Φωτογραφία: Alessandro Bremec/NurPhoto via Getty Images)

Ο πρώην κεντρικός τραπεζίτης Μάριο Ντράγκι παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία της Ιταλίας, ωθώντας τη χώρα σε πρόωρες εκλογές. Στην καλύτερη θέση για να επωφεληθεί είναι η μόνη μεγάλη δύναμη που αντιτάχθηκε στην κυβέρνησή του: το ακροδεξιό κόμμα Fratelli d’Italia (Αδέλφια της Ιταλίας) της Τζόρτζια Μελόνι.                                                                        

Πηγή: Jacobin (22.7.2022) | Μετάφραση: Κυριακή Κλοκίτη

Για το μεγαλύτερο μέρος της περασμένης εβδομάδας, τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης βυθίστηκαν σε εικασίες σχετικά με το εάν ο Μάριο Ντράγκι ήθελε να παραμείνει πρωθυπουργός – με ορισμένα μέσα σχεδόν να τον παρακαλούν να το κάνει. Ακόμη και πριν από τον διορισμό του ως επικεφαλής της κυβέρνησης, τον Φεβρουάριο του 2021, ο πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας χαρακτηρίστηκε ευρέως τόσο στα εγχώρια όσο και στα διεθνή μέσα ενημέρωσης ως ο «Σούπερ Μάριο» που «θα έσωζε την Ιταλία, όπως έσωσε το ευρώ». Στα ιταλικά κεντρώα κόμματα, αυτός ο έπαινος δεν μετριάστηκε ποτέ και τις τελευταίες ημέρες της θητείας του υπήρξαν ακόμη και μερικές (πολύ μικρές) διαμαρτυρίες στους δρόμους για να τον καλέσουν να παραμείνει. Για τους πλέον κόλακες, ο Ντράγκι ήταν «ο πρωθυπουργός που χρειάζεται η Ιταλία, όχι αυτός που της αξίζει».

Απευθυνόμενος στη Γερουσία ενόψει της ψήφου εμπιστοσύνης την Τετάρτη, ο Ντράγκι αναφέρθηκε ρητά σε αυτήν την «άνευ προηγουμένου κινητοποίηση» για την υποστήριξή του. Υπήρξαν μια σειρά από καλοθελητές: επιστολές από επισκόπους, γιατρούς, πρυτάνεις πανεπιστημίων, βιομήχανους, συνεταιρισμούς και συνδικαλιστικές οργανώσεις — που προστέθηκαν σε ένα κάλεσμα υποστηριζόμενο από πάνω από χίλιους δημάρχους. Γιατί να τεθεί σε κίνδυνο η εκταμίευση των ευρωπαϊκών κονδυλίων ανάκαμψης, σε μια στιγμή συνεχιζόμενης αναταραχής; Ωστόσο ήταν δύσκολο να πιστωθεί η ιδέα ότι «η χώρα είχε μιλήσει». Εξάλλου, το βασικό αίτημα της μειοψηφίας που μίλησε ήταν να διατηρήσει μια κυβέρνηση χωρίς λαϊκή εντολή, αντί να διακινδυνεύσει πρόωρες εκλογές.

Οι ιταλοί πρωθυπουργοί δεν εκλέγονται ποτέ απευθείας από το λαό — και ο Ντράγκι δεν έχει εκλεγεί ποτέ σε κανέναν ρόλο. Η αποκαλούμενη κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» στην οποία ηγήθηκε δεν αναφερόταν στους συνασπισμούς που συμμετείχαν στις τελευταίες γενικές εκλογές του 2018. Αυτός ήταν, σημείωσε ο Ντράγκι στην ομιλία του, ένας λόγος για τον οποίο η κυβέρνησή του έπρεπε απαραίτητα να είναι ευρείας βάσης, αντί να βασίζεται σε απλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ωστόσο, η ομιλία του δεν ήταν καθόλου καλά σχεδιασμένη για να βελτιώσει τις σχέσεις με τα κόμματα που τον κράτησαν στην εξουσία, συμπεριλαμβανομένου του Κινήματος Πέντε Αστέρων (M5S) και της ακροδεξιάς Λίγκας. Επικρίνοντας αυτούς τους τελευταίους για εμμονή στις δικές τους στενές ατζέντες, ο Ντράγκι διεκδίκησε τη δική του αποστολή, ενώ ισχυρίστηκε ότι στέκεται πάνω από τη μάχη της κομματικής πολιτικής.

