Διαδηλωτές στην Πόλη του Παναμά κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας για το υψηλό κόστος των τροφίμων και της βενζίνης, στις 20 Ιουλίου 2022

Πηγή: Publico (21.7.22) | Μετάφραση: Α.Λ.

Οι διαμαρτυρίες στη χώρα συνεχίζονται τις τελευταίες δύο εβδομάδες λόγω της αύξησης της τιμής του πετρελαίου και του πληθωρισμού. Ωστόσο, αυτή η εθνική κρίση έχει τις ρίζες της σε μια πολύ βαθύτερη ύφεση.

Ο Παναμάς βρίσκεται εν μέσω μιας κοινωνικής κρίσης που πιθανώς δεν έχει προηγούμενο στη δημοκρατική εποχή. Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, συνδικάτα οικοδόμων, ιθαγενικές οργανώσεις, παραγωγοί αγροτικών προϊόντων, συνδικάτα εκπαιδευτικών και εργαζομένων στον τομέα της υγείας, εργαζόμενοι στις μεταφορές, αλιείς και άλλοι κοινωνικοί τομείς οργανώνουν αποκλεισμούς δρόμων σε όλη τη χώρα και συγκεντρώσεις μπροστά από δημόσιες υπηρεσίες.

Οι πρόσφατες αιτίες της δυσαρέσκειας είναι οι ίδιες με αυτές στην υπόλοιπη ήπειρο και στον κόσμο: η αύξηση της τιμής του πετρελαίου και ο πληθωρισμός που προκάλεσε στα είδη πρώτης ανάγκης. Τα αιτήματα κυμαίνονται από τα πιο συγκυριακά (η τιμή της βενζίνης, το καλάθι της νοικοκυράς και τα φάρμακα) έως τα πιο διαρθρωτικά (ασφάλιση των ανέργων, φορολογική μεταρρύθμιση κ.λπ.).

Η σημερινή κρίση δύσκολα θα μπορούσε να αποτελέσει έκπληξη. Οι τελευταίοι μήνες είχαν δώσει αρκετά σημάδια δυσαρέσκειας των πολιτών. Τον Οκτώβριο του 2019, φοιτητές από ιδιωτικά και δημόσια πανεπιστήμια και μέλη του φεμινιστικού και του ΛΟΑΤ κινήματος του Παναμά, κινητοποιήθηκαν επί εβδομάδες κατά των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που, αν και αναγκαίες, δεν ανταποκρίνονταν σ’ αυτό που οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι επιθυμούσε η κοινή γνώμη: την υπεράσπιση των φτωχών.

Μετά από μια πανδημία που έφερε στη χώρα μια από τις χειρότερες υφέσεις παγκοσμίως (-17,9%), οι θύλακες δυσαρέσκειας αναζωπυρώθηκαν για λόγους τόσο διαφορετικούς όσο η επισφαλής κατάσταση του Ταμείου Κοινωνικής Ασφάλισης, η ανεργία και μια αντιδημοφιλής εκλογική μεταρρύθμιση.

Οι προτάσεις της κυβέρνησης για διάλογο και τα μέτρα για τον περιορισμό του πληθωρισμού δεν φαίνεται να ήταν αρκετά για να κατευνάσουν την οργή. Οι οργανωμένες ομάδες είναι αποφασισμένες να συνεχίσουν τα μπλόκα (κλείσιμο των δρόμων), ενώ το επίπεδο της έντασης μεταξύ του πληθυσμού και των δυνάμεων της τάξης αυξάνεται. Και αυτό γιατί, πέρα από την τιμή της βενζίνης, η χώρα βρίσκεται εν μέσω πέντε κρίσεων.

Κρίση ανισότητας

Ο Παναμάς είναι μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες χώρες στον κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες. Εν μέσω των σημερινών τεράστιων διαδηλώσεων, η κυβέρνηση ανακοίνωσε με υπερηφάνεια ότι ο Παναμάς θεωρείται πλέον χώρα υψηλού εισοδήματος. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να κρύψει μια τεράστια ανισότητα, την τρίτη μεγαλύτερη στην ήπειρο. Το πλουσιότερο 10% κατέχει το 37,3% του εθνικού εισοδήματος, σχεδόν 13 φορές περισσότερο από το φτωχότερο 40%.

Το μερίδιο των μισθών στην παραγωγή πλούτου μειώθηκε από το 50% του ΑΕΠ σε λιγότερο από 30% μέσα σε 20 χρόνια. Ωστόσο, οι ανισότητες του πλούτου είναι ακόμα πιο οξυμένες. Το 2013, 115 πολυεκατομμυριούχοι συγκέντρωναν περιουσία 16 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η πανδημία επιδείνωσε αυτή την ανισότητα. Το 49,5% των ανθρώπων δηλώνει ότι το εισόδημά του μειώθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας (στοιχεία από την έρευνα του Centro International de Estudios Políticos y SocialesCIEPS,  Ciudadanía y Derechos, 2021) και η πλειοψηφία των ανθρώπων που βρήκαν δουλειά τους τελευταίους μήνες το έκαναν στον άτυπο τομέα.

