Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών (4.6.2022)
Πώς η «κατάργηση» των φοιτητικών παρατάξεων ισοδυναμεί με παράδοση του φοιτητικού συνδικαλισμού στους πιο σκληρούς κομματικούς μηχανισμούς.

Οσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές του φθινοπώρου, τόσο ο προπαγανδιστικός μηχανισμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη αρχίζει να θυμίζει Οργουελ. Με αποκορύφωμα το πεδίο εκείνο, όπου η πολιτική της συναντά (ή αναμένεται να συναντήσει) τις ισχυρότερες αντιδράσεις: τον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Η πρόσφατη επικοινωνιακή διαχείριση του πρόσφατου αποτελέσματος των φοιτητικών εκλογών και της δημοσιοποίησης του επερχόμενου νόμου-πλαισίου αξίζουν ως εκ τούτου να μελετηθούν από κοντά, ως υπόδειγμα κρατικού λόγου που δεν παραποιεί απλώς την πραγματικότητα, στρογγυλεύοντας αντιθέσεις κι αποσιωπώντας επιλεκτικά κάποιες ανεπιθύμητες πτυχές της (όπως γίνεται συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις), αλλά κατασκευάζει την εντελώς αντίθετη εικόνα απ’ ό,τι στ’ αλήθεια ισχύει.

Απ’ την κολοκυθιά στον τεχνοφασισμό

Η ανακοίνωση της έκβασης των φοιτητικών εκλογών δεν αποτελούσε, βέβαια, εδώ και δεκαετίες την πιο αξιόπιστη άσκηση υψηλής πολιτικής. Μετά την εξαφάνιση της ΕΦΕΕ στα μέσα της δεκαετίας του 1990, κάθε παράταξη δίνει ως γνωστόν τα δικά της «αποτελέσματα». Για πρώτη φορά, παρόμοιο φαινόμενο είχαμε δέκα ολόκληρα χρόνια νωρίτερα, κατά τη φορτισμένη προεκλογική περίοδο της άνοιξης του 1985 (μετά τη μη επανεκλογή του «εθνάρχη» Καραμανλή στην προεδρία της Δημοκρατίας), όταν τρεις μεγάλες παρατάξεις -η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ της Ν.Δ., η ΠΑΣΠ του ΠΑΣΟΚ και η «Πανσπουδαστική» του ΚΚΕ- διεκδίκησαν ταυτόχρονα την πρωτιά, με ποσοστά που κυμαίνονταν (και για τις τρεις τους) μεταξύ 26,3 % και 27,4 %· απόκλιση έτσι κι αλλιώς αμελητέα, με τη σχετική διχογνωμία ν’ αποδίδεται στις έκρυθμες συνθήκες των ημερών.

Από την άλλη, ακόμη κι όταν οι περισσότερες παρατάξεις συμφωνούσαν στην έκδοση κάποιων συγκεκριμένων αριθμών από την ΕΦΕΕ, αυτό δεν απέκλειε κάποιες βολικές λαθροχειρίες, όπως συνέβη τον Μάρτιο του 1990, λίγες μέρες πριν από τις κρίσιμες βουλευτικές εκλογές που ανέδειξαν ως πρωθυπουργό τον πατέρα Μητσοτάκη. Σε κάθε περίπτωση, οι όποιες ατασθαλίες αφορούσαν πάντως ελάσσονες μικροαλλοιώσεις των πραγματικών δεδομένων· αποκαλυπτικές μεν για τα ήθη του μελλοντικού πολιτικού προσωπικού της χώρας, όχι όμως και παραπλανητικές για τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων στους κόλπους του φοιτητικού σώματος.

«Οι φοιτητές σήμερα μίλησαν και έδωσαν μια ξεκάθαρη απάντηση υπέρ της προόδου, υπέρ της ασφάλειας, υπέρ της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ» | Κατερίνα Κορωνιά, γραμματέας της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ (18.5.2022)

Ακόμη και οι αποκλίσεις των παράλληλων αποτελεσμάτων που εκδίδονταν από τις παρατάξεις τις τελευταίες δεκαετίες, ουδέποτε ανέτρεπαν επί της ουσίας τη συνολική εικόνα. Ενα προσεκτικό μάτι δεν δυσκολευόταν δε να εντοπίσει την πραγματική βάση τους σ’ ένα καθαρά αντικειμενικό δεδομένο, απόρροια της απουσίας ενιαίου φοιτητικού οργάνου: κάθε παράταξη είχε εικόνα μονάχα για τους συλλόγους στους οποίους η ίδια διατηρούσε κάποια παρουσία και περιοριζόταν στα αποτελέσματα αυτών των τελευταίων· επιλογή αναπόφευκτη και συνάμα βολική, καθώς έτσι τα δικά της ποσοστά διατηρούνταν αυτόματα στο ανώτερο δυνατό επίπεδο. Τα δεδομένα των εκλογών κάθε επιμέρους συλλόγου ήταν ωστόσο κοινά ‒κι ένας δημοσιογράφος, πολιτικός επιστήμονας ή απλά ενδιαφερόμενος πολίτης δεν θα δυσκολευόταν καθόλου, αν διέθετε τον χρόνο και την υπομονή να προβεί στην απαραίτητη σύγκριση και δική του άθροιση, να διαπιστώσει κάθε φορά την πραγματικότητα.