Ενώ ο Ντράγκι ήρθε στη Γερουσία αναζητώντας μια ανανεωμένη εντολή από τα έξω, η ομιλία του αντιθέτως ήταν η αρχή του τέλους της κυβέρνησής του. Το βράδυ της Τετάρτης το M5S, η Λίγκα του Ματέο Σαλβίνι και το κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι —όλοι οι προηγούμενοι υποστηρικτές της πρωθυπουργίας του Ντράγκι— απείχαν από την ψήφο εμπιστοσύνης και την Πέμπτη ο ίδιος παραιτήθηκε. Τώρα η Ιταλία βαδίζει προς γενικές εκλογές στις 25 Σεπτεμβρίου. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι εκλογές θα μπορούσαν κάλλιστα να δώσουν την πλειοψηφία στα δεξιά κόμματα, που τώρα έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί υπό την ηγεσία της «μεταφασίστριας» Τζόρτζια Μελόνι. Η ίδια είχε ηγηθεί των εκκλήσεων για πρόωρες εκλογές, επιμένοντας ότι «οι Ιταλοί πρέπει να μιλήσουν» μετά την κατάρρευση της τρίτης κυβέρνησης σε τρία χρόνια. Το κόμμα της, οι Fratelli d’Italia, ήταν η μόνη μεγάλη αντιπολίτευση στην τελευταία κυβέρνηση της Ιταλίας υπό την ηγεσία των τεχνοκρατών — και τώρα βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση για να εκμεταλλευτεί την κατάρρευσή της.

Ευχαριστημένη για τις εκλογές;

Η Μελόνι φαινόταν ενθουσιασμένη με την είδηση των πρόωρων εκλογών — φέρεται να είπε στον ηγέτη της Λίγκα Σαλβίνι: «Ματέο, τα καταφέραμε!» σε τηλεφώνημα το βράδυ της Τετάρτης. Αλλά οι εκλογές θα συγκεκριμενοποιήσουν επίσης μια σημαντική αλλαγή εντός της δεξιάς συμμαχίας, η οποία ενώνει την Fratelli d’Italia με τη Λίγκα και τη Forza Italia του Μπερλουσκόνι. Αυτά τα τρία κόμματα είχαν, με διαφορετικές μορφές, μια συμφωνία on-off από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν ο Μπερλουσκόνι σχημάτισε την πρώτη του κυβέρνηση, στην οποία η Λίγκα του Βορρά και οι «μεταφασίστες» ήταν οι μικρότεροι σύμμαχοι. Πριν από τέσσερα χρόνια, η κάποτε αυτονομιστική Λίγκα του Βορρά έγινε για πρώτη φορά το μεγαλύτερο από τα τρία κόμματα. Τώρα, οι Fratelli d’Italia αναλαμβάνουν τα ηνία. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι εκπροσωπούν το 24 τοις εκατό σε μια συμμαχία που προβλέπεται να πάρει 45 τοις εκατό. Το 2018 σημείωναν μόλις 4 τοις εκατό.

