως συμβαίνει με τους ισχύοντες κανονισμούς.

Το δεύτερο μείζον θέμα που επί του παρόντος συζητείται στο Περού είναι αν η Μπολουάρτε θα παραμείνει στη θέση της μέχρι τη διεξαγωγή γενικών εκλογών το 2024 ή αν ο πρόεδρος του Κογκρέσου θα αναλάβει την ηγεσία της χώρας μέχρι την εκλογή νέου προέδρου.

Η Μπολουάρτε, η οποία υποστηρίζεται από τον φιλοκαθεστωτικό συνασπισμό, διαβεβαίωσε ότι δεν θα παραιτηθεί από Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ωστόσο, με κάθε νέο θάνατο, οι δρόμοι γεμίζουν με περισσότερους ανθρώπους που ζητούν την παραίτησή της. Μια δημοσκόπηση έδειξε πλήρη πόλωση σχετικά με τη νέα κατάσταση κρίσης που βιώνει η χώρα: ενώ το 50% του περουβιανού πληθυσμού δηλώνει ότι ταυτίζεται με τις διαδηλώσεις, το 46% τις αποδοκιμάζει.

Αν η Μπολουάρτε παραιτηθεί, θα έπρεπε να αναλάβει την προεδρία της χώρας ο πρόεδρος του Κογκρέσου της Δημοκρατίας, Χοσέ Ουίλιαμς Ζαπάτα, πρώην επικεφαλής της Κοινής Διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων, ο οποίος ανήκε στο τμήμα της πρώην πιο σκληρής αντιπολίτευσης στον Καστίγιο, γι’ αυτό και απορρίπτεται από τους διαδηλωτές. Αντιμέτωποι με αυτή την κατάσταση, οι περιφερειακοί κυβερνήτες της Αρεκίπα και του Κούσκο καθώς και οι δικηγορικοί σύλλογοι της χώρας, πρότειναν την παραίτηση του σημερινού προεδρείου του Κογκρέσου, ώστε να αναλάβει την Προεδρία της Δημοκρατίας κάποιος άλλος βουλευτής σε περίπτωση αποχώρησης της Μπολουάρτε. Ωστόσο, το αρνητικό συναίσθημα που προκαλεί το σύνολο της πολιτικής τάξης καθιστά αδύνατη την επίτευξη μιας φόρμουλας συναίνεσης, όπως αυτή που επιτεύχθηκε με τον Φρανσίσκο Σαγκάστι κατά τη διάρκεια της πολιτικής κρίσης του 2020, ο οποίος θεωρήθηκε ως ένας συνετός χαρακτήρας που θα καθοδηγούσε τη χώρα προς τις επόμενες εκλογές.

Προοπτικές

Η σταθερότητα της προέδρου τίθεται όλο και περισσότερο υπό αμφισβήτηση και εξαρτάται από την υποστήριξη του φιλοκαθεστωτικού συνασπισμού. Ενώ η Μπολουάρτε τους παραχώρησε την επιστροφή τεχνοκρατικών στελεχών με επιχειρηματικό πνεύμα στην κυβέρνηση και την πιθανότητα πολιτικής μεταρρύθμισης πριν από την αποχώρησή της από την εξουσία, η κοινωνική αναταραχή, η οποία επηρεάζει τις επενδύσεις και τις αγορές, έχει ήδη αρχίσει να κάνει τον επιχειρηματικό τομέα του συνασπισμού να αισθάνεται άβολα. Ομοίως, αν η αποδοκιμασία της –που  σήμερα βρίσκεται στο 71%– αυξηθεί, η Μπολουάρτε κινδυνεύει να χάσει τους περιστασιακούς συμμάχους της οι οποίοι σύντομα θα μπουν σε μια εκλογική λογική.

Ένα τελευταίο σημείο που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο είναι το αίτημα για σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης. Όπως δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, αυτό το αίτημα κερδίζει έδαφος και σήμερα το ασπάζεται το 69% του πληθυσμού. Όμως ο συνασπισμός υπέρ ενός νέου Συντάγματος, όπως υποστηρίζει ο Χουάν Κάρλος Ουμπιλούζ (Juan Carlos Ubilluz)(4), είναι ευρύς και αντιφατικός. Και σήμερα, όπως έχουν τα πράγματα, δεν υπάρχει κοινή ατζέντα για τη σύνταξη μιας νέας Μάγκνα Κάρτα, γεγονός που θα αποτελέσει πηγή νέων πολιτικών και κοινωνικών μαχών.

*  Η María Sosa Mendoza είναι απόφοιτη δημοσιογραφίας από το Πανεπιστήμιο της Λίμα. Αρθρογραφεί για το Ινστιτούτο Νομικής Προστασίας του Περού και την εφημερίδα La Plaza. Υπήρξε μέλος της σύνταξης του Perú21.

Σημειώσεις:

1.- Η Μπολουάρτε καταγγέλθηκε από βουλευτές της Δεξιάς ότι, κατά παράβαση του Συντάγματος, ενώ ήταν υπουργός Ανάπτυξης και Κοινωνικής Ένταξης (7/2021-11/2022) εκτελούσε καθήκοντα και ενέργειες υπέρ του Club Departamental Apurímac. Συστήθηκε επιτροπή έρευνας η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα γεγονότα που καταγγέλθηκαν εις βάρος της «δεν συνιστούν παράβαση».

2.- Το terruqueo είναι μια πολιτική και κοινωνική πρακτική που χρησιμοποιείται από την περουβιανή Δεξιά και συντηρητικούς τομείς γενικότερα, η οποία συνίσταται στο να αποδίδεται σε κάποιον αντίπαλο που έχει αριστερές θέσεις ή αντιτίθεται στο κατεστημένο, η χροιά ότι συγγενεύει με τρομοκρατική συμπεριφορά ή ιδέες ή ότι υποστηρίζει την τρομοκρατία ή ακόμη ότι είναι μέλος ή ότι δραστηριοποιείται στο πλαίσιο ενόπλων ομάδων, προκειμένου να τον απαξιώσουν ή να ακυρώσει τον λόγο του. Έχει επίσης οριστεί ως μια πολιτική στρατηγική η οποία χρησιμοποιεί, μέσω της προαναφερόμενης συσχέτισης, τον φόβο της τρομοκρατίας για πολιτικό όφελος και η οποία ακυρώνει κάθε χώρο για συζήτηση ή πολιτική πολυφωνία μέσα σε ένα δημοκρατικό κράτος.

3.- Το 2018, στο πλαίσιο της προσπάθειας για την καταπολέμηση της διαφθοράς, τέθηκαν σε δημοψήφισμα 4 προτάσεις συνταγματικών μεταρρυθμίσεων. Οι Περουβιανοί ψήφισαν ΝΑΙ στη μεταρρύθμιση του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, στον έλεγχο των εισφορών/χρηματοδοτήσεων στα πολιτικά κόμματα και στην ΜΗ επανεκλογή των μελών του Κογκρέσου. Επέρριψαν το διθάλαμο κοινοβουλευτικό σύστημα, πράγμα που σημαίνει ότι η χώρα θα έχει μόνο ένα νομοθετικό σώμα.

4.- Juan Carlos Ubilluz: Διδάκτωρ Φιλοσοφίας και Master of Arts (Univercity of Texas, Austin), διδάσκει στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Σαν Μάρκος, Λίμα.

 

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…