Επιπλέον, η τρέχουσα πληθωριστική κατάσταση φέρνει σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση όσους έχουν μόλις τα απαραίτητα για να επιβιώσουν. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει επίσης ότι στον Παναμά, τα φτωχότερα εισοδήματα πλήττονται περισσότερο από τον υψηλότερο πληθωρισμό λόγω της κεντρικής θέσης των τροφίμων στον προϋπολογισμό τους, τα οποία είναι επίσης η κατηγορία που υπόκειται περισσότερο στον πληθωρισμό.

Ο Παναμάς δεν είναι μια χώρα που αγνοεί την ανισότητά της. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Latinobarómetro (1), το 75,3% των κατοίκων του δηλώνει ότι η κατανομή του εισοδήματος είναι «άδικη» ή «πολύ άδικη» και το 82,7% πιστεύει ότι η χώρα κυβερνάται από «μερικές ισχυρές ομάδες που φροντίζουν για το δικό τους συμφέρον».

Κρίση αντιπροσωπευτικότητας και εμπιστοσύνης

Υπάρχουν σοβαρά προβλήματα εμπιστοσύνης στους θεσμούς του Παναμά. Το 84,2% δεν εμπιστεύεται την Εθνοσυνέλευση, το 77,2% την κυβέρνηση, το 75,9% τη Δικαιοσύνη και το 87,5% τα πολιτικά κόμματα. Ωστόσο, δεν είναι μόνο οι δημόσιοι θεσμοί που αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα. Η διαπροσωπική εμπιστοσύνη είναι σχεδόν ανύπαρκτη (το 74,2% πιστεύει ότι οι άνθρωποι «ποτέ ή ελάχιστες φορές είναι αξιόπιστοι»). Με την πανδημία, όλοι οι θεσμοί, τόσο δημόσιοι όσο και ιδιωτικοί, έχασαν την εμπιστοσύνη των πολιτών. Αυτό εξηγεί σε κάποιο βαθμό τη δυσκολία συντονισμού που μπορεί να υπήρχε μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων που κινητοποιήθηκαν.

Αξίζει να πούμε δυο λόγια για την Καθολική Εκκλησία, η οποία προσκλήθηκε από τον Πρόεδρο της χώρας Λαουρεντίνο Κορτίσο (Laurentino Cortizo), να μεσολαβήσει στην τρέχουσα σύγκρουση. Ο θρησκευτικός θεσμός είναι πράγματι, όπως τόνισε ο πρόεδρος, αυτός που απολαμβάνει τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη του πληθυσμού (70,6% δηλώνει ότι τον εμπιστεύεται). Ωστόσο, αυτό το πλαίσιο κρύβει τη συνολική εικόνα: από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 –όταν η Καθολική Εκκλησία διαμεσολαβούσε σε όλες τις συζητήσεις και τις συμφωνίες στις οποίες σχεδιάστηκε το οικονομικό και πολιτικό πρόγραμμα της χώρας–, μέχρι σήμερα, η Καθολική Εκκλησία έχει χάσει 20 ποσοστιαίες μονάδες εμπιστοσύνης.

Επίσης, από τη μία πλευρά, υπάρχουν σήμερα τμήματα της κοινωνίας που υποστηρίζουν έναν μεγαλύτερο διαχωρισμό μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους, και από την άλλη, οι άνθρωποι που έχουν τη μικρότερη πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, με τους οποίους το Κράτος επιδιώκει να συνομιλήσει με τη μεσολάβηση της Εκκλησίας, είναι ακριβώς εκείνοι που λένε ότι έχουν τη μικρότερη εμπιστοσύνη στην Εκκλησία. Αυτό εξηγεί την αποτυχία του διαλόγου που συγκάλεσε ο πρόεδρος Λαουρεντίνο Κορτίσο με τη μεσολάβηση της Εκκλησίας, γεγονός που μας οδηγεί στην τρίτη κρίση.

Κρίση των συστημάτων συλλογικών διαπραγματεύσεων

Ο Παναμάς, από την περίοδο μετάβασης στη δημοκρατία, χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι έχουν πολλαπλασιαστεί οι διάλογοι, οι επιτροπές και οι συμφωνίες για να δημιουργηθούν οι πολιτικές και οικονομικές βάσεις της χώρας. Οι μηχανισμοί αυτοί αντανακλούσαν μια πολιτική κουλτούρα που εκτιμά τη συναίνεση, αλλά και πολύ αδύναμους δημοκρατικούς θεσμούς που απέτυχαν να μετατρέψουν σε έργα αυτές τις συζητήσεις. Χαρακτηρίστηκαν από την τοποθέτηση του ιδιωτικού τομέα στο επίκεντρο των διαφόρων πολιτικών και την επιδίωξη της οικονομικής ανάπτυξης μέσω των κλασικών φιλελεύθερων συνταγών της δεκαετίας του 1990.