Η εκτόξευση της υποστήριξής τους είναι σίγουρα ανησυχητική, καθώς αντανακλά μια μακροπρόθεσμη ριζοσπαστικοποίηση της ιταλικής Δεξιάς. Ωστόσο, επισημαίνει επίσης τη γενικά ασταθή φύση της πολιτικής της χώρας, από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, και την πρόκληση που θα αντιμετωπίσει η Μελόνι στην προσπάθεια να οικοδομήσει μια στήριξη διαρκείας. Η μακροπρόθεσμη οικονομική στασιμότητα της Ιταλίας, η ραγδαία μετανάστευση και το τεράστιο δημόσιο χρέος —σε συνδυασμό με το στενό κορσε που επιβάλλει η ένταξη στο ευρώ— εξηγούν γιατί η εμπιστοσύνη στα πιο καθεστωτικά  κόμματα βρίσκεται σήμερα σε ιστορικά χαμηλά. Αλλά η πλειάδα των «αουτσάιντερ» που θεωρήθηκαν ως υποτιθέμενοι σωτήρες στην περίοδο της κρίσης μετά το 2008 —από τεχνοκράτες όπως ο Ντράγκι και ο Μάριο Μόντι μέχρι το κάποτε περήφανο «ενάντια στο κατεστημένο» Κίνημα των Πέντε Αστέρων— έχουν σκοντάψει σε παρόμοια εμπόδια.

Όποιος κι αν σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση, αυτά τα μακροπρόθεσμα δεινά θα ενταθούν από τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, την ενεργειακή κρίση και την ύφεση. Ενδεικτικά, σχετικά ήταν τα σχόλια της Μελόνι στο talk show Tg2 Post, το βράδυ της Πέμπτης, υποδηλώνοντας ότι ο Ντράγκι είχε εγκαταλείψει την ευθύνη για την κατάσταση. «Έχω την εντύπωση ότι η στάση του Ντράγκι [την περασμένη εβδομάδα] είχε νόημα μόνο αν ήθελε να φύγει», σχολίασε. «Μάλλον γνωρίζει την πραγματική οικονομική κατάσταση της Ιταλίας καλύτερα από εμάς. Πιθανότατα άδραξε την ευκαιρία των [διασπάσεων] μιας παράξενης πλειοψηφίας [συνασπισμού] για να παραμερίσει, αντί να “παρακολουθήσει την επερχόμενη καταιγίδα” από το γραφείο του πρωθυπουργού. Αντίθετα, θα μπορεί να πει ότι όλα συνέβησαν “επειδή δεν ήταν εκεί”».

Τέτοιες εικασίες σχετικά με τις απώτερες ατζέντες, γνωστές και ως συνωμοσιολογία, είναι κοινός τρόπος στα ιταλικά μέσα ενημέρωσης. Ωστόσο, καθώς το κοινοβούλιο ούτως ή άλλως πρόκειται να φτάσει στο φυσικό του τέλος την άνοιξη του 2023, φαίνεται εύλογο ότι τέτοιου είδους εκτιμήσεις συνέβαλαν στο καιροσκοπικό παιχνίδι που οδήγησε στην ψηφοφορία. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει εκλογική λίστα υποστηρικτών του Ντράγκι παρόμοια με το κόμμα Scelta Civica, που δημιουργήθηκε από συμμάχους του τεχνοκράτη πρωθυπουργού Μάριο Μόντι πριν από τις εκλογές του 2013. Ωστόσο, οι μετριοπαθείς αριστεροί Δημοκρατικοί δείχνουν ιδιαίτερα πρόθυμοι να υπερασπιστούν τη θητεία του Ντράγκι ως δική τους, καταδικάζοντας τους δεξιούς που οδήγησαν σε πρόωρες εκλογές και επαινώντας τους υπουργούς της Forza Italia που αποχώρησαν από το κόμμα του Μπερλουσκόνι ως απάντηση.