Φέτος, τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά. Η πρώτη πραγματική αποτύπωση των διαθέσεων της νέας γενιάς ύστερα από μια τριετία νεοφιλελεύθερης κοσμογονίας κι αυταρχισμού στα ΑΕΙ, γνωστοποιήθηκε με διαμετρικά αντίθετα αποτελέσματα από τις αντιμαχόμενες πλευρές: η μεν ΔΑΠ-ΝΔΦΚ ισχυρίστηκε πως απέσπασε ξανά την πρωτιά (που διατηρούσε από το 1987) μ’ ένα πελώριο 45,8 % (έναντι μόλις 25,5% της ΠΚΣ), ενώ οι αντιπολιτευόμενες παρατάξεις της Αριστεράς απέδωσαν ομόφωνα την πρώτη θέση στην «Πανσπουδαστική», με πάνω από 33,5%, κάνοντας λόγο για καταβαράθρωση των κυβερνητικών ψηφοδελτίων (μόλις 27,5%)· τα ριζοσπαστικά ΕΑΑΚ και οι κατά τόπους συμμαχίες τους με την ΑΡΕΝ ξεπέρασαν το 15%, η ΠΑΣΠ κινήθηκε γύρω στο 10%, ενώ το BLOCO του ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε -ως συνήθως- πέμπτο και καταϊδρωμένο, μ’ ένα οριακό 2,5-3%.

Οπως πάντα, τα αποτελέσματα των αριστερών παρατάξεων εμφάνισαν ορισμένες μικροδιαφορές, ανάλογα με τον αριθμό των συλλόγων που είχε ληφθεί υπόψη σε κάθε καταμέτρηση. Η ΠΑΣΠ, απ’ την πλευρά της, απαξίωσε (ή αδυνατούσε) να προβεί σε οποιαδήποτε αντίστοιχη καταμέτρηση.

Τελικά, πού βρίσκεται η αλήθεια; Μια πρώτη ένδειξη για τον εκατέρωθεν βαθμό αξιοπιστίας παρέχει μια κρίσιμη λεπτομέρεια: οι αριστερές οργανώσεις δίνουν σαφή στοιχεία για το πόσους συλλόγους καταμέτρησε καθεμιά (259 η ΠΚΣ, 225 η νΚΑ των EAAK, 213 το BLOCO), ενώ η ΔΑΠ απέφυγε να δώσει συγκεκριμένο νούμερο, ισχυριζόμενη ότι τα «τελικά-συγκεντρωτικά» αποτελέσματά της έχουν «ενσωματώσει το 100%» ενός παντελώς απροσδιόριστου αριθμού συλλόγων. Ακόμη αποκαλυπτικότερη αποδεικνύεται η εκατέρωθεν παράθεση επιμέρους αποτελεσμάτων: στις σχετικές ιστοσελίδες τους, η ΠΚΣ και η νΚΑ δημοσιεύουν τα αποτελέσματα όλων των συλλόγων που έλαβαν υπόψη τους, η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ όμως όχι. Θα μπορούσαμε, βέβαια, να θεωρήσουμε φυσική κι αναμενόμενη την απουσία από την ιστοσελίδα της κάποιων μικρότερων συλλόγων, όπως της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, όπου η κυβερνητική παράταξη δεν κατέβασε καν ψηφοδέλτιο. Πώς να εξηγηθεί όμως η παράλειψη ακόμη και μεγάλων σχολών στις οποίες υπέστη συντριπτική ήττα, όπως η Φιλοσοφική Αθηνών (όπου η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ απέσπασε μόλις 5,31%, έναντι 54% της ΠΚΣ και 30% των ΕΑΑΚ); Προφανώς, ως αναγκαία προϋπόθεση για την αληθοφάνεια του εικονικού της «νέου θριάμβου». Ως μια μικρή πρόγευση, επιπλέον, για όσα πρόκειται να συμβούν κατά τις μελλοντικές «ηλεκτρονικές ψηφοφορίες», που σύμφωνα με το νομοσχέδιο (άρθρο 42§2) θα αντικαταστήσουν υποχρεωτικά τις παραδοσιακές φοιτητικές κάλπες.