Ωστόσο, οι μηχανισμοί αυτοί, κατάφερναν όλο και λιγότερο να πείθουν τον πληθυσμό για τη χρησιμότητά τους. Το 2021, οι οργανωμένοι εργαζόμενοι αποχώρησαν από το διάλογο για το Ταμείο Κοινωνικής Ασφάλισης. Το Σύμφωνο για τη διακοσιοστή επέτειο (Pacto del bicentenario) (2), μια διαδικτυακή πλατφόρμα που συγκέντρωνε τις προτάσεις των πολιτών, απέτυχε να πείσει για τη χρησιμότητά του, και οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις δεν συνάντησαν μεγαλύτερη επιτυχία. Η κρίση εμπιστοσύνης που αναφέρθηκε παραπάνω δεν είναι άσχετη με αυτή την κατάσταση, ούτε η αίσθηση που έχουν αποκομίσει τα τμήματα που κινητοποιούνται, ενός διαλόγου «εγώ με εμένα», όπου πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις συνομωτούν και τα λαϊκά τμήματα καλούνται να επικυρώσουν αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί χωρίς αυτά.

Κρίση εντιμότητας

Η χώρα αντιμετωπίζει επίσης μια βαθιά κρίση ηθικής. Δύο πρώην πρόεδροι διώκονται για την υπόθεση Odebrecht (3). Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η Εισαγγελία άσκησε δίωξη για τουλάχιστον 18 υποθέσεις διαφθοράς που σχετίζονταν με τη διαχείριση της πανδημίας, ξέσπασε ένα σκάνδαλο που αφορούσε σοβαρές καταχρήσεις στο σύστημα προστασίας των παιδιών, παραιτήθηκαν ορισμένοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι χωρίς να δωθεί καμία εξήγηση στους πολίτες, αμφισβητήθηκαν συστηματικά τα κυβερνητικά κονδύλια για λόγους ικανοποίησης πελατειακών συμφερόντων κ.λπ. Η Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (Banco Interamericano de Desarrollo – BID) εκτιμά ότι η σπατάλη του δημόσιου χρήματος ανέρχεται στο 3,8% του ΑΕΠ και σχετίζεται κυρίως με τις δημόσιες συμβάσεις.

Ωστόσο, η κρίση εντιμότητας δεν αφορά μόνο τον δημόσιο τομέα. Τον Σεπτέμβριο του 2021, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να διατηρήσει τον Παναμά στη μαύρη λίστα των χωρών που «δεν συνεργάζονται σε φορολογικά θέματα». Σύμφωνα με τον Γενικό Διευθυντή Εσόδων, η φοροδιαφυγή αντιπροσωπεύει ένα 4 % του ΑΕΠ.

Υπολογίζεται ότι μέσα σε 10 χρόνια διέφυγαν από τις φορολογικές αρχές σχεδόν 35 δισεκατομμύρια δολάρια, λαμβάνοντας υπόψη μόνο τον φόρο νομικών προσώπων. Αυτή η κρίση ηθικής στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, σε συνδυασμό με μια φιλελεύθερη πολιτική σταδιακής μείωσης του φορολογικού συντελεστή, οδήγησε στην πέμπτη κρίση, την κρίση των δημόσιων πόρων.

Κρίση των δημόσιων πόρων

Εκτός από τη διαφθορά και τη φοροδιαφυγή, η φοροαποφυγή (νομικοί ελιγμοί για την καταβολή λιγότερων ή μηδενικών φόρων) και οι πολιτικές φοροαπαλλαγής έχουν επίσης συμβάλει στη μείωση των δυνατοτήτων του κράτους να εφαρμόζει δημόσιες πολιτικές. Οι φοροαπαλλαγές για κάθε είδους αγαθά και δραστηριότητες, όπως οι νέες κατασκευές, οι μεταβιβάσεις μετοχών, τα σκάφη αναψυχής κ.λπ. είναι μερικά παραδείγματα.

Το 2020, το ποσοστό είσπραξης φόρων ήταν μόλις 13,7% του ΑΕΠ (έναντι 22,9% κατά μέσο όρο στη Λατινική Αμερική), έχοντας μειωθεί περισσότερες από 3,5 μονάδες από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η οικονομική ανάπτυξη αντιστάθμιζε αυτή τη σταδιακή μείωση, αλλά η τρέχουσα οικονομική κρίση έχει οδηγήσει στην καθυστέρηση της είσπραξης των φόρων κατά σχεδόν 5 χρόνια.