Κανονικοποιημένοι

Ενόψει των εκλογών που γενικά αναμένεται να δημιουργήσουν μια δεξιά πλειοψηφία, θα μπορούσαμε κάλλιστα να αναρωτηθούμε πώς θα έμοιαζε μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία της «μεταφασίστριας» Μελόνι. Η ίδια καυχιέται ότι έχει διατελέσει σε αξίωμα στο παρελθόν, αν και μόνο ως υπουργός Νεολαίας και Αθλητισμού στην τελευταία κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, το 2008–11. Ο δεύτερος μεγαλύτερος ηγέτης του κόμματος, ο Λα Ρούσα, ήταν υπουργός Άμυνας στο ίδιο υπουργικό συμβούλιο. Τότε, ο Λα Ρούσα —μια φιγούρα γνωστή για τα ξεσπάσματά του και την υπεράσπιση του δικαιώματος να χαιρετάει «ρωμαϊκά»— χρησιμοποίησε τη θέση του για να επιμείνει ότι οι στρατιώτες που πολέμησαν για τη φασιστική Ιταλία, και όχι μόνο αυτοί που αντιστάθηκαν στη γερμανική εισβολή, είχαν θυσιαστεί  για την πατρίδα τους. Το κόμμα παραμένει ευρέως προσκολλημένο σε τέτοιες αφηγήσεις «ίσων αποστάσεων», ενώ επιμένει ότι έχει αφήσει πίσω του τον φασισμό.

Μια τέτοια κυβέρνηση θα ήταν αναμφίβολα κάποιο είδος συνασπισμού. Λίγο πριν από την κατάρρευση της κυβέρνησης Ντράγκι, η Ρεπούμπλικα ανέφερε ότι οι ομαδικές διαδικτυακές συνομιλίες των Fratelli d’Italia εντόπιζαν πιθανά μέλη μιας νέας δεξιάς κυβέρνησης «μιας ομάδας τεχνοκρατών με καθησυχαστικό πρόσωπο», ίσως ακόμη και με κάποιον άλλον, εκτός της Μελόνι, για πρωθυπουργό. Οποιαδήποτε τέτοια διευθέτηση θα πρέπει επίσης να λάβει υπόψη σαφώς την πίεση των άλλων δεξιών κομμάτων, με τους περιφερειακούς κυβερνήτες της Λίγκας να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα να καταλάβουν τα τμήματα που μπορούν να εκταμιεύουν καλύτερα μετρητά. Αλλά ένα χαρακτηριστικό όνομα που αναφέρθηκε ήταν ο Τζούλιο Τρεμόντι, υπουργός Οικονομίας σχεδόν όλα τα χρόνια της θητείας του Μπερλουσκόνι διάσπαρτα μεταξύ 1994 και 2011.

Είναι σύνηθες να εξηγείται η άνοδος  της ακροδεξιάς με όρους  αποσκίρτησης της παλιάς εργατικής βάσης της Αριστεράς. Η νεοφιλελευθεροποιημένη «κεντροαριστερά» γίνεται όλο και περισσότερο το κόμμα των πλουσιότερων Ιταλών. Ωστόσο, οι συζητήσεις για «το σωβινισμό της πρόνοιας» συχνά αποτυγχάνουν να κατανοήσουν την πιο ξεκάθαρη ατζέντα χαμηλών φόρων και χαμηλών υπηρεσιών που προωθούν η Fratelli d’Italia και οι σύμμαχοί της. Το κόμμα της  Μελόνι είναι περήφανο για την ανυποχώρητη αντίθεσή του στα επιδόματα ανεργίας, τα οποία υποστηρίζει ότι ενθαρρύνουν την αδράνεια και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η υποστήριξή του κόμματός της είναι ισχυρότερη μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων. Σε ένα «προγραμματικό συνέδριο» που πραγματοποιήθηκε στο Μιλάνο αυτή την άνοιξη, με στόχο επίσης να τρώει τις εστίες της Λίγκας, η Μελόνι επέμεινε ότι το δικό της είναι το κόμμα  της «παραγωγικής» Ιταλίας.