Υπενθυμίζουμε ότι, σε αντίθεση με τις παραδοσιακές κάλπες (όπου ο δικαστικός αντιπρόσωπος, οι εφορευτικές επιτροπές και οι εκλογικοί αντιπρόσωποι των υποψηφίων έχουν κάθε δυνατότητα να ελέγξουν -και κατά κανόνα επιβάλλουν- τόσο τη μυστικότητα και το αδιάβλητο της ψηφοφορίας όσο και την έκδοση των πραγματικών αποτελεσμάτων), στις διαβόητες «ηλεκτρονικές ψηφοφορίες» ο μόνος που γνωρίζει τι πραγματικά συνέβη είναι η εταιρεία λογισμικού που αναλαμβάνει τη διεξαγωγή τους. Ο επιμελητής της στήλης είχε πρόσφατα την ευκαιρία να παρακολουθήσει μια τέτοια «ψηφοφορία» αθηναϊκού συνδικάτου, δίπλα στον δικηγόρο στον οποίο ανατέθηκε να επιβλέψει (ως «δικαστικός αντιπρόσωπος») από το γραφείο του την όλη διαδικασία. Σε μια κανονική εκλογή, ο τελευταίος ελέγχει την κάλπη και το ποιος ψηφίζει· προσυπογράφει, μετρά και ανοίγει δημόσια τους φακέλους· καταμετρά, ανακοινώνει και γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή τα αποτελέσματα. Στην ηλεκτρονική «ψηφοφορία», αντίθετα, στέκεται ανήμπορος μπροστά σε μια παγωμένη οθόνη· στο τέλος δε της ημέρας παραλαμβάνει απλώς από την εταιρεία έτοιμα τα «αποτελέσματα», τα προσυπογράφει και τα διαβιβάζει· ενώ στις κανονικές εκλογές η αμοιβή που εισπράττει ισοδυναμεί με αποζημίωση για μία ολόκληρη ημέρα σκληρής και υπεύθυνης δουλειάς (συν διάφορες εξίσου επίπονες και χρονοβόρες προεργασίες), εδώ επιβραβεύει απλώς την αδιαμαρτύρητη σύμπραξή του σε μια καθαρά εικονική πραγματικότητα.

Η αυτοπρόσωπη εξέλεγξη των εκλογών αντικαθίσταται έτσι από μια θρησκευτικού τύπου τελετή όπου επικρατεί το δόγμα «πίστευε και μη ερεύνα», με τον Θεό να έχει αντικατασταθεί από μια αδιαφανή τεχνολογία και τους επιχειρηματίες ή δημόσιους υπαλλήλους που τη χειρίζονται. Με άλλα λόγια, η «ηλεκτρονική ψηφοφορία» σημαίνει την πλήρη κατάργηση των δημοκρατικών εκλογικών διαδικασιών που γνωρίσαμε τους δυο τελευταίους αιώνες και τη μετάβαση σ’ έναν ιδιότυπο τεχνοφασιστικό Μεσαίωνα.

Στο έλεος των μηχανισμών

Βαρύ πυροβολικό της κυβερνητικής προπαγάνδας για την επερχόμενη «μεταρρύθμιση» των ΑΕΙ αποτελεί όμως όχι τόσο η «ηλεκτρονική ψηφοφορία», όσο η επιβολή «ενιαίας λίστας» για τις εκλογές των «Συμβουλίων Φοιτητών» που πρόκειται ν’ αντικαταστήσουν θεσμικά στην πράξη τους υφιστάμενους σήμερα συλλόγους, ως οι μόνες επίσημα αναγνωρισμένες μορφές φοιτητικού συνδικαλισμού. Από τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ που πανηγύρισαν γι’ αυτή την εξέλιξη, αυτή η «κατάργηση ουσιαστικά των παρατάξεων» χαιρετίστηκε ως μέτρο που «θα ξαναφέρει τους φοιτητές στον υγιή συνδικαλισμό» (Κώστας Γιαννακίδης στα «Νέα»), καθώς «σημαίνει τέλος στο καθεστώς των επαγγελματιών συνδικαλιστών και των “ημιπιτσιρικάδων” μπαχαλάκηδων, αλλά και τερματισμό της μάστιγας της κομματικοποίησης των φοιτητικών εκλογών» (Μπάμπης Παπαναγιώτου στον «Ελεύθερο Τύπο»).

Στην πραγματικότητα, θα συμβεί το ακριβώς αντίθετο. Αντί για κατάργηση ή παραμερισμό των κομματικών μηχανισμών, εκλογές με «ενιαία λίστα» υποψηφίων σε επίπεδο τμήματος ισοδυναμούν με απόλυτη κυριαρχία των σκληρών κομματικών μηχανισμών, που έχουν τη δυνατότητα να περνούν «γραμμή» στους στρατούς των ψηφοφόρων τους για το ποιος ακριβώς υποψήφιος πρέπει να σταυρωθεί, σε βάρος όσων συλλογικοτήτων στηρίζουν την απήχησή τους σε μια χαλαρότερη και πιο ιδεολογική απεύθυνση.