Σ΄αυτό το πλαίσιο, τον Ιούνιο ψηφίστηκε ένας νόμος για τη χορήγηση φορολογικών πιστώσεων σε πολυτελή τουριστικά έργα αξίας άνω των 400 εκατομμυρίων δολαρίων, ο οποίος προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στην κοινή γνώμη και στον τουριστικό τομέα. Η κατάργηση αυτού του νόμου αποτελεί μέρος των αιτημάτων ενός από τα κυριότερα συνδικάτα που κινητοποιούνται σήμερα στη χώρα.

Η κατάσταση είναι περίπλοκη και, δεδομένων των δημοσιονομικών περιορισμών της, η κυβέρνηση έχει ελάχιστα περιθώρια ελιγμών για να διαπραγματευτεί με τους διαδηλωτές. Μέχρι στιγμής, οι διαπραγματεύσεις έχουν επικεντρωθεί στην επιδότηση της βενζίνης, η οποία θα καλυφθεί με περικοπές στη λειτουργία του κράτους, κυρίως με περικοπές 10% στη δημόσια διοίκηση. Ωστόσο, φαίνεται ότι ορισμένες από τις οργανώσεις αναζητούν πιο διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που να μπορούν να δώσουν μεγαλύτερης εμβέλειας απαντήσεις στις πέντε κρίσεις που περιγράψαμε παραπάνω.

Αρχική δημοσίευση: The Conversation

 _____________________

Σημειώσεις

1. Το Latinobarómetro είναι μια έρευνα κοινής γνώμης που διεξάγει ετησίως περίπου 20.000 συνεντεύξεις σε 18 χώρες της Λατινικής Αμερικής που αντιπροσωπεύουν περισσότερους από 600 εκατομμύρια κατοίκους. Η Corporación Latinobarómetro είναι μια μη κερδοσκοπική ΜΚΟ με έδρα το Σαντιάγο της Χιλής, αποκλειστικά υπεύθυνη για την παραγωγή και τη δημοσίευση των δεδομένων.

2. Το Σύμφωνο για τη διακοσιοστή επέτειο στο οποίο δώθηκε η ονομασία «Κλείνοντας τα χάσματα» είναι μια πρωτοβουλία του Προέδρου της Δημοκρατίας Λαουρεντίνο Κορτίσο, «με στόχο την επίτευξη εθνικών συμφωνιών για την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση, την εκπαίδευση, την οικονομία, την ασφάλεια και τις βασικές υπηρεσίες, προκειμένου να τεθούν τα θεμέλια για έναν καλύτερο Παναμά. Είναι μια ευρεία διαδικασία ανεξάρτητης και διαφανούς συμμετοχής των πολιτών που συγκεντρώνει τις προτάσεις των ανθρώπων και των θεσμών σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, για την επίλυση των προβλημάτων του πληθυσμού, οι οποίες θα αποτελέσουν τη βάση για το σχεδιασμό των Δημόσιων Πολιτικών με στόχο την κάλυψη των μεγάλων ανισοτήτων και την ενίσχυση της δημοκρατίας και του κράτους…»

Ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2020 και διήρκησε μέχρι τον Νοέμβριο του 2021, ημερομηνία της διακοσιοστής επετείου της ανεξαρτησίας του Παναμά από την Ισπανία.

3. Η υπόθεση Odebrecht είναι μία από τις μεγαλύτερες υποθέσεις διαφθοράς που έχουν καταγραφεί στην πρόσφατη ιστορία της Λατινικής Αμερικής, η οποία καλύπτει περισσότερα από 30 χρόνια.Βασίζεται σε έρευνα που διεξήγαγε το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ μαζί με άλλες 10 χώρες της Λατινικής Αμερικής σχετικά με τη βραζιλιάνικη κατασκευαστική εταιρεία Odebrecht. Η έρευνα αυτή περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο η Odebrecht φέρεται να δωροδόκησε προέδρους, πρώην προέδρους και κυβερνητικούς αξιωματούχους 13 χωρών: Αγκόλα, Αργεντινή, Βραζιλία, Κολομβία, Εκουαδόρ, ΗΠΑ, Γουατεμάλα, Μεξικό, Μοζαμβίκη, Παναμά, Περού, Δομινικανή Δημοκρατία και Βενεζουέλα, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών, προκειμένου να αποκομίσει οφέλη από δημόσιες συμβάσεις.

Η Odebrecht ιδρύθηκε το 1944 στην Πολιτεία Bahia και εδραίωσε τη θέση της ως η ταχύτερα αναπτυσσόμενη κατασκευαστική εταιρεία κατά τα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…