Απηχώντας αυτή τη γραμμή στο Tg2 Post, το βράδυ της Πέμπτης, η Μελόνι επέμεινε ότι οι πρόσφατες κυβερνήσεις «διώκουν» την «πραγματική οικονομία» και ότι ο τρόπος για να «καταπολεμηθεί η φτώχεια» είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας και όχι η πρόνοια. Το προτεινόμενο μέσο για να το πετύχει αυτό εστιάζεται στη συρρίκνωση του κράτους. Ενώ η ίδια επέμεινε ότι το πλεονέκτημα της Ιταλίας έναντι των ανταγωνιστικών οικονομιών έγκειται στην «ποιότητα» που αναγνωρίζεται στα εμπορικά σήματα της, επέμεινε επίσης ότι πάνω από όλα η χώρα πρέπει να μειώσει «το κόστος εργασίας», προφανώς μέσω φορολογικών μέτρων. Οι Fratelli d’Italia ζητούν «δημοσιονομική ειρήνη», όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις παρενοχλούνται από πανίσχυρους εφοριακούς.

Μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία της  Μελόνι θα μπορούσε επίσης να αναμένεται να επιδιώξει έναν σκληρό ταυτοτισμό, δεδομένης της εστίασής της στην αύξηση των ποσοστών γεννήσεων, στη μείωση της μετανάστευσης (συμπεριλαμβανομένης της επιβολής ποσοστώσεων) και στην υπεράσπιση αυτού που η ίδια αποκαλεί παραδοσιακή οικογένεια. Βασιζόμενη στην περιφρόνηση για την «πολιτική των κομμάτων», που προωθείται επίσης από πολλούς από τους υποστηρικτές του Ντράγκι, η ίδια επιδιώκει επιπλέον να αντικαταστήσει την κοινοβουλευτική δημοκρατία, που γεννήθηκε από την Αντίσταση, με μια προεδρική. Σαφώς δεν πρόκειται για κάτι σαν την επιστροφή στη φασιστική δικτατορία. Σημαίνει, όμως, τη διαγραφή μεγάλου μέρους της θεσμικής κληρονομιάς των μεταπολεμικών αντιφασιστικών κομμάτων. Το κόμμα της Μελόνι προτείνει ακόμη και την ποινικοποίηση της υπεράσπισης του κομμουνισμού, παρά το γεγονός ότι οι κομμουνιστές συνέβαλαν στη συγγραφή του παρόντος Συντάγματος.

Αναμφίβολα υπάρχουν πολλοί λόγοι να περιμένουμε ότι η επόμενη ιταλική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης μιας κυβέρνησης σκληρών έως ακροδεξιών κομμάτων, δεν θα μπορέσει να περάσει πέντε χρόνια εφαρμόζοντας ήρεμα τις πολιτικές που χαράσσει κατά την επερχόμενη προεκλογική εκστρατεία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο αυξανόμενος πληθωρισμός και οι συνεχείς επιπτώσεις της πανδημίας του COVID-19 στη δημόσια υγειονομική περίθαλψη είναι μόνο οι ήδη ορατές κρίσεις. Αλλά ακόμα κι αν οι αντιδραστικές δυνάμεις στην κυβέρνηση σκοντάψουν σε αυτά τα εμπόδια —που θα δοκιμάσουν τις προσπάθειές τους να δείξουν ένα «καθησυχαστικό» πρόσωπο—, οι εναλλακτικές στην Αριστερά εξακολουθούν να λείπουν πολύ. Με το δεξιό μπλοκ να ριζοσπαστικοποιείται και το φιλελεύθερο κέντρο να δένει τα χρώματά του με τεχνοκράτες όπως ο Ντράγκι, οι χώροι για εναλλακτικές λύσεις που βασίζονται σε μια νέα  κοινωνική αλληλεγγύη φαίνονται όλο και πιο αδύναμοι.

Ο David Broder είναι ο εκδότης του Jacobin για την Ευρώπη και ιστορικός του γαλλικού και ιταλικού κομμουνισμού.

 

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…