Για τη μακροχρόνια δε παράδοση της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ σε τέτοιους μηχανισμούς ασφυκτικού ελέγχου μιας ικανής μερίδας του φοιτητικού σώματος, παραπέμπουμε στο τεχνικό εγχειρίδιό της που παρουσιάσαμε παλιότερα στον «Ιό» («Τα dirty tricks της Γαλάζιας Γενιάς», Ελευθεροτυπία, 22/5/2004), αλλά και στο ξεκαρδιστικό δημοσίευμα του «Βήματος» («“Γαλάζια φακελώματα” ψηφοφόρων», 13/5/2007) για τη συστηματική χαρτογράφηση της διασύνδεσης προσωπικών σχέσεων και πολιτικών απόψεων των φοιτητών του Οικονομικού Τμήματος της Πάτρας από τους ΔΑΠίτες συμφοιτητές τους· χαρτογράφηση, τα τεκμήρια της οποίας ήρθαν κατά λάθος στο φως, όταν γράφτηκαν σ’ ένα CD-Rom με προεκλογικό υλικό που μοιραζόταν αφειδώς στο φοιτητόκοσμο…

Η θεσμικά διατεταγμένη μετατόπιση από την πολιτικοϊδεολογική στην προσωποπαγή σταυροδοσία θα ενισχύσει επίσης όλα εκείνα τα παράπλευρα φαινόμενα συναλλαγής, καριερισμού και πελατειακών δικτύων που υποτίθεται πως επιθυμεί να εξαλείψει: οι φοιτητές δεν θα καλούνται πλέον να στηρίξουν προγράμματα και απόψεις για το πανεπιστήμιο (και την κοινωνία) αλλά τον καλά δικτυωμένο συνάδελφό τους με τις άκρες στα πανεπιστημιακά όργανα ‒όταν δεν θα επιλέγουν απλώς τον ωραίο ή την ωραία, τον καλαμπουρτζή και τον «επιδραστικό», κατ’ εικόνα και ομοίωση του σχολικού δεκαπενταμελούς. Νομιμοποιώντας, τελικά, κάθε θεμιτή κι αθέμιτη θριαμβολογία των ίδιων «ανυπόληπτων» κομματικών μηχανισμών, οι ισχυρισμοί των οποίων θα είναι πρακτικά αδύνατο να ελεγχθούν, όπως ακριβώς συνέβαινε με την τραγελαφική οικειοποίηση των μαθητικών αρχαιρεσιών της δεκαετίας του 1980…

Διαφορετικής απόχρωσης οργουελισμό συναντάμε και στο πλασάρισμα μιας άλλης εκλογικής διαδικασίας: της επιλογής από τους πανεπιστημιακούς κάθε ΑΕΙ των έξι «εσωτερικών» μελών των Συμβουλίων Διοίκησης, που με τη σειρά τους θα εκλέγουν άμεσα ή έμμεσα όλα τα υπόλοιπα όργανα: τα πέντε «εξωτερικά μέλη», τον πρύτανη, τον μάνατζερ («εκτελεστικό διευθυντή»), τους κοσμήτορες και πάει λέγοντας. Το Power Point της κυρίας Κεραμέως ξεκαθάρισε πως η εκλογή τους θα γίνεται με περιορισμένο αριθμό μελών (διάβαζε: μάλλον ένα) ανά σχολή ‒προκειμένου, λέει, να διασφαλιστεί «πλουραλισμός απόψεων». Στοιχειώδης λογική αρκεί, ωστόσο, για να διαπιστωθεί πόσο κάλπικος είναι στην πραγματικότητα ένας τέτοιος «πλουραλισμός», που θυμίζει το βρετανικό εκλογικό σύστημα των μονοεδρικών περιφερειών: μια ελαφρά πλειοψηφία, όπως αυτή που διαθέτει σήμερα στους πανεπιστημιακούς των περισσότερων ΑΕΙ η Δεξιά, θα μετατραπεί αυτόματα σε ασφυκτικό μονοκομματικό έλεγχο των οργάνων, όπου θα εκπροσωπούνται μεν όλες οι σχολές αλλά όχι κι όλες οι αντιλήψεις!

Φωτογραφία: Σκίτσο του Γιάννη Ιωάννου στο περιοδικό «Σχολιαστής» (Μάρτιος 1985). Ενα μήνα νωρίτερα είχε προκληθεί διπλωματικό επεισόδιο από την αποκάλυψη ότι σε σχολή στελεχών του ΝΑΤΟ στην Ιταλία δόθηκε για μελέτη σενάριο στρατιωτικού πραξικοπήματος σε περίπτωση εκλογικής νίκης της Αριστεράς στην Ελλάδα.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…